Με την πανδημία του Covid-19 να έχει εισβάλει για τα καλά στη ζωή μας, από τις αρχές του 2020, οι κυβερνήσεις σε όλο σχεδόν τον κόσμο έχουν επιδοθεί σε απέλπιδες προσπάθειες προκειμένου να συγκρατήσουν την εξάπλωσή της. Οι προσπάθειες αυτές συνίστανται στην εφαρμογή περιοριστικών μέτρων στις δραστηριότητες τόσο των πολιτών όσο και των επιχειρήσεων. Αποτέλεσμα όλων αυτών των κυβερνητικών μέτρων μέχρι και σήμερα είναι η διακοπή ή ο περιορισμός των μετακινήσεων, η δυσλειτουργία στις αλυσίδες εφοδιασμού, καθώς και η διακοπή της λειτουργίας των επιχειρηματικών μονάδων στους περισσότερους κλάδους της οικονομίας, γεγονός που έχει οδηγήσει στον περιορισμό των εσόδων και των δαπανών των πολιτών, των επιχειρήσεων και των κρατών.
Η επίπτωση στις ετήσιες και ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις της συντριπτικής πλειονότητας των επιχειρήσεων και οργανισμών δείχνει αναπόφευκτη και το εύρος της εξαρτάται κυρίως από τον βαθμό που έχει θιγεί το αντικείμενο δραστηριότητάς τους λόγω της εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων. Μία σημαντική –αν όχι η σημαντικότερη– επίπτωση αφορά την απομείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων στους Ισολογισμούς/Καταστάσεις Οικονομικής Θέσης των περισσοτέρων επιχειρηματικών οντοτήτων. Παρότι το θέμα αυτό αποτελεί ετησίως αντικείμενο εφαρμογής κρίσεων και εκτιμήσεων για τις διοικήσεις των επιχειρήσεων, με βάση τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) και τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα (ΕΛΠ, Ν. 4308/2014), αλλά και ελέγχου αυτών από τους ορκωτούς ελεγκτές – λογιστές για τη διατύπωση της γνώμης τους επί των οικονομικών καταστάσεων, εντούτοις ποτέ μέχρι τώρα δεν κατέστη τόσο αναγκαίος ο έλεγχος απομείωσης των περιουσιακών στοιχείων (impairment test), ως αποτέλεσμα της αστάθειας και της αβεβαιότητας που παρατηρείται στην παγκόσμια οικονομία λόγω της πανδημίας.
Με το θέμα της απομείωσης των περιουσιακών στοιχείων ασχολείται εκτεταμένα το ΔΛΠ 36 «Απομείωση της αξίας περιουσιακών στοιχείων», οι προβλέψεις του οποίου εφαρμόζονται για όλα τα περιουσιακά στοιχεία πλην των παρακάτω:
➜ Επενδυτικά ακίνητα, όταν επιμετρώνται σε εύλογες αξίες (ΔΛΠ 40).
➜ Βιολογικά περιουσιακά στοιχεία (ΔΛΠ 41).
➜ Αποθέματα (ΔΛΠ 2).
➜ Περιουσιακά στοιχεία υπό το πρίσμα του ΔΠΧΑ 15 « Έσοδα από συμβάσεις με Πελάτες».
➜ Περιουσιακά στοιχεία υπό το πρίσμα του ΔΛΠ 19 «Παροχές στο προσωπικό».
➜ Μη κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία κατεχόμενα προς πώληση (ΔΠΧΑ 5).
➜ Περιουσιακά στοιχεία υπό το πρίσμα του ΔΠΧΑ 17 «Ασφαλιστήρια Συμβόλαια».
➜ Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία υπό το πρίσμα του ΔΠΧΑ 9 «Χρηματοοικονομικά Μέσα».
➜ Αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις.
