Η ανάπτυξη ποσοτικών μεθόδων διερεύνησης έχει αποδειχθεί πως είναι πολύτιμη στον σύγχρονο ακαδημαϊκό βίο. Αυτή έχει ανοίξει «διάπλατα» τον κόσμο σε εμπειρικές μελέτες. Σε αυτή την ανάπτυξη υφίσταται εντούτοις ένα όχι ασήμαντο κόστος. Στις κοινωνικές επιστήμες, και ιδιαίτερα στην περιοχή της διοικητικής των επιχειρήσεων, οι ποσοτικές μέθοδοι (τεχνικές) έχουν γίνει ένα φετίχ και έχουν οδηγήσει στο να εξοβελίσουν τις εργασίες που δεν είναι εμπειρικής φύσεως. Η εργασία μου αυτή εξετάζει τις συνέπειες αυτού του –κατά τη γνώμη μου– ανησυχητικού φαινομένου.
Το θεωρώ σημαντικό οι φοιτητές που έρχονται στο πανεπιστήμιο να κάνουν διδακτορικό ή μεταδιδακτορική σπουδή/έρευνα όπως φέρουν μαζί τους κάποια «ασέβεια» προς τα όσα καλούνται να μελετήσουν1, γιατί δεν έρχονται απλώς και μόνον να «λατρέψουν» το τι είναι (ήδη) γνωστό αλλά να θέσουν ερωτήματα επ’ αυτού και να το αμφισβητήσουν με γονιμοποιό τρόπο.
Μέσα από τη μυθολογία που περιβάλλει τις ανακαλύψεις του Αϊνστάιν, οι ερευνητές, ακολουθώντας την στα περισσότερα πεδία, αναζητούν γνώσεις που είναι δυνατόν να αναχθούν σε κάποια μαγική εξίσωση2 που θα περιγράφει επαρκώς το υπό θεώρηση φαινόμενο.
Στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, «έρευνα» σημαίνει τόσο τη σχετική δραστηριότητα όσο και τα αποτελέσματά της. Όταν αυτή η δραστηριότητα γίνεται σε επιστημονικούς κλάδους εκτός των φυσικών επιστημών, αλλά χρησιμοποιώντας τις ίδιες τεχνικές, υποτίθεται ότι είναι μία, κατ’ επέκταση, εφαρμογή «επιστημονικής μεθόδου». Ως εκ τούτου, τα τελικά της προϊόντα τυγχάνουν υψηλής αξίας στον ακαδημαϊκό κόσμο, διότι θεωρούνται ως ισοδύναμα προς επιστημονικής φύσεως αποτελέσματα, τα οποία έχουν έτσι γίνει το καλό παράδειγμα εξέλιξης και ανάπτυξης της γνώσης σήμερα. Εν συντομία, η έρευνα οφείλει πλέον το ακαδημαϊκό της κύρος κυρίως στην ευρύτατη αποδοχή των «θετικών» επιστημών ως το κύριο υπόδειγμα (μοντέλο) όλων των ειδών γνώσης.
Ο Dan Subotnik (1988: 97) ομιλεί για την «αρχή του ποσοτικά ακαταμάχητου»3 (Principle of Quantitative Unassailability), η οποία έχει εξελιχθεί σε ένα είδος πίστεως. Αυτός αναφέρει ότι στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Χάρβαρντ, τόσο μεγάλη είναι η αφοσίωση σε αυτή την αρχή ώστε ένα μέλος της εκεί ακαδημαϊκής κοινότητας, που είχε μάλιστα κερδίσει το Βραβείο Πούλιτζερ (Pulitzer Prize), απέτυχε στο αίτημά του για μονιμότερη θέση (tenure) επειδή κρίθηκε πως το έργο του ήταν θεωρητικής φύσεως. Όπως παρατηρεί ο Dan Subotnik, αυτό δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό. Σε καμία επιστήμη, όμως, αυτή η καμπύλη της συνάρτησης αφοσίωσης δεν φτάνει σε υψηλότερο σημείο απ’ ό,τι στην περιοχή των κλάδων της Διοίκησης Επιχειρήσεων. Ο καθηγητής Robin Wallace, υποστηρίζοντας σθεναρά ότι η καλή επιστημονική έρευνα βασίζεται τελικώς στη διαίσθηση και πως η προσωπική ανάμιξη με το προς διερεύνηση αντικείμενο είναι περισσότερο κεντρικό ζήτημα προς την επιστημονική μέθοδο απ’ ό,τι η ακρίβεια της τεχνικής ή η φραστική διατύπωση4, σημειώνει ότι ο «Αϊνστάιν δημοσίευσε πολλά από τα πλέον σημαντικά (με επιρροή) έργα του χωρίς καμία πειραματική υποστήριξη» (καθ’ ολοκληρίαν).
