Tο κείμενο αυτό αποτελεί μία περίληψη της μελέτης και περιλαμβάνει τη σύνοψη των κυριότερων συμπερασμάτων της. Η περίληψη αυτή αποτελεί μετάφραση της πρωτότυπης αγγλικής έκδοσης, η οποία και υπερισχύει της ελληνικής. Και οι δύο εκδόσεις είναι διαθέσιμες για κάθε ενδιαφερόμενο στην ιστοσελίδα της Mc Kinsey & Company Αθήνας (www.mckinsey.gr).
Έρευνα
Μc Κinsey & Company, Athens office
Η Ελλάδα 10 χρόνια μπροστά.
1. Προσδιορίζοντας το νέο μοντέλο ανάπτυξης.
Η μελέτη «Η Ελλάδα 10 χρόνια μπροστά» επιχειρεί να προσδιορίσει το μοντέλο και τη στρατηγική ανάπτυξης που θα πρέπει να ακολουθηθεί σε ορίζοντα δεκαετίας, χρησιμοποιώντας ως βάση την ανταγωνιστικότητα, την παραγωγικότητα, την εξωστρέφεια και την τόνωση των επενδύσεων και της απασχόλησης.
Για να εκπληρώσει το σκοπό αυτό, η μελέτη αναλύει τη δομή και τις προοπτικές ανάπτυξης βασικών τομέων της οικονομίας, καθώς και δομικούς παράγοντες, προβλήματα και ευκαιρίες στην ελληνική οικονομία συνολικά. Στη συνέχεια, η μελέτη επικεντρώνεται στους πέντε μεγαλύτερους κλάδους παραγωγής (σε όρους Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας) και σε οκτώ δυναμικούς υποκλάδους («αναδυόμενοι αστέρες»), που συλλογικά έχουν τη δυνατότητα να συνεισφέρουν καθοριστικά στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας τα επόμενα χρόνια, αναγνωρίζοντας ότι μπορεί να υπάρχουν πρόσθετες ευκαιρίες ανάπτυξης σε επιπλέον κλάδους ή υποκλάδους που δεν έχουν αναλυθεί στη μελέτη αυτή.
Η μελέτη προτείνει ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης της Ελλάδας για την επόμενη δεκαετία, καθώς και τις προδιαγραφές για την επανεκκίνηση της ανάπτυξης αυτής και πάνω από 100 εξειδικευμένες κλαδικές και οριζόντιες δράσεις, που αφορούν τόσο το κράτος όσο και την ιδιωτική πρωτοβουλία. Η μελέτη «Η Ελλάδα 10 χρόνια μπροστά» ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 2010, ολοκληρώθηκε το Σεπτέμβριο του 2011 και εκπονήθηκε από το γραφείο της McKinsey & Company στην Αθήνα. Χορηγοί της μελέτης ήταν ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, η Ελληνική Ένωση Τραπεζών και η ίδια η McKinsey & Company. Το αποτέλεσμα είναι μία ανεξάρτητη μελέτη, που απηχεί αποκλειστικά και μόνο τα αποτελέσματα των αναλύσεων και τα συμπεράσματα που εξήγαγε η McKinsey & Company.
Πριν από τρία χρόνια η Ελλάδα εισήλθε σε φάση βαθιάς ύφεσης, από την οποία προσπαθεί να ανακάμψει. Οι ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις περιορίστηκαν σημαντικά. Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ διογκώθηκε σημαντικά και το κράτος επαφίεται πλέον σε έκτακτες δανειακές εισφορές από επίσημους φορείς για να χρηματοδοτήσει τις κοινωνικές δαπάνες, τους μισθούς και το δημοσιονομικό έλλειμμα. Πέρα από την κρίση ελλείμματος και χρέους, η χώρα αντιμετωπίζει προκλήσεις ως προς την ανταγωνιστικότητά της και την προοπτική απασχόλησης του ανθρώπινου δυναμικού της. Υπολείπεται των ευρωπαϊκών της εταίρων σε κρίσιμα μεγέθη, όπως οι άμεσες ξένες επενδύσεις, η παραγωγικότητα της εργασίας και ο βαθμός συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό. Η ελληνική οικονομία αδυνατεί να προσφέρει ευκαιρίες απασχόλησης, ιδιαίτερα στους νέους και στις γυναίκες, και πάσχει από χαμηλό ποσοστό κινητικότητας του εργατικού δυναμικού, γεγονός που δυσχεραίνει την εύρεση εργασίας για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά. Με την πάροδο του χρόνου, η ύφεση μετατρέπεται ραγδαία σε κρίση απασχόλησης, με το επίσημο πο- σοστό ανεργίας να πλησιάζει το 17%.
Μια σειρά αλληλεξαρτώμενων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων έχει συντελέσει στη χαμηλή ανταγωνιστικότητα, στην υστέρηση των ξένων επενδύσεων και στο πρόβλημα της απασχόλησης στην Ελλάδα. Η ελληνική οικονομία έχει αναπτυχθεί βάσει μίας δομής ζήτησης που δεν είναι βιώσιμη και χρόνιες συνθήκες που δεν ευνοούν την επιχειρηματικότητα. Ο προγραμματισμός και η υλοποίηση των επενδύσεων αντιμετωπίζουν σοβαρά εμπόδια, που αυξάνουν το κόστος. Η ελληνική αγορά είναι μία από τις πλέον υπερρυθμιζόμενες στην Ευρώπη, με γραφειοκρατία που επηρεάζει ευρέως τις επενδύσεις, από την επιχειρηματική εκμετάλλευση της γης μέχρι το βαθμό ανταγωνισμού μέσα στα πολλά ελεγχόμενα («κλειστά») επαγγέλματα. Στα δικαστήρια καθυστερεί ένας μεγάλος αριθμός επενδυτικών σχεδίων, με αποτέλεσμα να χάνονται διεθνή επενδυτικά κεφάλαια τα οποία η οικονομία έχει απόλυτη ανάγκη. Ένα περίπλοκο διοικητικό και φορολογικό σύστημα δημιουργεί νομικά, γραφειοκρατικά και διαδικαστικά αντικίνητρα στην προσπάθεια ίδρυσης ή και επέκτασης των επιχειρήσεων, ενώ παράλληλα αδυνατεί να εισπράξει ετήσια φοροδιαφυγή της τάξης των €15-20 δισ., ποσό που θα επαρκούσε για να καλύψει το δημοσιονομικό έλλειμμα.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ελλάδα αδυνατεί να προσελκύσει τα επενδυτικά κεφάλαια που χρειάζεται για να ιδρυθούν νέες επιχειρήσεις και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. Στην Ελλάδα, οι άμεσες ξένες επενδύσεις ως ποσοστό επί του ΑΕΠ αποτελούν μόνο ένα μικρό ποσοστό αυτών που εισρέουν στην Ιταλία και στην Ισπανία, δύο από τις ανταγωνιστικές αγορές στην περιοχή της Μεσογείου. Σε συνδυασμό με το αρνητικό επιχειρηματικό περιβάλλον, η υστέρηση αυτή εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το γιατί η Ελλάδα δεν μπορεί να δημιουργήσει μόνιμες θέσεις εργασίας στους παραγωγικούς τομείς της πραγματικής οικονομίας και υποχρεώνεται να καλύπτει με εισαγωγές πολλές από τις ανάγκες της, οδηγούμενη έτσι το 2010 σε έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου της τάξης των €19 δισ.
Η ελληνική παραγωγικότητα υπολείπεται της ευρωπαϊκής σε όλους τους τομείς. Ένας από τους λόγους είναι η συγκριτική έλλειψη επιχειρήσεων μεγάλου μεγέθους, οι οποίες μεγιστοποιούν την παραγωγικότητα μέσω οικονομιών κλίμακας και φάσματος (π.χ. μέσω εξειδίκευσης, επενδύσεων, καινοτομίας κ.λπ). Στη βιομηχανία, για παράδειγμα, μόνο το 27% των μονάδων απασχολεί πάνω από 250 άτομα σε σύγκριση με 34% στην Ολλανδία και 54% στη Γερμανία. Η απότομη αύξηση της ιδιωτικής και της δημόσιας κατανάλωσης –κατά περίπου 4 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ετησίως η κάθε μία– την περίοδο 2000-2008, έχει στερήσει πόρους από τις επενδύσεις. Αυτή η άνοδος ευθύνεται για το 97% της συνολικής αύξησης του ΑΕΠ κατά την ίδια περίοδο, όταν σε χώρες όπως η Αυστρία, η Γερμανία, η Γαλλία και η Ολλανδία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 71%. Αντίστοιχα υψηλότερο στις χώρες αυτές από την Ελλάδα ήταν και το ποσοστό του ΑΕΠ που οφείλεται στις ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις. Η πρόσφατη κρίση χρέους οδήγησε στην υιοθέτηση πολλών μέτρων λιτότητας, αξίας πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ, για την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη νομοθετήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση της εργασιακής ευελιξίας, του εξορθολογισμού των δαπανών του δημοσίου τομέα και της απελευθέρωσης των αγορών. Παράλληλα, όμως, με τη δημοσιονομική προσαρμογή, απαιτείται η Ελλάδα να επιτύχει οικονομική ανάπτυξη. Η εφαρμογή του δημοσιονομικού προγράμματος πρέπει να συνοδευτεί από σχεδιασμό και εφαρμογή ενός μακροπρόθεσμου/βιώσιμου νέου μοντέλου ανάπτυξης της Ελλάδας.
Η μελέτη «Η Ελλάδα 10 χρόνια μπροστά» επιδιώκει να καλύψει αυτό το κενό. Προτείνει την υιοθέτηση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης της Ελλάδας, που μπορεί να δημιουργήσει €49 δισ. σε ετήσια Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία1 (€55 δισ. σε όρους ΑΕΠ) και 520 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας εντός 10 ετών σε μόλις πέντε μεγάλους κλάδους και οκτώ αναδυόμενους υποκλάδους της οικονομίας. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη κι αν η υπόλοιπη οικονομία αναπτύσσεται με ένα μέτριο μέσο ετήσιο ρυθμό 1,5% που σήμερα προβλέπουν οι διεθνείς οργανισμοί, ο συνολικός ρυθμός ανάπτυξης θα μπορούσε σχεδόν να διπλασιαστεί στο 3% στην επόμενη δεκαετία.
