Οι διοικήσεις ορισμένων εταιρειών που βρίσκονται σε οικονομική δυσπραγία και βαδίζουν προς τη πτώχευση, προκειμένου να παρατείνουν την οικονομική ζωή των επιχειρήσεών τους, ευελπιστώντας σε μια καλύτερη μελλοντική οικονομική συγκυρία, παραποιούν τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις, μέσω κατάλληλων λογιστικών μεθόδων και τεχνικών, με αποτέλεσμα το πληροφοριακό περιεχόμενο των χρηματοοικονομικών δεικτών να καθίσταται παραπλανητικό.
Σύμφωνα με την διεθνή βιβλιογραφία και τα αποτελέσματα των διαφόρων ερευνών, οι διαχειριστές και οι διοικούντες των εταιρειών αυτών ακολουθούν μεθόδους διαχείρισης κερδών, οι οποίες διαφοροποιούνται ανάλογα με τα κίνητρα που υπάρχουν κάθε φορά, με σκοπό να αποκρύψουν την πραγματική χρηματοοικονομική τους κατάσταση.
Ο Argenti (1976) αναφέρει ότι, όταν η επιχείρηση είναι χρονικά κοντά στη χρεοκοπία, παρατηρείται μια αυξημένη παρέμβαση από τους διοικούντες με σκοπό την αλλοίωση των στοιχείων των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.
Η Jones (1991), ανέπτυξε ένα υπόδειγμα γραμμικής παλινδρόμησης, προκειμένου να αναγνωρίσει τους παράγοντες οι οποίοι επιδρούν στα κονδύλια των δεδουλευμένων, με βάση τα οποία ασκείται δημιουργική λογιστική.
Η Sweeney(1994), ερευνώντας επιχειρήσεις στις ΗΠΑ, οι οποίες είχαν αθετήσει να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, διαπίστωσε ότι παρουσιάζουν αυξημένα κέρδη και ταμειακές ροές χωρίς αυτές να συνοδεύονται από αύξηση των ταμειακών διαθεσίμων, πριν συμβεί το γεγονός της αθέτησης των υποχρεώσεων. Επίσης στο 23% των εταιρειών που ερεύνησαν, η διαχείριση των κερδών είχε ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση της πτώχευσης κατά μία διαχειριστική περίοδο.
Οι Kalunki and Martikainen(1999), διερεύνησαν φιλανδικές πτωχευμένες εταιρείες και διαπίστωσαν μια ανοδική τάση στη διαχείριση των κερδών, κατά τα τρία έτη πριν την αποτυχία. Συμπέραναν ότι η διαχείριση των κερδών είναι μια σημαντική μεταβλητή στη διαδικασία της πρόβλεψης της χρηματοοικονομικής αποτυχίας.
Οι Smith et al(2001), ερεύνησαν τις αλλαγές στη λογιστική πολιτική σε δείγμα εταιρειών της Αυστραλίας, ένα έτος πριν οι εταιρείες καταστούν αφερέγγυες. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι επιχειρήσεις οι οποίες ταξινομούνται ως αποτυχημένες δείχνουν μια σημαντική τάση αύξησης των κερδών.
Ο Rosner(2003), αναφέρει ότι, η δημιουργική λογιστική λειτουργεί ως μία αμυντική στρατηγική για τις επιχειρήσεις που την εφαρμόζουν. Διερεύνησε αν οι εταιρείες οι οποίες είναι σε κατάσταση οικονομικής δυσπραγίας, εφαρμόζουν δημιουργική λογιστική και έδειξε ότι οι εταιρείες εφαρμόζουν μεθόδους διαχείρισης κερδών προκειμένου να μην εμφανίσουν τα πραγματικά τους οικονομικά στοιχεία και ωραιοποιώντας τις δημοσιευμένες χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις.
Η Roychowdhury(2006), αναφέρει πως οι διευθυντές διαχειρίζονται τις πραγματικές δραστηριότητες, προκειμένου να αυξήσουν τη κερδοφορία η οποία επιτυγχάνεται χρησιμοποιώντας εκπτώσεις στις τιμές πώλησης με σκοπό την αύξηση των πωλήσεων και παράγοντας περισσότερα προϊόντα (υπερπαραγωγή), αυξάνοντας τα τελικά αποθέματα και μειώνοντας το κόστος πωληθέντων.