Ο οξύνους καθηγητής Abraham Briloff περιγράφει εξαιρετικά το πώς το «παράδειγμα» της λογιστικής που βασίζεται σε μαθηματικά – στατιστική – οικονομετρία έχει επηρεάσει τη μελέτη της λογιστικής (1984: 509-510): «In our research endeavors the academic community finds our presumptive first-rate accounting intellects constrained to demonstrate their competence as second-rate financial analysts, applying third-rate mathematical methodology to fourth-rate data contained in various computerized data banks compiled by fifth-rate accounting drones. As a consequence the leading journals, wherein accounting academics are compelled to publish lest they perish, demonstrate intensified mathematical sophistication, with diminished contact with the real world».
Σε συνέπεια ευρισκόμενη με το σχήμα που υποστηρίζει ο Kuhn για την εξέλιξη της επιστήμης γενικά (Kuhn, 1970), η υψηλή αξία που τέθηκε επί των εμπειρικής φύσεως μελετών από τους μελετητές στους κλάδους της διοικητικής των επιχειρήσεων τείνει πλέον να εξαιρεί εξ ορισμού «άλλα» είδη προβλημάτων –δηλαδή προβλημάτων που δεν τίθενται ή διαμορφώνονται από το υπερισχύον (επικρατούν) παράδειγμα– από την όλη περιοχή της γνώσης. Αυτά τα τελευταία, λοιπόν, στερούνται μίας θεμιτής απαίτησης για ύπαρξη στην ακαδημαϊκή σκέψη, είτε τέτοια προβλήματα συνεπάγονται έρευνα στα «δέοντα»5 (κατ’ αντίθεση προς αυτά που «είναι»6), ή έρευνα στα είδη του τι «είναι», η οποία θα μπορούσε να δομηθεί διά μέσου θεωρητικού οικοδομήματος εννοιολογικής φύσεως (conceptual theory) και κρίσης (judgment), κατ’ αντίθεση προς αρίθμηση και μέτρηση. Αυτή η υπάρχουσα τάση αφήνει λίγο χώρο για επεξεργασία, λόγου χάριν, της σχέσης μεταξύ Γενικών Λογιστικών Αρχών και ηθικών συστημάτων λειτουργίας των επιχειρήσεων. Αυτό τον καιρό, η λογιστική ως επιστήμη θέτει αμφότερα, την ιστορία εξέλιξης των λογιστικών θεωριών και την ηθική της λογιστικής πράξης, στο ράφι.
Επειδή μόνον ό,τι μπορεί να εκφραστεί ποσοτικά διευκολύνεται κατά πολύ στη διαχείρισή του, υπερισχύει πλέον η αριθμοποίηση όλων των πάσης φύσεως μεγεθών: η διαχείριση-διοίκηση των επιχειρήσεων γίνεται βάσει αριθμών. Ο πρώην επικεφαλής (CEO) της πολυεθνικής εταιρείας Norton Simon, David Mahoney, υποστηρίζει ότι αυτό συνιστά ένα σοβαρό λάθος. Αυτός γράφει (σελ. 162): «We have become slaves to numbers, and we are judged by them. But they are not real –not by a long shot».
Ο κοσμήτωρ της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Loyola στο Σικάγο λέει σχετικώς (σελ. 4): «Ό,τι είναι ποσοτικοποιήσιμο συνιστά γνώση (επιστημονική σκέψη), και αυτό ορίζεται ως ο αριθμός των δημοσιευθέντων σε νομικά περιοδικά άρθρων»7.