Το νέο μοντέλο ανάπτυξης της Ελλάδας προτείνει την υιοθέτηση μιας σειράς προτεραιοτήτων που αφορούν το σύνολο της οικονομίας και περιγράφει συγκεκριμένες δράσεις που μπορούν να αναληφθούν στο επίπεδο των πέντε κύριων κλάδων και των οκτώ αναδυόμενων υποκλάδων της οικονομίας. Η ενεργός και αποτελεσματική συμμετοχή του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα είναι απαραίτητη για την υλοποίηση των δράσεων αυτών. Βασική πρόταση της μελέτης είναι η άμεση εφαρμογή μίας συστηματικής και καθολικής προσπάθειας, που καλύπτει το σύνολο της οικονομίας και αποβλέπει στην υλοποίηση του προγράμματος των μεταρρυθμίσεων, στη μείωση του μεγέθους και του παρεμβατισμού του κράτους, στην απελευθέρωση της οικονομίας και την ενίσχυση των επενδύσεων και της ανάπτυξης –ιδιαίτερα δε της εξωστρέφειας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με μεταρρυθμίσεις όπως η υιοθέτηση της διαδικασίας «fast track», όπως εφαρμόσθηκε επιτυχημένα για τα έργα υποδομής των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, ώστε να επιταχυνθεί η έγκριση της επένδυσης και να περιορισθεί η γραφειοκρατία, η απελευθέρωση αγορών και επαγγελμάτων, καθώς και η επιτάχυνση της εκδίκασης υποθέσεων σχετικών με επενδυτικά σχέδια που εκκρεμούν στα δικαστήρια. Προτεραιότητα αποτελεί επίσης η εισαγωγή στο δημόσιο τομέα τεχνογνωσίας και εξειδικευμένων ανθρώπινων πόρων από τον ιδιωτικό τομέα, η δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης για τους νέους και τις γυναίκες και η καταπολέμηση της αδιαφάνειας και της φοροδιαφυγής μέσω προηγμένων μεθόδων διάγνωσης, βεβαίωσης και είσπραξης οφειλών. Τέλος, η ίδρυση ενός θεσμικού οργάνου Οικονομικής Ανάπτυξης και Μεταρρύθμισης (Economic Development and Reform Unit), που θα αναφερόταν απευθείας στον πρωθυπουργό και θα αναλάμβανε το συντονισμό και την παρακολούθηση των αναπτυξιακών δράσεων και μεταρρυθμίσεων σε όλα τα μέτωπα, αξιοποιώντας και την τεχνογνωσία της επιχειρηματικής και ακαδημαϊκής κοινότητας. Ο επιχειρηματικός κόσμος πρέπει να επιδιώξει τη δημιουργία μεγαλύτερων μονάδων μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων και την υιοθέτηση πιο αποδοτικών μεθόδων παραγωγής. Πρέπει, επίσης, να γίνει πιο ενεργός στην έγκαιρη προώθηση επώνυμων ελληνικών αγαθών και υπηρεσιών στις αγορές του εξωτερικού. Μερικά σχετικά παραδείγματα που αναφέρονται στη μελέτη είναι η στρατηγική στροφή του τουρισμού προς μεγαλύτερες και ανεκμετάλλευτες μέχρι σήμερα αγορές, η προσέλκυση τουρισμού υψηλής εισοδηματικής κατηγορίας και η ενθάρρυνση των επενδύσεων σε μεγάλες Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (ΠΟΤΑ), σε υψηλού επιπέδου παραθεριστικές κατοικίες, σε μαρίνες και σε σημεία ελλιμενισμού κρουαζιερόπλοιων. Η αγροτική παραγωγή και ειδικά η μεταποίηση τροφίμων μπορεί να προσανατολιστεί προς τις αγορές του εξωτερικού, όπου συγκεκριμένα προϊόντα υψηλής ποιότητας, όπως τοελαιόλαδο, επιλεγμένα φρούτα και λαχανικά και διάφορα γαλακτοκομικά προϊόντα έχουν τη δυνατότητα να επιτύχουν οικονομίες κλίμακας με διεθνή ανταγωνιστικότητα. Στον τομέα της ενέργειας υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για πιο αποδοτική ενεργειακή χρήση των υπαρχόντων και νέων εμπορικών ακινήτων και κατοικιών. Αυτό θα είχε ευνοϊκά παράπλευρα αποτελέσματα στις κατασκευές, στην ανάπτυξη της αγοράς ακίνητης περιουσίας και στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, ενώ θα δημιουργούσε περιθώρια για εξαγωγές και θα προσέλκυε άμεσες ξένες επενδύσεις. Σε πολλά υποσχόμενους αναδυόμενους κλάδους, όπως η ιχθυοκαλλιέργεια και τα γενόσημα φάρμακα, θα μπορούσε να προχωρήσει η σταδιακή απελευθέρωση των αγορών με στόχο την ανάπτυξη, ιδιαίτερα σε τομείς όπου υπάρχει είτε η τεχνογνωσία είτε η δυνατότητα να δημιουργηθούν μεγαλύτερες παραγωγικές μονάδες. Ευρύτερα, αυτός ο στρατηγικός αναπροσανατολισμός της οικονομίας μπορεί να οδηγήσει σε μία πιο υγιή δομή της συνολικής ζήτησης, με σαφή οφέλη για τον πρωτογενή τομέα, την ενθάρρυνση των επενδύσεων και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στη μεταποίηση και στη βαριά βιομηχανία. Ο τομέας της βιομηχανίας περιλαμβάνει έναν μεγάλο αριθμό σύγχρονων, οργανωμένων και διεθνώς ανταγωνιστικών ελληνικών επιχειρήσεων με σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα. Η βιομηχανία είναι ο τομέας που συνεισφέρει τα μέγιστα σε φόρους και εισφορές. Η απελευθέρωσή της από περιττά εμπόδια, σε συνδυασμό με την ευρύτερη δημιουργία ενός φιλικού και σταθερού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για να βελτιωθεί η δυνατότητά της να αναπτυχθεί και να συνεισφέρει ακόμη περισσότερο στην ανάπτυξη και την απασχόληση άλλων κλάδων.
Η σύνοψη αυτή (Executive Summary) αναλύει τα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν προκειμένου να υιοθετηθεί το νέο μοντέλο ανάπτυξης της Ελλάδας. Στη συνέχεια περιγράφεται το μοντέλο αυτό από μακροοικονομική σκοπιά και παρουσιάζονται οι δράσεις που πρέπει να αναληφθούν σε κάθε κλάδο με στόχο την αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης. Αυτές οι δράσεις αποτελούν κρίσιμα βήματα σε μία πορεία που θα οδηγήσει τη χώρα, σταδιακά, από την ύφεση και τη λιτότητα, σε μία βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη.
2. Το αδιέξοδο του ελληνικού οικονομικού μοντέλου.
Μέχρι το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης η Ελλάδα ήταν «πρωταθλητής» στην ανάπτυξη. Ειδικά μετά την είσοδό της στη ζώνη του ευρώ, το 2002, πέτυχε ρυθμούς ανάπτυξης που ξεπερνούσαν αυτούς των άλλων ευρωπαϊκών κρατών καθώς και των ΗΠΑ. Η ανάπτυξη αυτή, όμως, προήλθε σχεδόν αποκλειστικά από την ιδιωτική και δημόσια καταναλωτική δαπάνη, που με τη σειρά της στηρίχτηκε σε ευρέως διαθέσιμες πιστώσεις χαμηλού κόστους. Το 2009 η ελληνική οικονομία «προσγειώθηκε ανώμαλα», με το δημοσιονομικό έλλειμμα να ξεπερνά το 15% του ΑΕΠ. Την περίοδο 2008-2010 η ελληνική παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών συρρικνώθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό μεγαλύτερο του 1,5%. Η ύφεση αυτή, σε συνδυασμό με τα διαρκή δημοσιονομικά ελλείμματα και τα επίσημα δάνεια βοήθειας από το ΔΝΤ, την ΕΚΤ και την Ε.Ε., αύξησαν το δημόσιο χρέος στα επίπεδα του 160% του ΑΕΠ το 2011. Η κρίση κατέστησε σαφές ότι το προϋπάρχον ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης έπασχε από δομικά μειονεκτήματα. Ο υπερδανεισμός και η υπερκατανάλωση του δημοσίου τροφοδότησε την υπερκατανάλωση του ιδιωτικού τομέα, συντηρώντας σημαντικά ελλείμματα στην ανταγωνιστικότητα και στην παραγωγικότητα. Κατά την περίοδο 2000- 2008, η αυξανόμενη ιδιωτική και δημόσια καταναλωτική δαπάνη οδήγησε σε ένα διαρκώς διευρυνόμενο εμπορικό έλλειμμα, καθώς η εγχώρια παραγωγή δεν επαρκούσε να καλύψει τη ζήτηση, ενώ το χαμηλό ύψος των εγχώριων και ξένων επενδύσεων δεν επαρκούσε για να αυξήσει την παραγωγή στα απαιτούμενα επίπεδα. Στον αντίποδα, οι περισσότεροι από τους εταίρους της Ελλάδας στην Ευρώπη, είχαν πολύ μικρότερα εμπορικά ελλείμματα και κατάφεραν να επενδύουν περίπου το 20% του ΑΕΠ τους στις εγχώριες οικονομίες τους. (Σχήμα 1).
Μολονότι η Ελλάδα είχε γίνει πλήρες μέλος της ΕΟΚ από το 1981, η οικονομία της δεν απέκτησε εξωτερικό προσανατολισμό, καθώς παρουσίαζε διαρκές και μόνιμο εμπορικό έλλειμμα. Οι περισσότερες από τις σχετικά μικρές ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις χρηματοδοτήθηκαν κυρίως με εγχώρια κεφάλαια. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις κάλυψαν μόνο το 5%-6% της συνολικής συσσώρευσης κεφαλαίου, ένα θεμελιώδες ζήτημα με το οποίο ασχολείται εκτενώς η μελέτη. Το ποσοστό αυτό ισοδυναμεί με το 1/4 του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Η ιδιωτική κατανάλωση στην Ελλάδα είναι κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ υψηλότερη από το αντίστοιχο μέγεθος των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών και η ζήτηση είναι σε συντριπτικό ποσοστό εγχώρια. Ακόμη και εξωστρεφείς τομείς της οικονομίας –όπως π.χ. ο τουρισμός– εξαρτώνταν σε μεγάλο βαθμό από την εσωτερική ζήτηση (Σχήμα 2).
Με απλά λόγια, η ελληνική ανάπτυξη στηρίχτηκε σε χαμηλές εγχώριες επενδύσεις και σε υψηλή εγχώρια ζήτηση, που χρηματοδοτήθηκε από φτηνό δανεισμό και έναν υπερχρεωμένο δημόσιο τομέα.
Η δημόσια δαπάνη αυξανόταν κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες το χρόνο προκειμένου να καλύψει τις αυξήσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και τις συντάξεις. Ταυτόχρονα, όμως, τα δημόσια έσοδα μειώθηκαν κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες, καθώς μεγάλο μέρος των εσόδων προερχόταν από έμμεσους φόρους (π.χ. ΦΠΑ), όπου η φοροδιαφυγή είναι πιο διαδεδομένη και ο έλεγχος πιο δύσκολος. Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση δεν είχε άλλη εναλλακτική λύση από το δανεισμό στις διεθνείς αγορές και – από το 2010 και μετά– από τους εταίρους της και τους επίσημους φορείς, δημιουργώντας έτσι έναν από τους πιο υπερχρεωμένους δημόσιους τομείς στον κόσμο.