Οι Charitou et al(2007a και 2007b), αναφέρουν ότι, οι επιχειρήσεις εφαρμόζουν πρακτικές διαχείρισης κερδών, ένα έτος πριν γίνουν αφερέγγυες.
O Lara et al(2009), εξέτασαν τη συμπεριφορά της διαχείρισης των κερδών σε εισηγμένες εταιρείες του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας κατά τη διάρκεια τεσσάρων ετών πριν καταστούν αφερέγγυες. Διαπίστωσαν ανοδική τάση στη διαχείριση των κερδών κατά το τέταρτο και δεύτερο έτος πριν οι εταιρείες καταστούν αφερέγγυες. Επικέντρωσαν την έρευνά τους στη διαχείριση των κερδών με τη χρήση των δεδουλευμένων εσόδων.
Οι Barua et al (2010), στην έρευνά τους διαπίστωσαν ότι οι διαχειριστές των εταιρειών μετατοπίζουν διάφορες λειτουργικές δαπάνες, προκειμένου να αυξήσουν την κερδοφορία τους.
Οι Habid et al (2013), εξέτασαν την επίδραση της χρηματοοικονομικής αποτυχίας στις επιλογές της διαχείρισης των κερδών στο περιβάλλον της Νέας Ζηλανδίας, το οποίο χαρακτηρίζεται από χαλαρή παρακολούθηση των ρυθμιστικών αρχών και κατά πόσο οι πρακτικές της διαχείρισης των κερδών μεταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Διαπίστωσαν ότι οι οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες, αποτελούν κίνητρα για χειραγώγηση των κερδών και ότι οι διαχειριστές των προβληματικών εταιρειών ασχολούνται περισσότερο με τις πρακτικές διαχείρισης των κερδών σε σχέση με τους ομολόγους των, των υγιών εταιρειών.
Οι Bryan et al (2014), εξέτασαν τη σχέση μεταξύ απάτης και πτώχευσης και την ικανότητα των επιχειρήσεων να αναδιοργανωθούν και να αναδυθούν από τη πτώχευση. Αναφέρουν ότι, η με δόλιο τρόπο χρηματοοικονομική πληροφόρηση που έχει σκοπό να καλύψει τις συνθήκες επιδείνωσης των οικονομικών των επιχειρήσεων, δεν επαρκεί ώστε να αντιστρέψουν την εκκρεμούσα χρηματοοικονομική κατάρρευσή τους. Η καθυστέρηση της πτώχευσης μέσω ενεργειών διαχείρισης των κερδών, οδηγούν την επιχείρηση σε τέτοιο σημείο, πέρα από το οποίο η ανάκαμψη της επιχείρησης δεν είναι εφικτή.
Οι Campa and Camacho-Minano (2014), διερευνούν την εφαρμογή της διαχείρισης των κερδών σε μη εισηγμένες εταιρείες στην Ισπανία τρία έτη πριν τη πτώχευση. Τα αποτελέσματά τους έδειξαν, ότι οι εταιρείες διαχειρίζονται τα κέρδη με τέτοιο τρόπο ώστε να παρουσιάζουν άνοδο της κερδοφορίας στο σύνολο των τριών ετών πριν τη πτώχευση χρησιμοποιώντας τα δεδουλευμένα έσοδα.
Οι Nagar and Sen (2016), εξετάζουν τη στρατηγική διαχείρισης των κερδών στην Ινδία, η οποία έχει σχέση με τη σοβαρότητα και το βαθμό της οικονομικής δυσχέρειας και αναφέρουν ότι οι διευθυντές των επιχειρήσεων που διατρέχουν κίνδυνο ενδεχομένης απόλυσης, ασκούν διαχείριση κερδών, προκειμένου να καλύψουν τις δυσμενείς επιδόσεις και να αποκτήσουν περισσότερη ρευστότητα από τις τράπεζες ή για προσωπική τους ωφέλεια. Επίσης αναφέρουν ότι είναι πιθανόν να επιδοθούν σε ακατάλληλη αναγνώριση εσόδων και χειραγώγηση δαπανών, υποχρεώσεων και λογαριασμών εισπρακτέων.