Πόσο συχνά όμως πρέπει να διενεργείται ο έλεγχος απομείωσης;
Καταρχάς, το ΔΛΠ 36 ορίζει ότι τα μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία θα πρέπει να εξετάζονται για το αν υπάρχουν ενδείξεις απομείωσης σε κάθε ημερομηνία των οικονομικών καταστάσεων. Σε περίπτωση που υφίστανται τέτοιες ενδείξεις, τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να ελέγχονται για ενδεχόμενη απομείωση της αξίας τους. Αντίθετα, η υπεραξία, τα άυλα στοιχεία ενεργητικού με απεριόριστη ωφέλιμη ζωή ή τα άυλα στοιχεία που δεν είναι ακόμα διαθέσιμα προς εκμετάλλευση θα πρέπει να ελέγχονται ετησίως ή και συχνότερα, αν γεγονότα ή μεταβολές στις υπάρχουσες συνθήκες παρέχουν ενδείξεις ότι τα στοιχεία αυτά έχουν απομειωθεί.
Οι ενδείξεις απομείωσης μπορεί να οφείλονται σε παράγοντες είτε εντός της οντότητας (π.χ. λόγω βλάβης ενός μηχανολογικού εξοπλισμού κ.λπ.) είτε εκτός αυτής. Δεδομένων των τρεχουσών ιδιαίτερων συνθηκών, παράγοντες εκτός της οντότητας θα μπορούσαν να είναι:
Περιορισμοί στη παραγωγή και πώληση αγαθών και υπηρεσιών: Η πλήρης αναστολή της δραστηριότητας σε ορισμένους κλάδους επιχειρήσεων, όπως για παράδειγμα της εστίασης και του τουρισμού, αλλά και οι περιορισμοί στις μεταφορές των πρώτων υλών και στη μετακίνηση του εργατικού δυναμικού, συνετέλεσαν στην επιβάρυνση των αποτελεσμάτων των επιχειρήσεων, αφενός, λόγω της της περίληψης μεγαλύτερης αναλογίας του σταθερού κόστους παραγωγής στα έξοδα της χρήσης (δεδομένης της μείωσης του πραγματικού επιπέδου παραγωγής σε σχέση με το κανονικό) και, αφετέρου, στη συρρίκνωση του κύκλου εργασιών ως συνέπεια του περιορισμού της παραγωγής των πληγεισών επιχειρήσεων.
Μείωση των τιμών των αγαθών και υπηρεσιών: Παρά τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης για το εργατικό και αυτοαπασχολούμενο δυναμικό που έχει τεθεί σε αναστολή εργασίας, η μείωση των εισοδημάτων εξαιτίας της πανδημίας είναι αναπόφευκτη (όχι μόνο κατά τη διάρκειά της αλλά και μεταγενέστερα, μέχρι την ομαλοποίηση των οικονομικών συνθηκών), με επακόλουθο τη μείωση της κατανάλωσης και κατ’ επέκταση την πτώση των τιμών σε αγαθά και υπηρεσίες, γεγονός που αναμένεται να οδηγήσει σε ουσιώδη επιβάρυνση των μικτών και συνολικών αποτελεσμάτων της συντριπτικής πλειονότητας των επιχειρήσεων.
Παράγοντες που αφορούν τις οργανωμένες αγορές κεφαλαίων: Η αποτύπωση της οικονομικής κρίσης στις χρηματιστηριακές αγορές, που έχει ως αποτέλεσμα τη χαμηλή κεφαλαιοποίηση και την πτώση των τιμών των μετοχών, ενδέχεται να αποτελεί ένδειξη για απομείωση της υπεραξίας.