Τα μειονεκτήματα αυτού του μοντέλου και οι χαμένες ευκαιρίες αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας αντικατοπτρίζονται και στη σημερινή δομή της. Η συνεισφορά του τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών στο ΑΕΠ είναι κατά 3-4 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερη στην Ελλάδα σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες (6-7 ποσοστιαίες μονάδες, αν εξαιρεθεί η άμεση συνεισφορά της ναυτιλίας). Σε συγκεκριμένους τομείς, όπως η βιομηχανία και η παροχή υπηρεσιών προς επιχειρήσεις, το έλλειμμα είναι ακόμη μεγαλύτερο. Αντίστοιχα, η συνεισφορά του τομέα των μη διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών είναι υψηλότερη. Για παράδειγμα, τολιανεμπόριο αντιπροσωπεύει το 18% του ελληνικού ΑΕΠ ενώ στη Νότια Ευρώπη το ποσοστό αυτό είναι της τάξης του 11% (Σχήμα 3).
2.1. Παρατεταμένα ελλείμματα παραγωγικότητας και συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό.
Πέρα από την κρίση χρέους, η Ελλάδα αντιμετώπιζε και πρόβλημα στην αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Ήδη πριν από την κρίση, το 2007, το ελληνικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπολειπόταν του ευρωπαϊκού (Ε.Ε.-15) και των ΗΠΑ κατά 15% και 35% αντιστοίχως (11% και 33% το 2009).
Αυτή η υστέρηση στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ οφειλοταν, κατά κύριο λόγο, στη χαμηλότερη παραγωγικότητα, όπως επίσης και στη χαμηλότερη συμμετοχή του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Σχήμα 4).
Παρά τη σημαντική αύξησή της στην προηγούμενη δεκαετία, η παραγωγικότητα στην Ελλάδα παρέμεινε ένα σημαντικό δομικό πρόβλημα. Το 2009, υπολειπόταν κατά 40% αυτής των ΗΠΑ και κατά 29% του μέσου όρου της Ευρώπης των 15 (Σχήμα 5). Σταθμισμένη με βάση την αγοραστική δύναμη, η ελληνική παραγωγικότητα ανέρχεται σε $35 ανά δεδουλευμένη ώρα, σε σύγκριση με $49 στην Ε.Ε.-15, $42 στη Νότια Ευρώπη και $55 στην Κεντρική Ευρώπη.
Όταν συγκρίνουμε την Ελλάδα και διάφορες χώρες της Ευρώπης με τις ΗΠΑ, παρατηρούμε ότι το έλλειμμα παραγωγικότητας στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερο της διαφοράς στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Η υπόλοιπη διαφορά εξηγείται από τα χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης, η οποία αντισταθμίζεται από τις περισσότερες ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα (Σχήμα 6).
Είναι κρίσιμο να επισημανθεί ότι το έλλειμμα παραγωγικότητας δεν οφείλεται στη δομή της οικονομίας, αλλά αποτελεί ενδημικό πρόβλημα των κλάδων καθαυτών, επηρεάζοντας συνολικά την οικονομία. Η επίδραση της διαφορετικής σύνθεσης του παραγωγικού αποτελέσματος από τους επιμέρους κλάδους ερμηνεύει μόνο το 15% της διαφοράς παραγωγικότητας με τις ΗΠΑ (Σχ. 7). Επιπλέον, η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο ποσοστό συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό στην Ευρώπη. Οι απασχολούμενοι και οι άνεργοι ανέρχονται αθροιστικά στο 66% του δυνητικού εργατικού δυναμικού, σε σύγκριση με 73% στην Ε.Ε.-15 συνολικά και 70% στην Νότια Ευρώπη. Σε σύγκριση με την Ευρώπη, το ελληνικό έλλειμμα συμμετοχής στην απασχόληση είναι πιο έντονο στους νέους και στις γυναίκες. Ενώ η ανεργία των δύο αυτών ομάδων κυμαινόταν προ κρίσης στα ευρωπαϊκά επίπεδα, το έλλειμμα συμμετοχής τους έφτανε το 69% για τους νέους και το 38% για τις γυναίκες (στοιχεία 2009).
Ο συνδυασμός της χαμηλής συμμετοχής (δηλαδή της περιορισμένης βάσης απασχόλησης) και των πολλών ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο οδηγεί σ’ ένα αναπόφευκτο συμπέρασμα: Ένα μικρό ποσοστό του εργατικού δυναμικού δουλεύει πιο σκληρά και για περισσότερες ώρες απ’ ό,τι οι ευρωπαίοι συνάδελφοί του για να συντηρηθεί ένα μη αποδοτικό παραγωγικό σύστημα.
Υπάρχει, όμως, μία σημαντική διαφορά ανάμεσα στο έλλειμμα παραγωγικότητας και το έλλειμμα συμμετοχής στην απασχόληση. Ενώ η χαμηλή παραγωγικότητα είναι ένα πρωτογενές, δομικό εμπόδιο στη αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, που πρέπει και μπορεί να διορθωθεί με τη λήψη άμεσωνμέτρων, το έλλειμμα συμμετοχής είναι σύμπτωμα της ανελαστικότητας στην αγορά εργασίας και των μακροχρόνιων στρεβλώσεων που τεχνητά εμποδίζουν τη νέα απασχόληση σε πολλά επαγγέλματα και το βαθμό κινητικότητας στην απασχόληση, ειδικά στο δημόσιο τομέα. Με δεδομένη την υπερεπάρκεια στην προσφορά εργατικού δυναμικού, το πρόβλημα της συμμετοχής δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αν δεν δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας στην οικονομία. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει την πρωταρχική ανάγκη να αυξηθεί άμεσα και σημαντικά η ανταγωνιστικότητα. Αυτή η αύξηση δεν μπορεί πλέον να προέλθει από την καταναλωτική (και δανειακά επιχορηγούμενη) ανάπτυξη του τομέα των μη διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, αλλά από τις επενδύσεις και τη σημαντική μετατόπιση της παραγωγής και της απασχόλησης προς τον τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Με άλλα λόγια, η οικονομία πρέπει να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας στον τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών τουλάχιστον με τον ίδιο ρυθμό με τον οποίο η μείωση της ιδιωτικής και δημόσιας κατανάλωσης συρρικνώνει την παραγωγή και την απασχόληση σε μη διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους που στηρίζονται στην κατανάλωση.
2.2 Τα θεμελιώδη αναπτυξιακά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.
Πέντε είναι οι βασικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας:
α) η δομή της οικονομίας αποθαρρύνει τις επενδύσεις και τη δημιουργία οικονομιών κλίμακας, β) ο ευρύτερος δημόσιος τομέας είναι μεγάλος και μη αποδοτικός, γ) η δομή και οι όροι της αγοράς εργασίας περιορίζουν την ευελιξία και την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού, δ) το νομικό και δικαστικό σύστημα είναι δυσκίνητο και αποθαρρύνει τις επενδύσεις και ε) η παραοικονομία είναι πολύ εκτεταμένη (Σχήμα 8).
α. Η αποθάρρυνση επενδύσεων και μεγάλων επιχειρηματικών μονάδων.
Όπως σε πολλές μεσογειακές χώρες με έντονη την παρουσία οικογενειακών επιχειρήσεων, έτσι και στην Ελλάδα οι μικρές και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας. Ενδεικτικά, στη μεταποίηση πάνω από το 30% των εργαζομένων απασχολείται σε επιχειρήσεις με εννέα ή λιγότερους υπαλλήλους. Ακόμα και στην Ιταλία, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 15%, ενώ στη Γερμανία είναι μόλις 5%. Κατά κανόνα, αυτές οι μικρές επιχειρήσεις λειτουργούν σε επίπεδα παραγωγικότητας που είναι χαμηλότερα κατά 40% σε σύγκριση με την παραγωγικότητα σε μονάδες άνω των 250 υπαλλήλων (βάσει μέσων όρων Ε.Ε. 27) (Σχήμα 9).
Παράλληλα με τον μεγάλο αριθμό πολύ μικρών επιχειρήσεων και τα μεγάλα ποσοστά αυτοαπασχολούμενων, παρατηρείται σχετική υστέρηση στην ανάπτυξη μεγάλων μονάδων και στην επίτευξη οικονομιών κλίμακας. Αυτή η υστέρηση οφείλεται στην ύπαρξη πολλών αντικινήτρων που περιλαμβάνουν υπερρυθμιζόμενους τομείς οικονομικής δραστηριότητας (παράμετροι όπως το επίπεδο ανταγωνισμού, ο αριθμός των συμμετεχόντων και οι περιορισμοί στην είσοδο νεοεισερχομένων ελέγχονται νομοθετικά), πολυνομία και γραφειοκρατία που καθυστερούν τις επενδύσεις, καθώς και ένα φορολογικό και εργατικό νομικό πλαίσιο που δεν ευνοεί την κλίμακα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες με τη μεγαλύτερη υπερρύθμιση στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών (Σχήμα 10). Έχει αποδειχθεί διεθνώς ότι ο μεγάλος βαθμός ρύθμισης προκαλεί αναπόφευκτα χαμηλότερη παραγωγικότητα.
β. Μεγάλος και μη αποδοτικός δημόσιος τομέας.
Σε σχέση με το μέγεθος της χώρας και της οικονομίας της, ο δημόσιος τομέας είναι ένας από τους μεγαλύτερους και πιο δαπανηρούς στην Ευρώπη. Υπολείπεται σε μέγεθος κρατών στο Βορρά της Ευρώπης, που αναγνωρίζεται ότι προσφέρουν όμως πολύ καλύτερη ποιότητα κοινωνικών υπηρεσιών και άλλων αγαθών κοινής ωφέλειας. Το World Economic Forum κατατάσσει την Ελλάδα σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα αναφορικά με την ποιότητα των προσφερόμενων δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών. Αυτή η χαμηλή ποιότητα, σε συνδυασμό με την υψηλή δημόσια δαπάνη, καταδεικνύει την τεράστια αναποτελεσματικότητα του ελληνικού δημόσιου τομέα (Σχήμα 11). Ταυτόχρονα, ο δημόσιος τομέας πάσχει από τον κατακερματισμό και την επικάλυψη αρμοδιοτήτων μεταξύ οργανισμών και υπουργείων, δημιουργώντας επιπλέον βάρη και καθυστερήσεις στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, με συνεπακόλουθη ενίσχυση της παραοικονομίας.
Το μεγάλο μέγεθος και η χαμηλή αποτελεσματικότητα προστίθενται στον μακρύ κατάλογο των στρεβλώσεων που ο δημόσιος τομέας επιβάλλει στην οικονομία. Πέρα από το στενό δημόσιο τομέα, υπάρχει ένα πλήθος μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων και οργανισμών που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από το κράτος (ακόμη κι αν επίσημα κατατάσσονται στον ιδιωτικό τομέα) και παρουσιάζουν τις ίδιες δομικές στρεβλώσεις στη χρήση των πόρων τους. Η έλλειψη μηχανισμού ελέγχου όσον αφορά τη δημόσια δαπάνη, συμπεριλαμβανόμενων και των δημόσιων προμηθειών, δημιουργεί στρεβλώσεις στους όρους ανταγωνισμού στον ιδιωτικό τομέα. Η εμπορική λειτουργία πολλών επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κράτος. Το γεγονός αυτό και μόνο καταδεικνύει τη ζωτική ανάγκη να μειωθεί η εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από το δημόσιο τομέα και να βελτιωθεί σημαντικά η αποδοτικότητά του.
γ. Έλλειμμα ευελιξίας και ευρείας συμμετοχής στην αγορά εργασίας.