Οι Ranjbara και Amanollahib(2018), ερευνώντας εταιρείες εισηγμένες στο χρηματιστήριο της Τεχεράνης για το διάστημα 2010 – 2015 και χρησιμοποιώντας υποδείγματα γραμμικής παλινδρόμησης, συμπέραναν ότι επιχειρήσεις οι οποίες βρίσκονται σε οικονομική δυσχέρεια, εμπλέκονται περισσότερο στη διαχείριση των κερδών από ότι επιχειρήσεις οι οποίες δεν έχουν οικονομικά προβλήματα.
Σύμφωνα με τα ευρήματα των ερευνών, των Leuz et al (2003) και Bhattacharya et al (2003), σε χώρες στις οποίες η εφαρμογή της νομοθεσίας χαρακτηρίζεται από μεγάλη χαλαρότητα και η προστασία των επενδυτών δεν είναι η ενδεδειγμένη, η διαχείριση των κερδών εφαρμόζεται πιο έντονα. Στις αμέσως προαναφερθείσες 2 έρευνες, οι Ελληνικές εταιρείες κατέχουν την πρωτοκαθεδρία στην εφαρμογή της δημιουργικής λογιστικής και στις τεχνικές διαχείρισης των κερδών.
Από την παραπάνω επισκόπηση της βιβλιογραφίας προκύπτει, ότι πράγματι σε διάφορες περιόδους πριν την πτώχευση εφαρμόζονται εκ μέρους των εταιρειών τεχνικές διαχείρισης κερδών. Στις παραπάνω μελέτες και προκειμένου να διαπιστωθεί το εύρος και ο χρόνος εφαρμογής της διαχείρισης κερδών, εφαρμόστηκαν διάφορες μέθοδοι ανάλυσης των οικονομικών στοιχείων των επιχειρήσεων.
Ποίοι είναι οι λόγοι που οδηγούν στη Διαχείριση των Κερδών
Οι κυριότεροι λόγοι που οι διοικούντες και τα ανώτερα στελέχη, των υπό χρεοκοπία και κατάρρευση εταιρειών οδηγούνται στην αλλοίωση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων είναι:
– Η προσπάθεια για ανάκτηση της εμπιστοσύνης εκ μέρους των τραπεζών, η οποία είχε διαταραχθεί λόγω καθυστερήσεων αποπληρωμής των δανειακών υποχρεώσεων και η ελπίδα μιας νέας χρηματοδότησης, ώστε να ξεπερασθεί προσωρινά τουλάχιστον το πρόβλημα της ρευστότητας.
– Να μη διαταραχθεί η εμπιστοσύνη ή να γίνει προσπάθεια αποκατάστασης των διαταραγμένων σχέσεων, προς του πελάτες και τους προμηθευτές, που οφείλονται στην κακή οικονομική κατάσταση της επιχείρησης.
– Η παράταση του χρόνου ζωής της επιχείρησης, ώστε οι διοικούντες ή τα ανώτερα στελέχη, χρησιμοποιώντας παράνομες πρακτικές και λογιστικές απάτες, να αποκομίσουν οφέλη, πριν την οριστική κατάρρευση και την πτώχευση.
– Η παραμονή των στελεχών στην εργασία τους και η προστασία των θέσεων εργασίας των εργαζομένων, η οποία στην περίπτωση της χρεοκοπίας παύει να υπάρχει.
– Ο φόβος αντικατάστασης των στελεχών από τους ιδιοκτήτες, λόγω συνεχούς χειροτέρευσης, της θέσης της επιχείρησης.
– Η αντίσταση στην κατάρρευση των μετοχών και η διατήρηση της χρηματιστηριακής αξίας της επιχείρησης.
– Η δημιουργία συνθηκών εξαγοράς της επιχείρησης από άλλες επιχειρήσεις.