Η Αμερικανική Ένωση Πιστοποίησης Νομικών (American Bar Association Accreditation Committee) παραπονείται για την ανεπάρκεια των νομικών σχολών να είναι τα μέλη τους παραγωγικά σε δημοσιεύσεις8 κρινόμενα με βάση το τεθέν Πρότυπο 401 (Standard 401), ενώ δεν δίνει καμία τεκμηρίωση του να έχει διαβάσει η αρμόδια Επιτροπή έστω και μία λέξη από τα όσα έχουν γραφεί στα νομικά περιοδικά. Αυτό φαίνεται να σημαίνει ότι δεν ενδιαφερόμαστε πια να διαβάζουμε άρθρα της επιστήμης μας αλλά να γράφουμε άρθρα και να επιδιώκουμε (αμοιβαίες) ετεροαναφορές9.
Πότε-πότε, όμως, το ζήτημα δεν είναι πόσο πολύ ένας υποψήφιος για πανεπιστημιακή θέση έχει γράψει αλλά εάν το έργο του έχει δημοσιευτεί σε περιοδικά «υψηλής στάθμης». Αναφορικά με την αξιολογική κατάταξη των περιοδικών, η ακαδημαϊκή έρευνα ευνοεί κρίσεις υπέρ της πολύπλοκης ποσοτικής ανάλυσης. Υφίσταται επίσης ένα ζήτημα που καλώς έθεσε η συνάδελφος καθηγήτρια στο ΟΠΑ Σάντρα Κοέν: Τι αξία πραγματικά έχει ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε σε ένα (θεωρούμενο) πολύ καλό ακαδημαϊκό περιοδικό όταν κανείς δεν αναφέρεται σε αυτό (στο περιεχόμενό του);
Υπάρχει και μία άλλη παράμετρος αξιολόγησης του έργου ενός επιστήμονα: Η εμμονή καθενός πανεπιστημιακού τμήματος. Π.χ., το Χάρβαρντ θέλει να διαιωνίζει την προσέγγιση με βάση τη μελέτη περιπτώσεων (the case method) και αυτό αντανακλάται στο περιοδικό του «Harvard Business Review». Το Πανεπιστήμιο του Σικάγου απαιτεί μελέτες έντονα προσανατολισμένες σε εμπειρικής (δηλαδή στατιστικής – οικονομετρικής) φύσεως αναλύσεις και αυτό αντανακλάται στο περιοδικό του «Journal of Accounting Research». Το Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, τη δεκαετία του 1970, είχε εμμονή με έρευνες στις προβλεπτικές δυνατότητες των λογιστικών μεγεθών και αριθμοδεικτών κ.ο.κ.
Ο Kuhn έχει συμπεράνει, στην περίφημη μελέτη του επί του τρόπου εξέλιξης των (θετικών κυρίως) επιστημών (1970: 101), ότι «το τίμημα μίας σημαντικής προπόρευσης –δηλαδή προόδου στις φυσικές επιστήμες– είναι η δέσμευση την οποία διαπερνά ο κίνδυνος του να είσαι λάθος»10.
Η ποσοτική διερεύνηση, η οποία συνήθως βασίζεται σε κάποια μορφή δειγματοληψίας, μπορεί να οδηγήσει σε ένα τελικώς μάταιο είδος ερευνητικού έργου, όπως έχει δείξει ο εξαίρετος φιλόσοφος της επιστήμης Karl Reimund Popper. Μία θαυμάσια εν προκειμένω εξήγηση έχει προσφέρει ο Σανταγιάνα11 (1968: 245): «Όλα τα προβλήματα», έγραψε (πιστώνοντας γι’ αυτό έναν μαθηματικό που δεν τον ονομάζει), «διαιρούνται σε δύο κατηγορίες, επιλύσιμα ζητήματα τα οποία είναι ασήμαντα, και σπουδαία ζητήματα τα οποία δεν είναι δυνατόν να λυθούν»12.