Η Ελλάδα δεν εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες που της προσφέρει το εργατικό της δυναμικό. Πρόσφατα υπήρξαν ορισμένες σημαντικές προσαρμογές προς την κατεύθυνση των ευρωπαϊκών προτύπων, αλλά οι εργοδότες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν αντικίνητρα στις προσλήψεις, κυρίως λόγω του δύσκαμπτου νομικού πλαισίου, της επίδρασης των συλλογικών συμβάσεων στην αύξηση του κόστους εργασίας και στη συχνά στρεβλή λειτουργία του θεσμού της διαιτησίας. Επιπλέον, οι απόφοιτοι των ελληνικών πανεπιστημίων δεν βρίσκουν εύκολα εργασία, πρόβλημα που οφείλεται και στο μεγάλο χάσμα ανάμεσα στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τον επιχειρηματικό κόσμο. Εξαιτίας αυτών των στρεβλώσεων, η Ελλάδα έχει τη χαμηλότερη κινητικότητα στην αγορά εργασίας στην Ευρώπη και τη μεγαλύτερη μέση παραμονή σε μία δουλειά απ’ όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ (Σχήμα 12). Η κινητικότητα στην αγορά εργασίας είναι ένας κρίσιμος δείκτης που αντικατοπτρίζει την «υγεία» μίας οικονομίας. Το χαμηλό επίπεδο του δείκτη κινητικότητας αντανακλά και τη χαμηλή συμμετοχή του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό.
δ. Δύσβατο νομικό και δικαστικό σύστημα.
Η επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα εμποδίζεται από ένα δυσκίνητο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, με μεγάλο αριθμό νόμων, που είναι συχνά διφορούμενοι, παρωχημένοι ή και αλληλοαναιρούμενοι (π.χ. στην περιβαλλοντική νομοθεσία), με πολλαπλές επικαλύψεις και συχνές αναθεωρήσεις (π.χ. στον τομέα της φορολογίας). Η επακόλουθη πολυπλοκότητα δημιουργεί μια ανελαστική, μη παραγωγική δημόσια διοίκηση, που προκαλεί καθυστερήσεις, σύγχυση και τριβές μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Γι’ αυτούς τους λόγους, εν πολλοίς, το δικαστικό σύστημα είναι υπερφορτωμένο με υποθέσεις προς εκδίκαση και πάσχει από έλλειψη διαδικασιών και εξειδικευμένων πόρων που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τη συμφόρηση. Ενδεικτικά, στο Συμβούλιο της Επικρατείας υποβάλλονται κάθε χρόνο 8-9 χιλιάδες νέες υποθέσεις, από τις οποίες εκδικάζονται μόνο 3 χιλιάδες περίπου. Εκκρεμοδικεί έτσι ένας όγκος υποθέσεων που εκτιμάται πως θα απαιτηθούν 2-6 χρόνια για να εκδικαστούν. Ταυτόχρονα, δεν υπάρχουν κριτήρια με βάση τα οποία θα μπορούσαν να ιεραρχηθούν οι υποθέσεις, αλλά ούτε και οργανωτικοί πόροι για να καλύψουν τις πολλές διαδικαστικές απαιτήσεις. Η συσσώρευση υποθέσεων παρατηρείται επίσης και στα κατώτερα διοικητικά δικαστήρια, όπου η έλλειψη δικαστικών λειτουργών και διοικητικού προσωπικού είναι συχνό φαινόμενο.
ε. Εκτεταμένη παραοικονομία.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος αλλά και άλλων οργανισμών, η παραοικονομία στην Ελλάδα ανέρχεται περίπου στο 30% της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας. Αυτό συνεπάγεται μία πολύ σημαντική σε έκταση φοροδιαφυγή. Εκτιμάται ότι το 2009 το κράτος απέτυχε να εισπράξει περίπου €15-20 δισ. σε φόρο εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, καθώς και σε ΦΠΑ. Το ποσό αυτό ισοδυναμεί με 7%-9% του ΑΕΠ και 60%-80% του ελλείμματος του 2010. Αυτή η δομική αδυναμία να εισπραχθούν οι φόροι οφείλεται κυρίως στην έλλειψη προηγμένων διαδικασιών και μεθοδολογίας για τον προσδιορισμό και την ανίχνευση της φοροδιαφυγής, την κατηγοριοποίηση των διαφορετικών υποθέσεων, τις τακτικές παρέμβασης και τις μεθόδους είσπραξης. Παρά τις πρόσφατες προσπάθειες προς τη σωστή κατεύθυνση, ώστε να αντιμετωπιστούν αυτά τα θέματα σε συστηματική βάση, εξακολουθεί να επικρατεί μεγάλο χάσμα σε σύγκριση με τις διεθνείς πρακτικές σε όλες τις πτυχές του φορολογικού συστήματος. Ιδιαίτερα εμφανείς είναι οι ελλείψεις στην αυτοματοποιημένη επισήμανση περιπτώσεων δυνητικής φοροδιαφυγής (βασισμένη σε προηγμένα στατιστικά εργαλεία και ηλεκτρονικές υποδομές), η ικανότητα να ελέγχεται γρήγορα και αποτελεσματικά ένας μεγάλος αριθμός υποθέσεων και η στρατηγική και τακτική ενορχήστρωση παρεμβατικών μεθόδων προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η είσπραξη οφειλών και προστίμων (Σχήμα 13).
Πέρα από την τακτική φοροδιαφυγή, υπάρχει και η «μαύρη» αγορά εργασίας, όπου δεν εισπράττεται φόρος εισοδήματος και δεν αποδίδονται εργατικές εισφορές. Ταυτόχρονα, υπάρχουν τομείς, όπως οι παράνομες εισαγωγές και τα τυχερά παιχνίδια, όπου ένα σημαντικό μέρος των συναλλαγών επίσης πραγματοποιείται εκτός της επίσημης οικονομίας.
3. Το νέο μοντέλο ανάπτυξης της Ελλάδας.
Είναι πλέον σαφές ότι το λανθασμένο μοντέλο ανάπτυξης του παρελθόντος πρέπει να αντικατασταθεί από μία δραστικά διαφορετική δομή ανάπτυξης και νέους στόχους. Ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι να υιοθετήσει η χώρα ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης της Ελλάδας. Η ανάπτυξη δεν μπορεί πλέον να στηριχθεί αποκλειστικά στην κατανάλωση. Δεν υπάρχουν πια φτηνά δανειακά κεφάλαια για να τη χρηματοδοτήσουν. Για να πετύχει τους νέους της στόχους η χώρα οφείλει να υλοποιήσει ριζικές αλλαγές στην αναπτυξιακή της «μηχανή»:
- Το εθνικό οικονομικό μοντέλο πρέπει να γίνει πολύ πιο εξωστρεφές, με έμφαση στις αγορές του εξωτερικού, για να εξάγει αγαθά και υπηρεσίες και να εισάγει επενδυτικά κεφάλαια. Διεθνώς εμπορεύσιμοι τομείς, όπως ο τουρισμός και η βιομηχανία, πρέπει να απορροφήσουν το μεγαλύτερο μέρος των διαθέσιμων πόρων, ώστε να αποκτήσουν οικονομίες κλίμακας, τεχνογνωσία και ανταγωνιστικότητα σε διεθνές επίπεδο.
- Η χρηματοδότηση της οικονομίας πρέπει να περάσει από το δημόσιο χρέος στα ιδιωτικά και μετοχικά κεφάλαια. Αυτό απαιτεί ένα πολύ υψηλότερο επίπεδο εγχώριων και ξένων επενδύσεων. Η Ελλάδα πρέπει να δημιουργήσει ένα περιβάλλον που να είναι φιλικό προς την επιχειρηματικότητα και να προσελκύει εγχώριες και ξένες επενδύσεις, ώστε να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας και ρυθμούς ανάπτυξης που θα επιτρέψουν στη χώρα να μειώσει τα επίπεδα χρέους.
- Η παραγωγικότητα και η αποδοτικότητα τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα πρέπει να βελτιωθούν. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την κατάργηση περιττών δημόσιων οργανισμών που δεν προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο και την ουσιαστική βελτίωση της αποδοτικότητας του δημόσιου τομέα. Ο ιδιωτικός τομέας πρέπει να ενεργοποιηθεί για την αξιοποίηση επιχειρηματικών και επενδυτικών ευκαιριών που θα ενισχύσουν την εξωστρέφεια και ανταγωνιστικότητα της χώρας, να στραφεί στη δημιουργία μεγαλύτερων μονάδων και σε δραστηριότητες παραγωγής και εμπορίου που αξιοποιούν καλύτερα τα επενδυτικά κεφάλαια, την τεχνολογία και το εργατικο δυναμικό. Η περαιτέρω μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας θα συνεισφέρει επίσης στη βελτίωση της παραγωγικότητας.
- Η ελληνική κοινωνία χρειάζεται ένα νέο φορολογικό ήθος, μία νέα κουλτούρα συμμόρφωσης στους φορολογικούς νόμους. Ένα καλό σημείο εκκίνησης είναι η αποτελεσματική δίωξη της φοροδιαφυγής και η κατάργηση των διαφόρων απαλλαγών που την ενθαρρύνουν. Η διαφθορά στο δημόσιο τομέα πρέπει να καταπολεμηθεί, περιορίζοντας την πολυνομία και ελαχιστοποιώντας τις συναλλαγές μεταξύ του ιδιωτικού τομέα και των δημόσιων οργανισμών σε ό,τι αφορά την είσπραξη φόρων και άλλους τομείς που σχετίζονται με την επιχειρηματική και επενδυτική δραστηριότητα.
- Η χώρα χρειάζεται επίσης μία νέα αντίληψη εργασίας. Οι Έλληνες θα πρέπει να ενθαρρύνονται να εργαστούν στον ιδιωτικό τομέα, ιδιαίτερα οι νέοι και οι γυναίκες. Πρέπει να υπάρχει αξιοκρατία στην εργασία, ιδιαίτερα στο δημόσιο τομέα, και να επιβραβεύεται η ατομική προσπάθεια και η ικανότητα. Η μερική απασχόληση πρέπει να ενθαρρυνθεί, ώστε να διευρυνθεί η βάση απασχόλησης και να γίνει πιο ευέλικτη η εργασία. Η κινητικότητα στην αγορά εργασίας είναι σημάδι υγιούς και ισχυρής οικονομίας που δημιουργεί ευκαιρίες απασχόλησης και δεν πρέπει να αποθαρρύνεται.
Το μοντέλο ανάπτυξης της Ελλάδας πρέπει να πετύχει ορισμένους ποσοτικούς στόχους που θα αντανακλούν τη βελτίωση της οικονομίας, επιφέροντας σημαντική μείωση της συνολικής κατανάλωσης ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, αύξηση των εξαγωγών και σημαντικά υψηλότερες επενδύσεις. Επιπλέον, το μοντέλο ανάπτυξης της Ελλάδας πρέπει να θέσει ορισμένους στόχους, η επίτευξη των οποίων είναι κρίσιμη για την υγεία της οικονομίας –όπως η μείωση της φοροδιαφυγής και η αύξηση της κινητικότητας στην αγορά εργασίας. Για την Ελλάδα, η επίτευξη αυτών των στόχων ισοδυναμεί με τη σύγκλιση προς τα αντίστοιχα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα. Πρέπει να σημειωθεί, όμως, ότι για τα επόμενα χρόνια, σε ορισμένους τομείς –όπως οι άμεσες ξένες επενδύσεις ή η αύξηση της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών– η Ελλάδα θα πρέπει να ξεπεράσει κατά πολύ τα ευρωπαϊκά επίπεδα ώστε να καταφέρει να επαναφέρει την οικονομία σεμακροχρόνια βιώσιμη ανάπτυξη (Σχ. 14).
Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό;
Η ύφεση και οι κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη έχουν ήδη πυροδοτήσει μερικές από τις αναγκαίες μακροοικονομικές εξελίξεις. Λόγω της ύφεσης και της προσπάθειας των νοικοκυριών να περιορίσουν τα χρέη τους, η ιδιωτική κατανάλωση ήδη μειώνεται. Η συνολική (ιδιωτική και δημόσια) κατανάλωση πρέπει να μειωθεί από τα σημερινά της επίπεδα κατά περίπου 15-20 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ προκειμένου να κινείται σε βιώσιμα, ευρωπαϊκά επίπεδα. Ο ιδιωτικός τομέας οφείλει να αλλάξει ριζικά τον προσανατολισμό του, με ιδιαίτερη έμφαση στις εξαγωγές. Αυτό έχει ήδη ξεκινήσει να συμβαίνει, κυρίως λόγω της μεγάλης αρνητικής επίπτωσης που έχει η ύφεση στην εγχώρια ζήτηση, αλλά η στροφή αυτή πρέπει να ενισχυθεί και να διατηρηθεί σε μακροπρόθεσμη βάση. Η Ελλάδα πρέπει επίσης να αυξήσει δραστικά την εισροή ξένων κεφαλαίων και μάλιστα σε επίπεδα πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων μπορεί να συνεισφέρει προς αυτήν την κατεύθυνση, καθώς οι ξένοι επενδυτές που θα ενδιαφερθούν θα εισέλθουν σε στρατηγικές συμμαχίες με ελληνικές επιχειρήσεις και θα δημιουργήσουν μία βάση για συνεχιζόμενη επενδυτική δράση. Μολονότι οι αποτιμήσεις έχουν μειωθεί σημαντικά λόγω της κρίσης, οι ιδιωτικοποιήσεις παραμένουν μακροπρόθεσμα συμφέρουσες, καθώς απορροφούν πιθανές ζημιές, σταματούν τις κρατικές επιδοτήσεις, αποφέρουν οφέλη για τον καταναλωτή και για τα φορολογικά έσοδα, ενώ ανοίγουν πολλές κλειστές αγορές στο διεθνή ανταγωνισμό, δημιουργώντας έτσι νέες ευκαιρίες για επενδύσεις και για την απασχόληση νέων και ικανών ανθρώπων. Συνολικά, αυτές οι δράσεις μπορούν να πυροδοτήσουν την ανάπτυξη σε όλους τους κλάδους. Λεπτομερής ανάλυση σημαντικών και αναδυόμενων κλάδων της οικονομίας καταδεικνύει ότι μπορεί να αυξηθεί το επίπεδο της Ακαθάριστης Ετήσιας Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) κατά €49 δισ. (~€55 δισ. σε όρους ΑΕΠ) σταδιακά μέχρι το 2021, μέσω δράσεων και μεταρρυθμίσεων που μπορούν να υλοποιηθούν σε αυτούς τους τομείς και μόνο. Ταυτόχρονα, υπάρχει η δυνατότητα να δημιουργηθούν 520 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα.
Η μεγαλύτερη αύξηση μπορεί να προέλθει από τον τουρισμό, που έχει τη δυνατότητα να αυξήσει την ΑΠΑ κατά €18 δισ. σε ορίζοντα δεκαετίας. Ακολουθεί η ενέργεια με €9 δισ. και η μεταποίηση τροφίμων με €6 δισ. Το λιανικό εμπόριο μπορεί να προσθέσει €4 δισ., η αγροτική παραγωγή €5 δισ. και οι αναδυόμενοι τομείς, όπως η ιχθυοκαλλιέργεια, ο ιατρικός τουρισμός και τα γενόσημα φάρμακα, €7 δισ. ακόμη σε ετήσια βάση (Σχ. 15).
Υποθέτοντας ότι ο μακροπρόθεσμος μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης θα φτάσει το 1,5%, η εκμετάλλευση των δυνατοτήτων αυτών στους επιλεγμένους κλάδους και υποκλάδους μπορεί να διπλασιάσει το ρυθμό ανάπτυξης στο 3% το χρόνο κατά μέσο όρο στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας. Ακόμη κι αν η πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης 1,5% αποδειχθεί πολύ αισιόδοξη (π.χ. λόγω πτώσης της παγκόσμιας ζήτησης), η θετική επίπτωση στην ΑΠΑ και στην απασχόληση που προκύπτει από τη μελέτη απλώς θα χρειαζόταν μεγαλύτερο διάστημα για να πραγματοποιηθεί. Το νέο μοντέλο προϋποθέτει μια ριζική στροφή της παραγωγής και της απασχόλησης προς τους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, με οικονομίες κλίμακας (π.χ. μέσω αυξημένης παραγωγής και μεγαλύτερου δικτύου διανομών) και φάσματος (π.χ. μέσω στρατηγικής εστίασης και στοχευμένων επενδύσεων και καινοτομιών) που θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερες και αποδοτικότερες επιχειρήσεις. Όλα αυτά συνεπάγονται επίσης αύξηση της παραγωγικότητας, ένα σημαντικό πυλώνα του μοντέλου ανάπτυξης της Ελλάδας, κατά περίπου 20% (Σχ. 16).
Επιπλέον, το νέο εθνικό μοντέλο ανάπτυξης μπορεί να έχει ευεργετική επίδραση στο δημοσιονομικό και εμπορικό ισοζύγιο. Πράγματι, θα μπορούσε να έχει θετική επίδραση περισσότερο από 7δισ.€ στο δημοσιονομικό ισοζύγιο και περίπου € 16,5 δισ. στο εμπορικό ισοζύγιο μέχρι το 2021, συμβάλλοντας έτσι ουσιαστικά στη δραστική μείωση των σημερινών μεγάλων ελλειμμάτων (Σχ. 17).
Η μελέτη παρουσιάζει με λεπτομέρεια πάνω από 100 «οριζόντιες» και κλαδικές αναπτυξιακές δράσεις. Ως παραδείγματα των «οριζόντιων» δράσεων αναφέρονται οι παρακάτω ενέργειες:
- Απλοποίηση και επιτάχυνση των διαδικασιών για την έγκριση επενδύσεων, ακολουθώντας την ταχύρυθμη διαδικασία έγκρισης (fast track) που χρησιμοποιήθηκε για τα έργα υποδομής των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στις κλαδικές επενδύσεις με πολλαπλασιαστικά οφέλη στο ρυθμό ανάπτυξης και με δυνατότητα να αυξήσουν σημαντικά την τοπική απασχόληση. Οι δημόσιες επενδύσεις θα πρέπει να στραφούν σε έργα υποδομών με υψηλή συνεισφορά στην ανάπτυξη και την εγχώρια ΑΠΑ.
- Επαναπροσδιορισμός του περιβαλλοντικού και χωροταξικού πλαισίου, με τον καθορισμό συγκεκριμένων προδιαγραφών χρήσης γης και την εναρμόνισή τους με τις πραγματικές αναπτυξιακές ανάγκες της αγοράς, διατηρώντας παράλληλα την εθνική περιβαλλοντική κληρονομιά.
- Δημιουργία ενός ανεξάρτητου μηχανισμού πρόσληψης στελεχών από την εγχώρια και διεθνή αγορά και την τοποθέτησή τους σε καίριες θέσεις ευθύνης (τεχνικές και διοικητικές) του δημοσίου τομέα.
- Βελτιστοποίηση των μέτρων πάταξης της φοροδιαφυγής μέσω της χρήσης διεθνών πρακτικών αποδεδειγμένης αποτελεσματικότητας για την επισήμανση, τη βεβαίωση και την είσπραξη φόρων. Χρειάζεται επίσης συστηματική καταπολέμηση της παραοι- κονομίας, με επικέντρωση σε τομείς που κρύβουν υψηλές αξίες (στοιχηματισμός, παραεισαγωγές κ.λπ.) και συγκέντρωση όλων των μονάδων επιθεώρησης και ελέγχου των δαπανών και της διαφθοράς του δημοσίου σε ένα κεντρικό ελεγκτικό σώμα.
- Αύξηση της ταχύτητας του δικαστικού συστήματος στην εκδίκαση υποθέσεων, αρχίζοντας με το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπου θα μπορούσε να ιδρυθεί ένα 7ο τμήμα που να ασχολείται αποκλειστικά με τις στρατηγικές επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις (σε συνδυασμό με την ιεράρχηση των υποθέσεων), ώστε να γίνει πιο ταχεία η διεκπεραίωσή τους από το σύστημα. Απαιτείται κατά περίπτωση τοποθέτηση πρόσθετων δικαστικών λειτουργών, με οικονομική εξειδίκευση, στα διοικητικά πρωτοδικεία και εφετεία, με στόχο τη μείωση των υποθέσεων που εκκρεμούν και τη μείωση του χρόνου που απαιτείται για την έκδοση μίας απόφασης, μέσω της προτεραιοποίησης και εκδίκασης υποθέσεων σε χαμηλότερα δικαστικά επίπεδα.
- Δραστική ενίσχυση της σύνδεσης μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων. Η χώρα χρειάζεται προγράμματα σπουδών στα πανεπιστήμια με περισσότερη έμφαση στις πρακτικές δεξιότητες. Ως παράδειγμα αναφέρεται η υποχρεωτική και βαθμολογούμενη πρακτική εξάσκηση των φοιτητών σε επιχειρήσεις στο προτελευταίο έτος σπουδών, ώστε να διευκολυνθεί η μετάβαση από το ακαδημαϊκό περιβάλλον στην αγορά εργασίας. Τα πανεπιστήμια και οι επιχειρήσεις πρέπει να συνεργαστούν για να προωθήσουν την καινοτομία και να διασφαλίσουν ότι οι νέοι απόφοιτοι θα βρίσκουν δουλειά αντίστοιχη των σπουδών και ικανοτήτων τους.
- Ίδρυση ενός ανεξάρτητου θεσμικού οργάνου Οικονομικής Ανάπτυξης και Μεταρρύθμισης –με συνεισφορά και του ιδιωτικού τομέα– που θα υπάγεται απευθείας στον πρωθυπουργό και θα έχει ως αποστολή την παρακολούθηση και το συντονισμό της εφαρμογής της εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής. Στα σχήματα 18 και 19 παρουσιάζονται συνοπτικά 20 προτεινόμενες «οριζόντιες» δράσεις που αφορούν το κράτος και στοχεύουν στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας ως μοχλών ανάπτυξης. Οι συγκεκριμένες προτεραιότητες καλύπτουν νέες αλλά και υφιστάμενες περιοχές ενεργειών, οι οποίες όμως θα έχρηζαν επιτάχυνσης αναφορικά με την υλοποίησή τους.