Ακολουθούμενες πρακτικές Διαχείρισης (Χειραγώγησης) των Κερδών
Προκειμένου να υλοποιηθεί η αλλοίωση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων και η ωραιοποίηση των οικονομικών τους στοιχείων, οι διοικούντες τις εταιρείες ακολουθούν διάφορες πρακτικές χειραγώγησης, οι οποίες πολλές φορές ξεπερνούν τα όρια της νομιμότητας, η έκταση εφαρμογής και το μέγεθος των οποίων εξαρτώνται και από τους μηχανισμούς και τις διαδικασίες ελέγχου που ισχύουν σε κάθε χώρα.
Σαν τέτοιες πρακτικές μπορεί να αναφερθούν:
– Η δημιουργία φανταστικών και εικονικών εσόδων.
– Η χειραγώγηση πραγματικών δραστηριοτήτων, δίνοντας υπερβολικές εκπτώσεις π– ωλήσεων στο τέλος του έτους.
Μετάθεση – μετατόπιση εξόδων σε επόμενη διαχειριστική περίοδο.
– Η αλλοίωση της απογραφής τέλους χρήσης (αύξηση των αποθεμάτων), που έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους πωληθέντων και αύξηση του μικτού κέρδους.
– Η αποφυγή διαγραφής αλλοιωμένων αποθεμάτων ή κατεστραμμένων και μη λειτουργούντων παγίων περιουσιακών στοιχείων.
– Οι λογιστικές εκτιμήσεις και πολιτικές που καθορίζουν τους λογιστικούς αριθμούς και συνιστούν μια κρυπτόμενη μορφή διαχείρισης κερδών π.χ μειωμένες προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις.
– Η κεφαλαιοποίηση εξόδων, δηλαδή καταχώρησης διαφόρων λειτουργικών δαπανών, σαν δαπάνες προσθήκης και βελτίωσης των παγίων, οι οποίες υπόκεινται σε απόσβεση.
– Η αλλαγή λογιστικών μεθόδων (μέθοδος απόσβεσης, μέθοδος αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων).
– Η κατάλληλη διαχείριση των λογαριασμών των δεδουλευμένων και η παράβαση της αρχής της αυτοτέλειας των χρήσεων.
Στην παρούσα έρευνα, διερευνάται κατά πόσο οι διοικήσεις των Ελληνικών εταιρειών που βρίσκονται υπό πτώχευση, εφαρμόζουν τεχνικές Διαχείρισης Κερδών (Earnings Management), προκειμένου να ωραιοποιήσουν τα στοιχεία των χρηματοοικονομικών καταστάσεων πριν τη κατάρρευσή τους.
Στοιχεία της έρευνας – Περιγραφή δεδομένων
Για το σκοπό της έρευνας, αναλύθηκαν οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις εταιρειών των κλάδων βιομηχανίας και εμπορίου, της περιόδου 2003 – 2014. Το δείγμα ανήλθε σε 385 πτωχευμένες εταιρείες και αντιστοιχήθηκε με ισάριθμο δείγμα υγιών εταιρειών με βάση το έτος, τον κλάδο και τον υποκλάδο.
Το δείγμα σχηματίσθηκε με τυχαία επιλογή και χωρίσθηκε σε δυο υποπεριόδους. Την περίοδο 2003 – 2008 πριν την οικονομική κρίση και την περίοδο 2009 – 2014, κατά την οποία η Ελληνική οικονομία ήταν σε κρίση και ύφεση.
Τα δεδομένα των πτωχευμένων Ελληνικών επιχειρήσεων, των κλάδων βιομηχανίας και εμπορίου, συγκεντρώθηκαν από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, ενώ η αναζήτηση των οικονομικών στοιχείων των χρηματοοικονομικών καταστάσεων πραγματοποιήθηκε από την ICAP GROUP S.A.
Όλες οι εταιρείες του δείγματος έχουν τη νομική μορφή της ανωνύμου εταιρείας, η πτώχευση των οποίων είναι αποτέλεσμα της επίσημης πτωχευτικής διαδικασίας, ενώ το ύψος των καθαρών πωλήσεων δεν υπερέβαινε το ποσό των 40.000.000 €.
Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις των εταιρειών του δείγματος, συντάχθηκαν με βάση τις αρχές του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου, που ήταν υποχρεωτικής εφαρμογής μέχρι το 2014.