Ένα περιουσιακό στοιχείο πρέπει να ελέγχεται για απομείωση ξεχωριστά από άλλα περιουσιακά στοιχεία, εκτός κι αν αυτό παράγει ταμειακές ροές που δεν είναι ευρέως ανεξάρτητες από ταμειακές ροές που παράγουν άλλα στοιχεία ή ομάδες περιουσιακών στοιχείων. Πριν τη διενέργεια του ελέγχου απομείωσης των περιουσιακών στοιχείων της, μια οντότητα θα πρέπει να αξιολογήσει τη δυνατότητα να συνεχίσει τη δραστηριότητά της στο προβλεπτό μέλλον (εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία ισολογισμού της). Δεδομένων των τρεχουσών συνθηκών, η αξιολόγηση αυτή δείχνει περισσότερο από ποτέ επιτακτική για την πλειονότητα των επιχειρήσεων. Εφόσον λοιπόν για μια οντότητα υφίσταται ρεαλιστική δυνατότητα να συνεχίσει απρόσκοπτα τη δραστηριότητά της, θα μπορεί να προχωρήσει στον έλεγχο απομείωσης βάσει των προβλέψεων των λογιστικών προτύπων που ακολουθεί (ΔΠΧΑ/ΕΛΠ).
Με βάση το ΔΛΠ 36, αλλά και τον ορισμό της απομείωσης στο Παράρτημα Α’ του Ν. 4308/2014, ένα περιουσιακό στοιχείο ή μια Μονάδα Δημιουργίας Ταμειακών Ροών (ΜΔΤΡ) έχει υποστεί απομείωση όταν η λογιστική αξία του/της υπερβαίνει την ανακτήσιμη αξία του/της. Ως ανακτήσιμη αξία ορίζεται το μεγαλύτερο ποσό μεταξύ: α) της εύλογης αξίας ενός περιουσιακού στοιχείου ή μιας ΜΔΤΡ, μειωμένης κατά το κόστος διάθεσής του/της και β) της αξίας χρήσης του/της.
Εύλογη αξία μείον κόστη διάθεσης (ΕΑΜΚΔ)
Ως εύλογη αξία ενός περιουσιακού στοιχείου ορίζεται η τιμή στην οποία αυτό δύναται να πωληθεί, κατά την ημερομηνία επιμέτρησής του και στο πλαίσιο μιας συναλλαγής μεταξύ πρόθυμων και ενήμερων μερών που ενεργούν υπό κανονικές συνθήκες. Η έννοια αυτή είναι ταυτόσημη μεταξύ των ΔΠΧΑ και των ΕΛΠ.
Οι επιπτώσεις της πανδημίας στις τιμές πώλησης των περισσοτέρων περιουσιακών στοιχείων, ως αποτέλεσμα του περιορισμού της ζήτησής τους, σε σχέση με την εποχή προ πανδημίας, έχει πιθανότατα οδηγήσει τις λογιστικές αξίες τους να εμφανίζονται σημαντικά υψηλότερες σε σχέση με τις τιμές πώλησής τους κατά την ημερομηνία επιμέτρησης. Ωστόσο, λόγω του ότι οι τρέχουσες συνθήκες δεν μπορεί να θεωρηθούν «κανονικές», αλλά και της έλλειψης επαρκούς πληροφόρησης στην αγορά, υπό τέτοιες συνθήκες, πολλές οντότητες πιθανότατα θα αποφύγουν την επιλογή της ΕΑΜΚΔ ως ανακτήσιμο ποσό και θα επιλέξουν, στη θέση της, την αξία χρήσης.
Σε κάθε περίπτωση για την επιλογή της ΕΑΜΚΔ, θα πρέπει οι διοικήσεις και τα λογιστήρια των επιχειρήσεων να αναζητήσουν καθοδήγηση στο ΔΠΧΑ 13 «Επιμέτρηση Περιουσιακών Στοιχείων στην Εύλογη Αξία» και πάντοτε στη βάση ότι η επιμέτρηση αντανακλά τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς (όχι της ίδιας της επιχείρησης), εξετάζοντας τη διακύμανση του επιπέδου τιμών για παρόμοια περιουσιακά στοιχεία.