4. Θέτοντας τις αναπτυξιακές βάσεις σε σημαντικούς οικονομικούς κλάδους.
Οι «οριζόντιες» μεταρρυθμίσεις είναι κρίσιμες για την άρση των εμποδίων που προαναφέρθηκαν και τη δημιουργία των απαιτούμενων συνθηκών για την ανάπτυξη των κλάδων της οικονομίας. Μία ενδελεχής ανάλυση του παραγωγικού ιστού της ελληνικής οικονομίας δείχνει ότι οι μεγαλύτερες ευκαιρίες για ανάπτυξη παρουσιάζονται σε τομείς που μπορούν να ωφεληθούν τα μέγιστα από την αύξηση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας.
Η μελέτη αναφέρεται στους τομείς αυτούς ως «τομείς παραγωγής» (Σχήμα 20). Συνολικά οι κλάδοι αυτοί δημιουργούν Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία της τάξης των €125 δισ. (περίπου το 60% του συνόλου της οικονομίας) και απασχολούν περισσότερα από 3 εκατ. εργαζόμενους (περίπου το 70% της απασχόλησης). Οι πέντε μεγαλύτεροι εξ αυτών (τουρισμός, λιανεμπόριο, ενέργεια, βιομηχανία και αγροτική παραγωγή) επελέγησαν καθώς καλύπτουν το 42% της συνολικής ΑΠΑ και έχουν τη μεγαλύτερη δυνατότητα να βελτιώσουν σημαντικά τη μελλοντική προοπτική ανάπτυξης της χώρας. Οι κλάδοι αυτοί συνεισφέρουν τα μέγιστα στα φορολογικά έσοδα, απασχολούν τους περισσότερους εργαζόμενους (πάνω από 50% της συνολικής απασχόλησης) και θα ωφεληθούν συγκριτικά περισσότερο από τις ευρύτερες θετικές επιπτώσεις των «οριζόντιων» δράσεων. Η μεταποιητική βιομηχανία, για παράδειγμα, καλύπτει το 8% της παραγωγής και το 11% της απασχόλησης και μπορεί να αναπτυχθεί με ταχείς ρυθμούς, βασιζόμενη στη ζήτηση άλλων κλάδων παραγωγής. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από τα €18 δισ. που είναι η πρόσθετη ΑΠΑ που μπορεί να προκύψει από τον τουριστικό τομέα, σχεδόν τα €3 δισ. αφορούν ΑΠΑ που μπορεί να αποτυπωθεί στη βιομηχανία (ελαφρά και βαριά).
Η μελέτη αναδεικνύει επίσης οκτώ υποκλάδους ως «αναδυόμενους αστέρες» (έξι κύριους και δύο δευτερεύοντες), οι οποίοι –παρά το σημερινό περιορισμένο τους μέγεθος– έχουν τη δυνατότητα να καταγράψουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στο μέλλον. Οι κλάδοι αυτοί περιλαμβάνουν τη φαρμακοβιομηχανία (για τα γενόσημα), την ιχθυοκαλλιέργεια, τον ιατρικό τουρισμό, τη φροντίδα των ηλικιωμένων και των χρόνια ασθενών, τη δημιουργία περιφερειακού διαμετακομιστικού κέντρου εμπορευμάτων, τη διαχείριση αποβλήτων, τις εξειδικευμένες κατηγορίες τροφίμων και την ανάπτυξη προγραμμάτων κλασικών σπουδών. Η επιλογή έγινε ανάμεσα σε 20 υποψήφιους κλάδους που εξετάσθηκαν και βασίστηκε στα ενδογενή ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας (π.χ. πρώτες ύλες, τεχνογνωσία, υποδομές, απόσταση από σημαντικές αγορές κ.λπ.), καθώς και στη δυναμική της διεθνούς προσφοράς και ζήτησης στο συγκεκριμένο κλάδο (σε ό,τι αφορά το μέγεθος, το ρυθμό ανάπτυξης, το βαθμό εντάσεως γνώσης, τη σχέση της τοπικής αγοράς με την περιφερειακή και την παγκόσμια κ.ο.κ.) (Σχήμα 21).
Η εκτίμηση για τη δημιουργία 520 χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας και €49 δισ. σε πρόσθετη ΑΠΑ σε αυτό το μοντέλο ανάπτυξης προκύπτει από διεθνώς στοιχειοθετημένες και δοκιμασμένες επιχειρηματικές ιδέες και συνεπάγεται την εφαρμογή στην Ελλάδα διεθνών προδιαγραφών και πρακτικών που λαμβάνουν υπόψη τους τις ειδικές τοπικές συνθήκες.
Στις επόμενες σελίδες συνοψίζονται τα βασικά συμπεράσματα και οι αναπτυξιακές προτεραιότητες για τους πέντε μεγάλους κλάδους και τους οκτώ «αναδυόμενους αστέρες» στο πλαίσιο του νέου μοντέλου ανάπτυξης της χώρας.
4.1. Κύριοι κλάδοι
4.1.1. Τουρισμός
Ο τουρισμός αποτελεί –σε όρους άμεσης και έμμεσης συνεισφοράς– περίπου το 15% της ελληνικής οικονομίας. Η ανάπτυξή του ήταν διαρκής στη δεκαετία που πέρασε, αλλά προήλθε κυρίως (κατά 70%) από την αύξηση της εγχώριας ζήτησης. Ως ένας παραδοσιακός προορισμός διακοπών «ήλιου και θάλασσας», η Ελλάδα ανταγωνίζεται κυρίως την Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία (εσχάτως και την Τουρκία). Οι περισσότεροι επισκέπτες προέρχονται από τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου η Ελλάδα κατέχει 3%-4% μερίδιο αγοράς. Στις παραδοσιακές της αγορές, η Ελλάδα αντιμετωπίζει φθίνοντα μερίδια αγοράς, ενώ παρουσιάζει περιορισμένη διείσδυση σε νέες ανερχόμενες αγορές, όπως η Κίνα και η Ρωσία. (Σχήμα 22).
Η τουριστική περίοδος είναι υπερβολικά συγκεντρωμένη στους καλοκαιρινούς μήνες (52% των αφίξεων πραγματοποιούνται κατά το 3ο τρίμηνο), ενώ οι τουρίστες που επισκέπτονται την Ελλάδα δαπανούν κατά κανόνα λιγότερα χρήματα σε σύγκριση με την αντίστοιχη δαπάνη στους άλλους ανταγωνιστικούς προορισμούς. Οι λόγοι γι’ αυτό είναι πολλοί. Για παράδειγμα, η Ελλάδα προσφέρει ένα προϊόν «ήλιου και θάλασσας» που έχει μαζική απήχηση, αλλά μέτρια ποιότητα, χωρίς διαφοροποίηση από άλλους προορισμούς διακοπών. Η οικονομική βιωσιμότητα του προϊόντος είναι αμφίβολη, καθώς δεν υπάρχουν ούτε οικονομίες κλίμακας, ούτε επαρκείς υποδομές υψηλής ποιότητας. Σε ό,τι αφορά την αξιοποίηση της γης, τη δημιουργία υποδομών και το επενδυτικό πλαίσιο, υπάρχουν πολλά εμπόδια που αποτρέπουν εκείνη τη μορφή ανάπτυξης που θα ικανοποιεί τις σύγχρονες δομές ζήτησης και τα νέα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας (Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης – ΠΟΤΑ, παραθεριστικές κατοικίες, μαρίνες, λιμάνια για κρουαζιερόπλοια). Παράλληλα, οι περίπλοκες διαδικασίες αδειοδότησης και το διαρκώς μεταβαλλόμενο φορολογικό πλαίσιο αποθαρρύνουν τις επενδύσεις. Η σύνδεση της Ελλάδας με τις νέες αναδυόμενες και υπεράκτιες αγορές είναι περιορισμένη, ενώ τα σημεία εισόδου των τουριστών (π.χ. η Αθήνα) είναι ακριβά για τους αερομεταφορείς. Από πλευράς επαγγελματικών δυνατοτήτων και τεχνογνωσίας, η Ελλάδα υστερεί στην ποιότητα και ποσότητα καταρτισμένων ανθρώπινων πόρων, καθώς και στο ακαδημαϊκό επίπεδο των επαγγελματιών του τουρισμού που αποφοιτούν από τις ελληνικές σχολές. Τέλος, απουσιάζει ένας αποτελεσματικός εθνικός οργανισμός, που να λειτουργεί με βάση τις αρχές της αγοράς, προωθώντας αποτελεσματικά το ελληνικό τουριστικό προϊόν στο εξωτερικό.
Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών, η μελέτη υποδεικνύει 13 στρατηγικές προτεραιότητες, ομαδοποιημένες σε τέσσερις θεματικές ενότητες (Σχήμα 23):
- Επαναπροσδιορισμός της εμπορικής πολιτικής. Ο ελληνικός τουρισμός πρέπει να επιδιώξει να διατηρήσει τα μερίδιά του στις παραδοσιακές ευρωπαϊκές αγορές (βασική προτεραιότητα: Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Σκανδιναβία, αυξημένη προτεραιότητα: Ιταλία, Γαλλία, Ολλανδία) και ταυτόχρονα να υιοθετήσει μια στρατηγική διείσδυσης σε αναδυόμενες αγορές (Ρωσία και Κίνα) καθώς και στην αγορά των ΗΠΑ. Η εμπορική πολιτική θα πρέπει επίσης να επιδιώξει να αλλάξει το μείγμα των τουρι- στών σε όφελος των ανώτερων εισοδηματικών τάξεων (από 62/38 σε 55/45 μείγμα μέσης/εύπορης τάξης) μέσω της ποιοτικής αναβάθμισης του προϊόντος «ήλιου και θάλασσας» και της επέκτασής του με κρουαζιέρες, θαλάσσιο τουρισμό, ΠΟΤΑ και την καθιέρωση της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης ως προορισμών για «αστικές αποδράσεις» (Σχήμα 24)
- Δημιουργία ποιοτικών υποδομών με ταυτόχρονη επιτάχυνση των επενδύσεων. Κεφάλαια θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στη δημιουργία 2-3 επιπλέον συνεδριακών κέντρων στις ευρύτερες περιοχές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, καθώς και στις υποδομές για το ναυτικό τουρισμό (30-35 πρόσθετες μαρίνες και 3-4 σημεία επιβίβασης/αποβίβασης τουριστών από κρουαζιερόπλοια) (Σχήμα 25). Προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην άρση των εμποδίων και της γραφειοκρατίας για την ίδρυση πα- ραθεριστικών κατοικιών και ΠΟΤΑ.
- Διευκόλυνση πρόσβασης και μεταφορών. Η Ελλάδα πρέπει να δημιουργήσει σημεία επιπλέον σύνδεσης με τις αναδυόμενες και τις πιο απομακρυσμένες αγορές, μέσω απευθείας πτήσεων και της άρσης ή αναθεώρησης διαδικασιών για την παροχή άδειας εισόδου (διευκολύνσεις στο πλαίσιο των διαδικασιών Σένγκεν).