Στα δείγματα τόσο των πτωχευμένων, όσο και των υγιών περιλαμβάνονται κερδοφόρες και ζημιογόνες εταιρείες.
Μεθοδολογία έρευνας
Χρησιμοποιήθηκαν τα υποδείγματα ταξινόμησης, της Διακριτικής Ανάλυσης(Discriminant analysis – MDA) και της Λογαριθμικής Πιθανότητας(Logit), προκειμένου να καταταχθούν οι επιχειρήσεις του δείγματός σε πτωχευμένες και μη, κατά το 1ο και 2ο έτος πριν την πτώχευση και να διαπιστωθεί το ποσοστό της προβλεπτικής ικανότητας των υποδειγμάτων, υποθέτοντας(σύμφωνα και με τη διεθνή βιβλιογραφία) ότι το ποσοστό της προβλεπτικής ικανότητας αυξάνεται όσο μια επιχείρηση πλησιάζει προς την πτώχευση, αφού υπάρχει μια συνεχής επιδείνωση σε σχέση με το χρόνο.
Στη συνέχεια εφαρμόζοντας τα υποδείγματα της διακριτικής ανάλυσης και λογαριθμικής πιθανότητας, εξετάσθηκαν εκείνες οι εταιρείες οι οποίες δεν ταξινομήθηκαν ως πτωχευμένες, ενώ στη πραγματικότητα έχουν πτωχεύσει. Επιλέχθηκαν δε εκείνες οι οποίες ήταν κοινές στη κατάταξη και των δυο υποδειγμάτων και για τα δυο υπό εξέταση έτη.
Ως ανεξάρτητες μεταβλητές και στα δυο υποδείγματα, επιλέχθηκαν χρηματοοικονομικοί δείκτες, οι οποίοι καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών και αναδεικνύουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των επιμέρους δειγμάτων.
Επιλογή Χρηματοοικονομικών Δεικτών
Αρχικά επιλέχθηκαν 14 χρηματοοικονομικοί δείκτες, με κριτήρια επιλογής, τα λειτουργικά χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων, τη συχνότητα που εμφανίζονται στη διεθνή βιβλιογραφία και την ερμηνευτική τους ισχύ, η οποία έχει αποδεχθεί σε προγενέστερες έρευνες και σε έρευνες άλλων χωρών.
Για τον προσδιορισμό και την επιλογή των πλέον κατάλληλων χρηματοοικονομικών δεικτών, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν στην ανάπτυξη των υποδειγμάτων πρόβλεψης της χρεοκοπίας των επιχειρήσεων, χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της παραγοντικής ανάλυσης(factor analysis).
Τελικά λαμβάνοντας υπόψη, τις συσχετίσεις μεταξύ των αρχικών μεταβλητών και τα αποτελέσματα της παραγοντικής ανάλυσης (factor analysis), επιλέχθηκαν πέντε χρηματοοικονομικοί δείκτες, οι οποίοι αποτέλεσαν τις ανεξάρτητες μεταβλητές των υποδειγμάτων της διακριτικής ανάλυσης(MDA) και του λογαριθμικού υποδείγματος (Logit).
Επιλέχθηκαν δηλαδή οι μεταβλητές εκείνες, με το μεγαλύτερο βάρος σε κάθε παράγοντα, αλλά λαμβάνοντας υπόψη και τις συσχετίσεις μεταξύ τους, αποφεύγοντας τη ταυτόχρονη χρήση μεταβλητών με μεγάλη συσχέτιση, προκειμένου να περιορισθούν στο ελάχιστο τα τυχόν προβλήματα πολυσυγγραμμικότητας.
πίνακας 1. μεταβλητές που χρησιμοποιήθηκαν στα υποδείγματα
Αποτελέσματα
Κατά τη περίοδο πριν την οικονομική κρίση 2003 – 2008, η προβλεπτική ικανότητα των υποδειγμάτων MDA και Logit, μειώνεται κατά το τελευταίο έτος πριν τη πτώχευση, ενώ το αντίθετο συμβαίνει για τη περίοδο της οικονομικής κρίσης – πίνακας 2.