Η Αρχή του Ακαταμάχητου των Ποσοτικά Διατυπούμενων Ισχυρισμών (Principle of Quantitative Unassailability)13 μορφοποιεί σχεδόν κάθε όψη του ακαδημαϊκού έργου στις σχολές Διοίκησης Επιχειρήσεων, αρχίζοντας από την επιλογή των μαθημάτων που προσφέρονται στα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών, σε φοιτητές προχωρημένης σπουδής της Λογιστικής. Είναι λογικό, π.χ., να υποθέσει κάποιος ότι σε ένα μεταπτυχιακό στη Λογιστική ή, πολύ περισσότερο, σε μια δέσμη προκαταρκτικών μαθημάτων ενός προγράμματος που οδηγεί στη λήψη διδακτορικού, μαθήματα όπως η «Θεωρία της Λογιστικής» ή η «Ιστορία της Λογιστικής» θα απαιτείται να διδαχθούν. Εντούτοις, αυτό σπάνια συμβαίνει στη χώρα μας. Σε τέτοια μεταπτυχιακά προγράμματα η θεωρούμενη ως ακραιφνώς επιστημονική μάθηση καθιστά τα προαναφερθέντα μαθήματα «ολοσχερώς αποσβεστέα». Δηλαδή οι φοιτητές, κατ’ αυτή την επικρατούσα άποψη, δεν έχουν τίποτα το ουσιώδες να μάθουν από την παρακολούθηση τέτοιων μαθημάτων. Το ίδιο ισχύει –εδώ η άποψη αυτή επεκτείνεται και στα προπτυχιακά προγράμματα σπουδών στη Λογιστική– και για μαθήματα όπως η «Διεθνής Λογιστική», κ.ο.κ. Ιδιαίτερη εντύπωση μου κάνει ότι σε κανένα Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής δεν διδάσκεται, ούτε σε προπτυχιακό ούτε σε μεταπτυχιακό επίπεδο, το σημαντικότερο –κατά τη γνώμη μου– μάθημα ενός τέτοιου προγράμματος σπουδών, η «Αποτιμητική», την οποία ο σπουδαίος Μάριος Τσιμάρας χαρακτηρίζει τη «σπονδυλική στήλη» αμφοτέρων των προαναφερθεισών ειδικεύσεων.
Πέρα από τις δύο βασικές προσεγγίσεις στον τρόπο διεξαγωγής λογιστικής έρευνας –την επαγωγή (induction) και την απαγωγή (deduction)– η πείρα μου με έχει κάνει να υιοθετώ τις απόψεις του Πάουλ Φάγεραμπεντ, ο οποίος ήταν πρόμαχος μιας «αναρχικής» επιστημολογίας στο περίφημο βιβλίο του «Ενάντια στη μέθοδο» (1975)14. Ο Feyerabend αμφισβητεί –μεταξύ άλλων– την ανάγκη για «περιγραφικές προσεγγίσεις δεοντολογικής φύσεως (prescriptive approaches)».
Στις μέρες μας συνήθως ως επιστημονική μέθοδος θεωρείται πρωτίστως και κυρίως η προσέγγιση που τιτλοφορείται «εμπειρική έρευνα». Στις εμπειρικές έρευνες υπονοείται ότι η κοινωνία –ο κοινωνικός κόσμος (social world)– σταματάει να έχει μία περαιτέρω δυναμική λειτουργία και υφίσταται σε τέτοιες έρευνες μία «δομική ακινησία» (structured immobility). Οι άνθρωποι σε τέτοιες έρευνες θεωρούνται ότι υπόκεινται σε «σίγουρα προσδιοριστικές» (deterministic), άρα ελεγχόμενες, εξωτερικές δυνάμεις. Μια τέτοια προσέγγιση αγνοεί την αστάθεια των κοινωνικών συστημάτων και παρέχει ελλιπή κατανόηση του κόσμου που μας περιβάλλει. Οι υπονοούμενες παραδοχές για τη φύση της πραγματικότητας είναι όμως διαφορετικές σε κάθε εμπειρική έρευνα15: «Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να καθίστανται σαφείς αυτές οι παραδοχές και το πώς είναι δυνατόν να επηρεάσουν την υπό υλοποίηση ερευνητική διεργασία» (Φίλιος, 2014: 316).
Λίγη σημασία δίδονταν ρητά στη μεθοδολογία της λογιστικής έρευνας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, με εξαίρεση ίσως το εξαιρετικό βιβλίο του Robert R. Sterling (ed.), «Research Methodology in Accounting», Scholars Book Co., Houston, Texas, 1972 (πρόκειται για ένα βιβλίο λίαν επιστημονικών μελετημάτων, εξαιρετικού ενδιαφέροντος, τα οποία συναπετέλεσαν την έκθεση της American Accounting Association Committee on Research Methodology. Συμπεριλαμβάνει επτά ξεχωριστές εργασίες, που παρουσιάστηκαν σε Accounting Colloquium στο University of Kansas School of Business).