- Ριζική αναβάθμιση των επαγγελματικών δυνατοτήτων και της τεχνογνωσίας. Η χώρα χρειάζεται τριτοβάθμια πανεπιστημιακή σχολή τουρισμού με ισχυρές διεθνείς διασυνδέσεις. Επιπλέον, είναι κρίσιμη η αναδιοργάνωση των κεντρικών οργανωτικών δομών, με τη δημιουργία οκτώ ξεχωριστών λειτουργικών τμημάτων που να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, το στρατηγικό σχεδιασμό, τη διαχείριση αγορών και προϊόντων, το μάρκετινγκ, την υποστήριξη πωλήσεων, την αξιολόγηση και κατηγοριοποίηση των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Μέχρι το 2021, ο τουρισμός μπορεί να δημιουργήσει επιπλέον €18 δισ. άμεση και έμμεση ΑΠΑ σε ετήσια βάση και να αυξήσει την απασχόληση κατά περίπου 220 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας. Η θετική δημοσιονομική επίπτωση θα μπορούσε να είναι της τάξης των €3 δισ., ενώ το εμπορικό ισοζύγιο θα μπορούσε να ωφεληθεί κατά περίπου €9 δισ. ετησίως.
4.1.2. Ενέργεια
Ο τομέας της ενέργειας καλύπτει το 4% της ελληνικής ΑΠΑ και επηρεάζει σημαντικα την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων μεταποιητικών μονάδων. Η συνεισφορά του στην ΑΠΑ είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. συγκρινόμενη με τη Νότια Ευρώπη και τη Γερμανία). Κατά την περίοδο 2000-2008 και σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες (όπου επικρατούσε η αντίστροφη τάση), η ΑΠΑ του τομέα στην Ελλάδα αυξανόταν διαρκώς. Η μεγέθυνση αυτή οφείλεται κυρίως στα προβλήματα αποδοτικότητας του τομέα.
Ο ελληνικός τομέας ενέργειας χαρακτηρίζεται από χαμηλή αποδοτικότητα στη χρήση καυσίμων (Σχήμα 26), χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας και κεφαλαίων και υψηλό κόστος του μείγματος παραγωγής. Σε σύγκριση με τις αγορές της Νοτίου Ευρώπης και της Γερμανίας, η κατανάλωση ενέργειας στην Ελλάδα από τα νοικοκυριά και το εμπόριο είναι κατά 10%-40% υψηλότερη και η κατανάλωση πετρελαίου στις μεταφορές 5%-10% υψηλότερη. Το μείγμα παραγωγής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πετρέλαιο (αντί για το φθηνότερο φυσικό αέριο), ενώ οι μελλοντικοί ενεργειακοί στόχοι περιλαμβάνουν μεγάλο ποσοστό παραγωγής από ΑΠΕ, γεγονός που πιθανόν να αυξήσει το μέσο κόστος του ενεργειακού μείγματος. Όλες αυτές οι ανεπάρκειες εξισορροπούνται εν μέρει από την ελεγχόμενη τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος και την αποδοτική χρήση ενέργειας στο βιομηχανικό τομέα, που συγκρατεί το μέσο κόστος της ενέργειας σε επίπεδα χαμηλότερα από τα ευρωπαϊκά κράτη. Η αντιμετώπιση όλων αυτών των προβλημάτων μπορεί να μειώσει σημαντικά το ενεργειακό κόστος για την Ελλάδα.
Επιπλέον, ο τομέας χαρακτηρίζεται από περιορισμένη εξωστρέφεια, καθώς είναι σχετικά μικρή η ελληνική παρουσία στις αγορές του εξωτερικού και περιορισμένη η δραστηριοποίηση ελληνικών επιχειρήσεων σε όλο το μήκος της παραγωγικής αλυσίδας. Παρά την ύπαρξη εγχώριων κοιτασμάτων, δεν χρησιμοποιείται ούτε πετρέλαιο ούτε φυσικό αέριο στην κορυφή της παραγωγικής αλυσίδας (upstream), ενώ υπάρχει μικρή μόνο συμμετοχή στη δημιουργία υποδομών. Τόσο η έλλειψη εξωστρέφειας όσο και η μικρή συμμετοχή στην κορυφή της αλυσίδας περιορίζουν την προοπτική ανάπτυξης του τομέα.
Προκειμένου να αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες για ανάπτυξη και βελτίωση της παραγωγικότητας, η μελέτη επισημαίνει 14 προτεραιότητες ομαδοποιημένες σε 4 κατηγορίες (Σχήμα 27)
- Βελτίωση της αποδοτικότητας του τομέα. Προϋποθέτει τον εξορθολογισμό της κατανάλωσης ενέργειας στα κτίρια (Σχήμα 28) και τις μεταφορές. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση των διαθέσιμων τεχνικών μέσων, τα περισσότερα από τα οποία απαιτούν επενδύσεις και κίνητρα για να επιταχυνθεί η εφαρμογή τους. Ακολουθώντας μία συγκεκριμένη στρατηγική βελτίωσης της ενεργειακής κατανάλωσης των υπαρχόντων και νέων ακινήτων, θα μπορούσε να επιτευχθεί αύξηση στην ΑΠΑ του βιομηχανικού και κατασκευαστικού κλάδου κατά €1 δισ. σε ετήσια βάση με ορίζοντα το 2021.
- Αύξηση παραγωγικότητας. Μπορεί να επιτευχθεί με την αύξηση των διαθέσιμων πόρων, τη βελτίωση της λειτουργικότητας (σε επίπεδο καυσίμων και εργασίας), την αύξηση της παραγωγικότητας κεφαλαίων και τον περιορισμό των απωλειών στη διανομή, π.χ. με την εγκατάσταση «έξυπνων» μετρητών και την καταπολέμηση της παραοικονομίας στη λιανική πώληση του πετρελαίου.
- Βελτιστοποίηση του μείγματος ενέργειας με τη χρήση τεχνολογιών για την υποκατάσταση καύσιμων αναφορικά με την ενεργειακή επάρκεια και το οικονομικό και περιβαλλοντικό αντίκτυπο. Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται μία ολοκληρωμένη μελέτη για την ενεργειακή στρατηγική της χώρας, με αναφορά στους κοινοτικούς στόχους του ΕC 202020 και θα πρέπει να εκπονηθεί ένα πλάνο για την ενεργειακή διασύνδεση μεταξύ των νησιών.
- Αύξηση της εξωστρέφειας και συμμετοχή στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας κατά μήκος της ενεργειακής αλυσίδας. Βασικές προτεραιότητες είναι η εκμετάλλευση της γεωγραφικής θέσης της χώρας με στόχο τη δημιουργία κόμβου φυσικού αερίου, την αύξηση της συμμετοχής των ελληνικών επιχειρήσεων στα έργα ενεργειακής υποδομής και παραγωγής ενέργειας της ευρύτερης περιοχής, την προώθηση των εξαγωγών ενεργειακών προϊόντων την επόμενη πενταετία και την εκμετάλλευση των δυνατοτήτων στην αλυσίδα παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Οι αλλαγές αυτές μπορούν να προσθέσουν €9 δισ. άμεση και έμμεση ΑΠΑ και να μειώσουν το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο κατά περίπου €1 δισ. σε ετήσια βάση.
4.1.3. Βιομηχανία – μεταποίηση τροφίμων
Η αποβιομηχανοποίηση συντελείται εδώ και 20 χρόνια τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ε.Ε., με αντίστοιχη μείωση της συμμετοχής του κλάδου στην οικονομία από 21% σε 15% για την Ε.Ε. και από 13% σε 8% για την Ελλάδα. Παρά τη μείωση των σχετικών μεγεθών του βιομηχανικού κλάδου, παραμένει ο δεύτερος μεγαλύτερος κλάδος σε συνεισφορά ΑΠΑ και ο τρίτος μεγαλύτερος σε απασχόληση, από όλους τους κλάδους παραγωγής. Επιπλέον, συνεισφέρει τα περισσότερα φορολογικά έσοδα και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Η μεταποίηση, ως κλάδος, περιλαμβάνει το μεγαλύτερο ποσοστό «μεγάλων» μονάδων (>100 εργαζόμενοι), καθώς και μια σειρά μεγάλων σύγχρονων επιχειρήσεων, διεθνώς ανταγωνιστικών και με σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα (Σχήμα 29).
Για τον κλάδο συνολικά και ιδίως για τις μεγάλες εξωστρεφείς εταιρείες, η άρση των οριζόντιων μακροοικονομικών εμποδίων και η δημιουργία ενός φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος είναι κρίσιμες προϋποθέσεις στην προσπάθειά του να βελτιώσει την εγχώρια και διεθνή ανταγωνιστικότητά του. Ο κλάδος αποτελείται από τέσσερις, υποκατηγορίες: α) Μεταποίηση τροφίμων, με συνεισφορά του 30% της βιομηχανικής ΑΠΑ και 20% στην απασχόληση, β) Βαριά βιομηχανία, με 25% συνεισφορά ΑΠΑ και 35% στην απασχόληση, γ) Ποτά, με 10% συνεισφορά ΑΠΑ και 3% στη απασχόληση και δ) Ένα σύνολο μικρότερων κατηγοριών, με ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, που συνεισφέρει την υπολειπόμενη ΑΠΑ και απασχόληση. (Σχήμα 30).
Η μεταποίηση τροφίμων αποτελεί το μεγαλύτερο κλάδο του τομέα και συνεχίζει να αναπτύσσεται, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ε.Ε., καθώς υπάρχει στροφή της ζήτησης προς τα συσκευασμένα τρόφιμα. Ο συγκεκριμένος κλάδος αναλύθηκε σε βάθος κατά τη διάρκεια της μελέτης, όχι μόνο λόγω του μεγέθους του αλλά και λόγω του ότι αποτελεί δόκιμο πεδίο εφαρμογής των «οριζόντιων» προτάσεων της μελέτης, πέραν των κλαδικών παρεμβάσεων που μπορούν να συμβάλουν περαιτέρω στην ανάπτυξή του. Η βαριά βιομηχανία –στον αντίποδα– περιλαμβάνει ένα μικρό αριθμό, ώριμων, επιχειρήσεων στο χώρο των μεταποιημένων μεταλλικών προϊόντων, του τσιμέντου και των ορυκτών, με διεθνή εμβέλεια. Οι βασικές δράσεις που αφορούν την ανταγωνιστικότητα αυτών των επιχειρήσεων καλύπτονται, εν πολλοίς, από τις «οριζόντιες» μεταρρυθμίσεις και τις κλαδικές παρεμβάσεις στον τομέα της ενέργειας. Αντίστοιχα, ο υποκλάδος των ποτών κυρίως περιλαμβάνει μεγάλες διεθνείς και κάποιες εγχώριες επιχειρήσεις, που επίσης θα ωφεληθούν συνολικά από την άρση των οριζόντιων εμποδίων. Οι υπόλοιπες επιχειρήσεις του βιομηχανικού κλάδου αντιπροσωπεύουν μεγάλο αριθμό επιτηδευμάτων και ως εκ τούτου ο κατακερματισμός τους δεν επιτρέπει να καλυφθούν από ενιαίες προτάσεις.
