• Σήμερα είναι: Κυριακή, 3 Δεκεμβρίου, 2023

Η ελληνική οικονομία μετά τον Covid-19

Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σ’ ένα μονοπάτι εξέλιξης που, μετά τη βύθιση του ΑΕΠ του δεύτερου τριμήνου, επανακάμπτει, παρόλο που αναμένεται μία ύφεση έτους -8,2%. Στην αρχή με αξιόλογο δυναμισμό, ενώ τώρα εμφανίζει μία επιβραδυνόμενη ανάκαμψη. Η κρίση του Covid έχει χτυπήσει έντονα τη ζήτηση στην οικονομία, πλήττοντας κυρίως, κατά σειρά, τους ανθρωπογενείς κλάδους της εστίασης, τους χώρους κοινωνικής συναναστροφής (μπαρ, κοινωνικές εκδηλώσεις κ.λπ.), τα ξενοδοχεία, τις επιχειρήσεις προσωπικής φροντίδας και αθλητικών δραστηριοτήτων κ.λπ. Εκτιμάται ότι το 2020 θα καταλήξουμε με 110.000 περισσότερους ανέργους, με καθαρή εκροή από την απασχόληση μεγαλύτερη (διπλάσια) της ανεργίας, κυρίως από γυναίκες, φθάνοντας έτσι το ποσοστό της ανεργίας γύρω στο 20%. Το διαθέσιμο προσωπικό εισόδημα θα εμφανίσει μία μείωση κατά 4% και θα κινηθεί γύρω στα 17.300 ευρώ.

Παράλληλα, το δημοσιονομικό έλλειμμα θα το δούμε να σκαρφαλώνει στο -7%, ενώ το πρωτογενές έλλειμμα θα κινηθεί στο -4% με -6%. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να ανέβει ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 184%.

Ως επακόλουθο, η ύφεση που έχει προηγηθεί έχει τις πηγές της κυρίως στη μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης (-7%) και των επενδύσεων (-10%) αλλά με τις ιδιωτικές επενδύσεις να υποφέρουν πολύ περισσότερο (-26%).

Όμως η ύφεση, που ήταν αποτέλεσμα κυρίως των κοινωνικών περιορισμών, έχει αρχίσει να απομειώνεται και στο δεύτερο τρίμηνο την αναμένουμε να κινηθεί, σε σχέση με το 2019, μεταξύ -9% και -10%, έναντι -14% περίπου το δεύτερο τρίμηνο.

Κοινός παρονομαστής της κατάστασης αυτής της οικονομίας είναι η μεγέθυνση της επιδημιολογικής αβεβαιότητας, ενώ ο μεγαλύτερος ανασχετικός παράγοντας της ύφεσης ήταν και είναι η κυβερνητική παρέμβαση μέσω της προγραμματισμένης μείωσης των εσόδων (μείωση φορολογικών και ασφαλιστικών εισφορών), αναβολής φορολογικών υποχρεώσεων και διεύρυνσης των δημοσιονομικών δαπανών. Εκτιμάται ότι το 2020 χάσαμε 9 δισ. ευρώ έσοδα, ενώ οι δημόσιες δαπάνες θα αυξηθούν κατά 6 δισ. ευρώ.

Όμως η αβεβαιότητα μας ακολουθεί τους τελευταίους μήνες του 2020 και τους πρώτους μήνες του 2021. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις το εμβόλιο θα αρχίσει να διατίθεται στο πρώτο εξάμηνο του 2021. Έτσι όμως διατηρείται μία επιφυλακτική προοπτική. Εάν δεν υπήρχαν αυτές οι πρόσθετες επιδημιολογικές επιφυλάξεις, οι οποίες τις τελευταίες ημέρες του Οκτωβρίου έχουν επιστρέψει δριμύτερες, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, θα αναμέναμε για την Ελλάδα το 2021 μία αξιόλογη ανάκαμψη, η οποία θα μπορούσε να κυμαίνεται μεταξύ +5% και +7%. Η ιδιωτική κατανάλωση αναμένουμε να ανακάμψει σε αντίστοιχα ποσοστά, ενώ οι επενδύσεις να κυμανθούν γύρω στο +15%, στηριζόμενες κυρίως στο δημόσιο. Φαίνεται ότι οι επενδύσεις αποτελούν ίσως τον σοβαρότερο μοχλό ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, ενώ εδώ και χρόνια αποτελούσαν τον μεγάλο ασθενή της οικονομίας. Συγχρόνως, οι επενδύσεις και ειδικότερα η διαχείριση των ακινήτων είναι πολύ σπουδαιότερος τομέας στη διαμόρφωση του ελληνικού ΑΕΠ απ’ ό,τι είναι ο τουριστικός τομέας, παρόλο που σε όρους απασχόλησης ο τουριστικός τομέας και η εστίαση έχουν πολύ σοβαρότερο ρόλο.

Το σημαντικό σημείο είναι ότι ο οικιστικός τομέας δεν υπέστη υφεσιακό σοκ όπως το 2010, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλο σχεδόν τον κόσμο, αφού οι τιμές απλώς διέκοψαν την άνοδό τους. Μάλιστα, στη Γερμανία εμφάνισαν τάσεις περαιτέρω ανόδου, πιεζόμενες κυρίως από τη διευρυμένη ποσοτική χαλάρωση των κεντρικών τραπεζών. Έτσι, η κρίση ζήτησης και προσφοράς δεν έχει μεταβληθεί, μέχρι στιγμής, σε χρηματοπιστωτική κρίση, γεγονός που θα μας έφερνε σε ένα μακροχρόνιο υφεσιακό μονοπάτι.

Ουσιαστικά η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική έχουν ενεργοποιηθεί κατά τρόπο πρωτοφανή, αλλάζοντας αρχικά τα δεδομένα των χαρακτηριστικών της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Η δημοσιονομική πολιτική παίζει πλέον ένα πολύ μεγαλύτερο ρόλο και οι δισταγμοί της για τη χρησιμοποίησή της πέρασαν ευτυχώς πολύ γρήγορα. Μάλιστα υπάρχουν σκέψεις ότι οι δύο, πολύ κοντά η μία στην άλλη, κρίσεις (2010, 2020) έχουν εξαντλήσει τις δυνατότητες της νομισματικής πολιτικής, με αποτέλεσμα η δημοσιονομική πολιτική να είναι το μόνο διαθέσιμο μέσο πολιτικής στο παιχνίδι. Προς την κατεύθυνση αυτή λειτουργεί και το μεγάλο πακέτο της Ευρώπης (750 δισ. ευρώ), αλλά και ο επόμενος ευρωπαϊκός προϋπολογισμός.

Βεβαίως, οι πραγματικές οικονομικές εξελίξεις από εδώ και πέρα θα εξαρτηθούν σε σημαντικό βαθμό από τέσσερις παράγοντες: α) από την επιδημιολογική εξέλιξη, β) από τους κινδύνους που υπάρχουν (Brexit, γεωστρατηγικές παράμετροι κ.λπ.), γ) από τα σημάδια που ήδη αφήνει στις οικονομίες η παρούσα κρίση, δ) από τον τρόπο που θα ενεργοποιηθεί η ευρωπαϊκή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική.

Παναγιώτης Ε. Πετράκης

Καθηγητής ΕΚΠΑ