Αξία χρήσης
Ως αξία χρήσης ορίζεται η αξία των προεξοφλημένων εκτιμώμενων μελλοντικών ταμειακών ροών που αναμένεται να προκύψουν από τη συνεχή χρήση ενός περιουσιακού στοιχείου ή μιας ΜΔΤΡ και από τη διάθεσή του/της στη λήξη της ωφέλιμης ζωής του/της. Για την προεξόφληση στην παρούσα αξία των εκτιμώμενων μελλοντικών ροών χρησιμοποιείται ένα προ φόρων προεξοφλητικό επιτόκιο που θα αντανακλά τα τρέχοντα επιτόκια της αγοράς (αναφορικά με τη διαχρονική αξία του χρήματος), αλλά και τους κινδύνους που σχετίζονται με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο/ΜΔΤΡ. Συνεπώς, μια πρόκληση με την οποία αναμένεται να έρθουν αντιμέτωπες οι διοικήσεις των επιχειρήσεων είναι αυτή της ορθής εκτίμησης (πρόβλεψης) των μελλοντικών ταμειακών ροών, καθώς και της προεξόφλησής τους, με το κατάλληλο προεξοφλητικό επιτόκιο.
Η εκτίμηση των μελλοντικών ταμειακών ροών πρέπει να είναι ρεαλιστική και να αντανακλά τις επιπτώσεις της τρέχουσας οικονομικής συγκυρίας, ενώ το χρονικό εύρος της δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα πέντε έτη. Σύμφωνα με την παρ. 50 του ΔΛΠ 36, οι μελλοντικές ταμειακές ροές δεν πρέπει να περιλαμβάνουν:
α) ταμειακές εισροές ή εκροές από χρηματοδοτικές δραστηριότητες,
β) εισπράξεις ή πληρωμές φόρων εισοδήματος.
Η προέκταση των δεδομένων του παρελθόντος σε μελλοντικές περιόδους δεν αποτελεί αξιόπιστη βάση στην παρούσα φάση, δεδομένων των τρεχουσών οικονομικών συνθηκών. Παράγοντες όπως μειωμένη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες (πιθανότατα ακόμα και μετά το τέλος της πανδημίας), η αναμενόμενη πτώση στις τιμές διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων/ΜΔΤΡ στη λήξη της ωφέλιμης ζωής τους, αλλά και η δυνατότητα επιλογής της χρήσης στατιστικών δεδομένων από διάφορες πηγές θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση των μελλοντικών ταμειακών ροών.
Προκειμένου να ξεπεραστούν τα προβλήματα, κατά την πρόβλεψη των μελλοντικών ταμειακών ροών, που άπτονται της αβεβαιότητας που επικρατεί σήμερα, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να προχωρήσουν στην κατάρτιση εναλλακτικών σεναρίων μελλοντικών ταμειακών ροών, στα οποία οι εκτιμήσεις θα σταθμίζονται με ποσοστά που θα αντανακλούν τις πιθανότητες εμφάνισης του κάθε σεναρίου (π.χ. αναφορικά με τον χρόνο επανέναρξης της δραστηριότητας για κάθε κλάδο, το αναμενόμενο επίπεδο λειτουργίας της σε σχέση με το κανονικό επίπεδο δυναμικότητάς της για κάποια μεταβατική περίοδο από το τέλος της πανδημίας κ.λπ.)
Το επιτόκιο με το οποίο θα γίνει η προεξόφληση των μελλοντικών ταμειακών ροών δεν θα πρέπει να αντανακλά τους κινδύνους που σχετίζονται με το περιουσιακό στοιχείο/ΜΔΤΡ, όταν έχει ήδη γίνει η προσαρμογή τους για τον λόγο αυτό. Επιπλέον, το ίδιο προεξοφλητικό επιτόκιο θα πρέπει να εφαρμόζεται στην προεξόφληση των ταμειακών ροών σε όλα τα πιθανά σενάρια, αφού η χρήση διαφορετικών επιτοκίων ανά σενάριο θα αντανακλούσε τους ίδιους κινδύνους, παρότι αυτοί θα έχουν ήδη ληφθεί υπόψη στις εκτιμώμενες ταμειακές ροές.
Τέλος, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στις γνωστοποιήσεις που θα περιληφθούν στις οικονομικές καταστάσεις, κυρίως σε ό,τι αφορά τις παραδοχές, τους συντελεστές στάθμισης, το επιτόκιο προεξόφλησης κ.λπ.