Η μεταποίηση τροφίμων, χάρη στη διαθεσιμότητα πρώτων υλών και προϊόντων υψηλής ποιότητας, εξειδικευμένης τεχνογνωσίας και λογικού κόστους στην Ελλάδα, παρουσιάζει πολλές δυνατότητες να αυξήσει την αξία και τις εξαγωγές της και να περιορίσει τις εισαγωγές, ειδικά σε τέσσερις κατηγορίες τροφίμων που αναπτύσσονται με ταχείς ρυθμούς, λίπη και έλαια, φρούτα και λαχανικά, γαλακτοκομικά προϊόντα και προϊόντα αρτοποιίας.
Η εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που προσφέρουν αυτοί οι τομείς απαιτεί την αντιμετώπιση προβλημάτων που αφορούν την έλλειψη οικονομιών κλίμακας, σύγχρονου παραγωγικού δυναμικού, καινοτομιών και πρόσβασης στις διεθνείς αγορές. Ένα παράδειγμα που αφορά την κλίμακα παραγωγής και την πρόσβαση στις ξένες αγορές είναι το ελαιόλαδο. Η Ελλάδα είναι ο 3ος μεγαλύτερος παραγωγός ελαιολάδου στον κόσμο και εξάγει το 60% της παραγωγής της χύδην στην Ιταλία. Με τον τρόπο αυτόν, όμως, χάνει υπεραξία που ανέρχεται σε €1 το κιλό (Σχήμα 31) και που εκμεταλλεύεται η Ιταλία, εξάγοντας ξανά το ελαιόλαδο συσκευασμένο.
Στη φέτα, η Ελλάδα κατέχει μερίδιο της τάξης του 28% μόνο στην παγκόσμια αγορά του επώνυμου προϊόντος και στο προϊόν «ελληνικό γιαούρτι» κατέχει το 30% μόνο της αγοράς των ΗΠΑ. Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν ότι υπάρχουν σημαντικές ευκαιρίες προς αξιοποίηση. Η μελέτη έχει επισημάνει 12 προτεραιότητες που αφορούν τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα και τις έχει ομαδοποιήσει σε τέσσερις στρατηγικές κατευθύνσεις (Σχήματα 32-33).
– Καθορισμός προτεραιοτήτων για τις εξαγωγικές αγορές. Αυτό συνεπάγεται την ομαδοποίηση των ξένων αγορών με βάση την παρουσία κοινών δικτύων λιανικής πώλησης και εμπορικών συνεργειών, και στη συνέχεια την ιεράρχησή τους με βάση το μέγεθος, την προοπτική ανάπτυξης και την αποδοχή των ελληνικών προϊόντων. Σε πρώτη προτεραιότητα είναι οι αγορές της Β. Αμερικής, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας, της Αυστρίας και των Βαλκανίων. Άλλες κύριες αγορές περιλαμβάνουν την Ιταλία, τη Γαλλία και το Βέλγιο, τη Σκανδιναβία, τη Ρωσία και την Αυστραλία (Σχήμα 34).
– Καινοτομία και σταδιακή βελτίωση της αξίας του προϊόντος. Δημιουργία ενός παγκόσμια αναγνωρίσιμου μηχανισμού πιστοποίησης πρωτότυπων ελληνικών προϊόντων και ανάληψη δράσεων που σχετίζονται ειδικά με το κάθε προϊόν, όπως η συσκευασία και το «ονοματεπώνυμο» (branding), η υποκατάσταση των εισαγωγών λαδιού (π.χ. ηλιελαίου), κυρίως για επαγγελματική χρήση, η εισαγωγή καινοτομιών, η διαφήμιση του τόπου προέλευσης για τα ελληνικά γαλακτοκομικά (στραγγιστό γιαούρτι και φέτα) και η επιλεκτική προώθηση άλλων προϊόντων που παρουσιάζουν προοπτική ταχείας ανάπτυξης.
– Αύξηση του ελληνικού παραγωγικού δυναμικού και της αποδοτικότητας. Προτεινόμενες δράσεις σε αυτήν την κατεύθυνση είναι η ανάπτυξη 4-6 σύγχρονων μονάδων μεταποίησης και συσκευασίας μεγάλης κλίμακας (για τα προϊόντα προτεραιότητας όπως ελαιόλαδο, ελιές, τομάτες και πατάτες), στρατηγικά τοποθετημένων κοντά στην πηγή της πρώτης ύλης.
– Εξασφάλιση ισχυρής τοποθέτησης στις αγορές προτεραιότητας. Μία σημαντική δράση θα ήταν η ίδρυση μίας «Εταιρείας Ελληνικών Τροφίμων» (ιδιωτική εταιρεία ή ΣΔΙΤ) που θα φρόντιζε να εξασφαλίσει πρόσβαση στις σημαντικές εξαγωγικές αγορές για ανταγωνιστικά ελληνικά προϊόντα και παραγωγούς, αναπτύσσοντας δίκτυα χονδρικής και λιανικής διανομής, συντονίζοντας καμπάνιες μάρκετινγκ και ιδρύοντας σε σημεία αυξημένης κίνησης έναν περιορισμένο αριθμό καταστημάτων λιανικής πώλησης που θα διαθέτουν αποκλειστικά ελληνικά προϊόντα στις κύριες αγορές. Μέχρι το 2021 η ΑΠΑ (έμμεση και άμεση) θα μπορεί να αυξηθεί κατά περίπου €6 δισ., με 120.000 νέες θέσεις εργασίας, και το εμπορικό ισοζύγιο θα μπορεί να βελτιωθεί κατά περίπου €1,2 δισ.
4.1.4. Αγροτική παραγωγή – Γεωργικές καλλιέργειες
Ιστορικά ο αγροτικός τομέας ήταν πάντα σημαντικός για την Ελλάδα. Σήμερα απασχολεί περί το 13% του εργατικού δυναμικού (περίπου 500.000 εργαζόμενους) και συνεισφέρει περίπου 4% στην ΑΠΑ (ποσοστό σχεδόν τριπλάσιο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. των 15). Η σημασία του ενισχύεται από τις έμμεσες επιπτώσεις που έχει στη βιώσιμη αγροτική και περιβαλλοντική ανάπτυξη, καθώς και σε άλλους κλάδους, όπως τη μεταποίηση τροφίμων και τον τουρισμό.
Ο τομέας συνολικά χαρακτηρίζεται από χαμηλή παραγωγικότητα. Πριν την κρίση, η ΑΠΑ κατά κεφαλήν ήταν κατά 44% χαμηλότερη απ’ αυτήν του μέσου όρου της Ε.Ε. των 15 (€17.200 έναντι €30.900). Στην περίοδο 2000-2008 το κόστος εργασίας σχεδόν διπλασιάστηκε, γεγονός που υποδηλώνει περαιτέρω απώλεια της ανταγωνιστικότητας. Κατά την ίδια περίοδο στη Γερμανία, την Ιταλία και τη Γαλλία η αύξηση του εργατικού κόστους ήταν 3%, 23% και 38% αντιστοίχως.
Οι γεωργικές καλλιέργειες αποτελούν τον πιο σημαντικό υποκλάδο της αγροτικής παραγωγής, που συνεισφέρει στο 62% της ΑΠΑ και το 80% της απασχόλησης του τομέα (οι ιχθυοκαλλιέργειες εξετάζονται χωριστά, ως «αναδυόμενος αστέρας»). Πριν την κρίση, η παραγωγή είχε μειωθεί κατά 15%, το κόστος παραγωγής είχε αυξηθεί κατά περίπου 40% και οι τιμές κατά περίπου 25%. Ταυτόχρονα το εμπορικό ισοζύγιο επιδεινώθηκε, καθώς οι εισαγωγές αυξάνονταν πολύ πιο γρήγορα από τις εξαγωγές (44% και 28% συνολική αύξηση αντίστοιχα). Η διείσδυση της Ελλάδος στις κεντρικές ευρωπαϊκές αγορές είναι πολύ χαμηλή, με μερίδιο κάτω από το 2%, όταν η Ιταλία και η Ισπανία έχουν περίπου 10% και 13% αντίστοιχα. Η χώρα δεν έχει μία ολοκληρωμένη και σαφή εξαγωγική στρατηγική, είτε συνολικά είτε για το κάθε προϊόν ξεχωριστά. Οι εισροές εργασίας και η παραγωγικότητα της γης υπολείπονται σημαντικά των περισσότερων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου (Σχήμα 35), ενώ η κατακερματισμένη παραγωγή υπολείπεται σε διεθνή ανταγωνιστικότητα.
Παρά τα μειονεκτήματα αυτά, η Ελλάδα κατέχει πλεονεκτήματα ποιότητας και κόστους που δείχνουν ότι υπάρχει η δυνατότητα για υψηλότερη ανταγωνιστικότητα, εξωστρέφεια και υποκατάσταση εισαγωγών. Η μελέτη επισημαίνει εννέα προτεραιότητες, ομαδοποιημένες σε τέσσερις κατηγορίες. (Σχήμα 36)
– Διαφοροποίηση και επικέντρωση της στρατηγικής προϊόντων και μάρκετινγκ. Αυτό συνεπάγεται την ομαδοποίηση των προϊόντων σε τέσσερις διακριτές κατηγορίες –δηλαδή «εισαγόμενα/ευρείας κατανάλωσης», «προσανατολισμένα στην επεξεργασία», «αναδυόμενα» και «εξαγωγικές μηχανές»– και την αντίστοιχη προσαρμογή στην παραγωγική καθώς και στην εμπορική στρατηγική βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κάθε ομάδας. Πέραν αυτών, η Ελλάδα οφείλει να επικεντρωθεί και στη δημιουργία συγκεκριμένης στρατηγικής για προϊόντα προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης (π.χ. μαστίχα, κρόκο, σπαράγγια) (Σχήμα 37).
– Βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω οικονομιών κλίμακας. Αυτό συνεπάγεται τη στροφή προς μεγαλύτερες μονάδες και υψηλότερη παραγωγικότητα μέσω της αναδιανομής της καλλιεργήσιμης γης προς όφελος συγκεκριμένων προϊόντων, τη δυνητική χρήση δημόσιων εκτάσεων για να μεγαλώσει η κλίμακα παραγωγής, την εισαγωγή νέων μεθόδων και κινήτρων για την αύξηση της παραγωγικότητας της γης και την ίδρυση ενός νέου οργανισμού τυποποίησης και πιστοποίησης για αγροτικά προϊόντα και μεθόδους (περιλαμβανομένης της βιολογικής καλλιέργειας).
– Διασφάλιση διείσδυσης και παρουσία σε ξένες αγορές. Προς αυτή την κατεύθυνση θα συντελούσε η ίδρυση μίας «Εταιρείας Ελληνικών Τροφίμων» (ιδιωτική εταιρεία ή ΣΔΙΤ), ώστε να συγκεντρωθεί η παραγωγή, να υπάρξει συντονισμός, να δημιουργηθούν και να λειτουργήσουν δίκτυα διανομής στο εξωτερικό (ίδια πλατφόρμα με τη βιομηχανία τροφίμων).
– Ανάπτυξη επαγγελματικών δυνατοτήτων. Αυτό συνεπάγεται την ίδρυση περαιτέρω πανεπιστημιακών τμημάτων γεωργίας, με έμφαση στην επιχειρηματικότητα και σε πρακτικά προβλήματα, όπως και τη δημιουργία ε