πίνακας 2. συγκριτικός πίνακας προβλεπτικής ικανότητας των υποδειγμάτων, του δείγματος των πτωχευμένων εταιρειών.
Η αδυναμία πρόβλεψης των υποδειγμάτων στο τελευταίο έτος πριν την πτώχευση σε σχέση με τα αμέσως προηγούμενα έτη, μας οδηγεί στο συμπέρασμα, της εκτεταμένης διαχείρισης των κερδών στο τελευταίο έτος. Το γεγονός αυτό, επαληθεύεται εξετάζοντας την διαχρονική εξέλιξη ορισμένων οικονομικών μεγεθών των εταιρειών (όπως αποθέματα, πωλήσεις, κέρδη και ζημιές) στο διάστημα των τελευταίων ετών πριν την πτώχευση, οι οποίες ενώ πτώχευσαν δεν ταξινομήθηκαν ορθά από τα υποδείγματα MDA και Logit. Η αυξητική τάση, που εμφανίζεται στα αποθέματα και στις πωλήσεις (Πίνακες 3 και 4), όσο οι υποψήφιες προς πτώχευση επιχειρήσεις πλησιάζουν στη κατάρρευση, κατά το τελευταίο έτος πριν αυτή συμβεί, ενισχύει το συμπέρασμα της άσκησης διαχείρισης κερδών εκ μέρους των διοικούντων, με σκοπό την αύξηση της κερδοφορίας ή της μείωσης των ζημιών, παραποιώντας τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις, η οποία επιτυγχάνεται επεμβαίνοντας τόσο στην απογραφή τέλους χρήσης όσο και στη διαμόρφωση των πωλήσεων.
πίνακας 3. εξέλιξη αποθεμάτων, πωλήσεων και κερδών, περίοδος 2003 – 2008 (μέσος όρος)
πίνακας 4. εξέλιξη αποθεμάτων, πωλήσεων και ζημιών, περίοδος 2003 – 2008 (μέσος όρος)
Αντίθετα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και της ύφεσης της Ελληνικής οικονομίας, 2009 – 2014, παρουσιάζεται μια φυσιολογική εξέλιξη των αποθεμάτων, των πωλήσεων, των κερδών και των ζημιών σε σχέση με το χρόνο που επέρχεται η πτώχευση, εμφανίζοντας καθοδικές τάσεις στην εξέλιξη των αποθεμάτων, των πωλήσεων, των κερδών και αυξητικές τάσεις όσον αφορά τις ζημιές (πίνακες 5 και 6).
πίνακας 5. εξέλιξη αποθεμάτων, πωλήσεων και κερδών, περίοδος 2009 – 2014 (μέσος όρος)
πίνακας 6. εξέλιξη αποθεμάτων, πωλήσεων και ζημιών, περίοδος 2009 – 2014 (μέσος όρος)
Συμπεράσματα
Από την εμπειρική έρευνα προέκυψε, ότι οι διοικήσεις ορισμένων εταιρειών εφάρμοσαν, πριν την πτώχευσή τους, μεθόδους διαχείρισης κερδών, οι οποίες οδήγησαν στην αλλοίωση και την παραποίηση των δημοσιευμένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων.
Τη περίοδο 2003 – 2008, το ποσοστό της προβλεπτικής ικανότητας των υποδειγμάτων, κατά το δεύτερο έτος πριν την πτώχευση σε σχέση με το πρώτο έτος παρουσιάζεται αυξημένο. Το φυσιολογικό(σύμφωνα με την διεθνή βιβλιογραφία) είναι, το ποσοστό της προβλεπτικής ικανότητας να αυξάνεται όσο μια επιχείρηση πλησιάζει προς την πτώχευση. Το γεγονός αυτό της καλύτερης συνολικής συμπεριφοράς των υποδειγμάτων, του δεύτερου έτους σε σχέση με το πρώτο πριν τη πτώχευση, μας οδηγεί στο συμπέρασμα, της αλλοίωσης των οικονομικών στοιχείων χρησιμοποιώντας μεθόδους διαχείρισης κερδών, εκ μέρους ενός αριθμού επιχειρήσεων, προκειμένου να ωραιοποιήσουν τα στοιχεία των οικονομικών καταστάσεων πριν τη κατάρρευση τους.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω στοιχεία οι μέθοδοι αλλοίωσης των αποτελεσμάτων των εταιρειών των κλάδου εμπορίου και βιομηχανίας στηρίχθηκε:
Στην αλλοίωση της απογραφής τέλους χρήσης η οποία επιδρά, αφ’ ενός μεν στο αποτέλεσμα της χρήσης (εμφανίζοντας κέρδη ή μειώνοντας τις ζημιές), αφ’ ετέρου δε στον ισολογισμό και ειδικότερα στο κυκλοφορούν ενεργητικό.
Επιπλέον η προσπάθεια αλλοίωσης των αποτελεσμάτων κατά το τελευταίο έτος πριν συμβεί το γεγονός της πτώχευσης, διαπιστώνεται ακόμη καλύτερα από την εμφανιζόμενη αύξηση των πωλήσεων.
Κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και της ύφεσης της Ελληνικής οικονομίας, 2009 – 2014, δεν διαπιστώνονται τάσεις άσκησης διαχείρισης κερδών, αφού το ποσοστό της προβλεπτικής ικανότητας των υποδειγμάτων κατά το 1ο έτος πριν τη πτώχευση είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό του 2ου έτους, γεγονός το οποίο θεωρείται φυσιολογικό. Αυτό εξηγείται από το γεγονός, ότι σε περιόδους ύφεσης μιας οικονομίας, οι οικονομικές δυσχέρειες των ήδη επιβαρημένων εταιρειών αυξάνονται ακόμη περισσότερο και η προσπάθεια εκ μέρους των διοικούντων, μέσω της καταλλήλων μεθόδων διαχείρισης, να αλλοιώσουν τα οικονομικά αποτελέσματα, περιορίζονται, λόγω και της αλλαγής της πολιτικής των τραπεζών, των προμηθευτών, αλλά και της καταναλωτικής συμπεριφοράς των νοικοκυριών.
Περιγραφή Μεταβλητών |
Πωλήσεις προς Σύνολο Ενεργητικού |
EBITDA προς Σύνολο Ενεργητικού |
Δανειακά προς Συνολικά Απασχολούμενα Κεφάλαια |
Κυκλοφορούν Ενεργητικό προς Βραχυπρόθεσμες Υποχρεώσεις |
Κάλυψη Τόκων από EBITDA |
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ |
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΡΟ ΚΡΙΣΗΣ 2003 – 2008 |
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΚΡΙΣΗΣ 2009 – 2014 |
||
|
1ο Έτος 172 εταιρείες |
2ο Έτος 172 εταιρείες |
1ο Έτος 213 εταιρείες |
2ο Έτος 213 εταιρείες |
MDA |
61,90% |
66,67% |
77,38% |
72,61% |
LOGIT |
61,90% |
75,00% |
81,30% |
76,47% |
Έτος πριν τη πτώχευση |
Αποθέματα |
Πωλήσεις |
Κέρδη |
Αριθμός Εταιρειών |
-1 |
2.251.628 |
10.230.365 |
227.594 |
20 |
-2 |
1.985.159 |
8.992.093 |
164.565 |
20 |
Έτος πριν τη πτώχευση |
Αποθέματα |
Πωλήσεις |
Κέρδη |
Αριθμός Εταιρειών |
-1 |
1.592.759 |
11.360.550 |
155.253 |
17 |
-2 |
1.617.729 |
12.053.088 |
184.010 |
17 |
Έτος πριν τη πτώχευση |
Αποθέματα |
Πωλήσεις |
Ζημιές |
Αριθμός Εταιρειών |
-1 |
2.341.512 |
8.955.637 |
-478.299 |
23 |
-2 |
1.907.173 |
7.767.205 |
-628.865 |
23 |
Έτος πριν τη πτώχευση |
Αποθέματα |
Πωλήσεις |
Ζημιές |
Αριθμός Εταιρειών |
-1 |
1.062.576 |
3.164.163 |
-864.729 |
24 |
-2 |
2.099.816 |
6.613.186 |
-577.188 |
24 |