Το 1979, η Αμερικανική Λογιστική Ένωση (American Accounting Association) ανέθεσε στους καθηγητές Abdel-Khalik και Ajinkya να συντάξουν μία έκθεση επί του ανωτέρω θέματός μας. Η εν λόγω έκθεση δημοσιεύτηκε με τίτλο: «Empirical Research in Accounting: A Methodological Viewpoint». Αυτή η έκθεση διερεύνησε εναλλακτικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις, συμπεριλαμβάνοντας τρόπους έρευνας εκ των φυσικών επιστημών. Όπως υποστηρίχθηκε στην έκθεση αυτή, η επιστημονική μέθοδος πρέπει να αρχίζει από μία καλά διαμορφωμένη θεωρία, συνήθως εξαγόμενη από μια επισκόπηση – εξέταση της προηγούμενης ακαδημαϊκής αρθρογραφίας/βιβλιογραφίας.
Αναφερόμενη στις εργασίες που δημοσιεύονταν τότε στα δύο κυριότερα ακαδημαϊκά περιοδικά των ΗΠΑ, την «Accounting Review» και το «Journal of Accounting Research», η ως άνω έκθεση τις σχολιάζει ως εξής: «…Μεγάλη χρήση μαθηματικών παραστάσεων, εμπιστοσύνη σε πολύπλοκες στατιστικές μεθοδολογίες και προσοχή σε διανοητικώς ευάγωγα προβλήματα σε βάρος του άμεσου ρεαλισμού είναι όλα χαρακτηριστικά του κύριου μέρους των εργασιών που δημοσιεύονται σε αυτά τα περιοδικά»16.
Οι Tomkins & Groves (1983) υποστηρίζουν εύστοχα ότι οι επιστημονικές μέθοδοι έχουν τη θέση τους στη μεθοδολογία, αλλά δεν θα πρέπει να είναι σε προνομιακή θέση. Κάποιες άλλες προσεγγίσεις μπορεί να είναι πιο κατάλληλες για ορισμένα είδη έρευνας, όπως αυτές τις οποίες αποκαλούν «naturalistic».
Ο γερμανός φιλόσοφος Χανς-Γκέοργκ Γκάνταμερ (Hans-Georg Gadamer, 1900-2002), στο σημαντικότερο έργο του, το «Αλήθεια και μέθοδος»17 –που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1960– αναδεικνύει τη φιλοσοφική αντίληψή του, η οποία συνίσταται στην ανατροπή της θεώρησης που πρεσβεύει ότι η επιστημονική μέθοδος είναι η αποκλειστική διαδρομή για την αναζήτηση της αλήθειας.
Τελειώνοντας αυτή τη μελέτη μου επί της λογιστικής18, θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω δύο αποσπάσματα από τους σπουδαίους μέντορές μου, τον Ι. Χρυσοκέρη και τον T. Gambling, το πρώτο γενικότερο, το δεύτερο ειδικότερο και προφητικό:
«Αι επιστημονικαί σας γνώσεις, η επιστημονική σας εργαλειοθήκη, ο επιστημονικός σας εξοπλισμός θα υπόκεινται συνεχώς εις απαρχαίωσιν και θα χρήζουν διαρκώς συμπληρώσεως και ανανεώσεων. Η επιστήμη, αγαπητοί φοιτηταί, απαιτεί διαρκείς αγώνες και συνεχείς θυσίας, απαιτεί απάρνησιν πολλών ελκυστικών και ευχάριστων κοσμικών απασχολήσεων και εγκοσμίων απολαύσεων, απαιτεί εγκαρτέρησιν και αυταπάρνησιν. Μόνον με πίστιν και ενθουσιασμόν γίνεται η προσπέλασις εις τους χώρους της επιστήμης και επαναλαμβάνω γίνεται απλώς η προσέγγισις και ουχί η κατάκτησις της επιστήμης, διότι η επιστήμη είναι ατέρμων και απέραντος» (Ιωάννης Τρ. Χρυσοκέρης, 1972-1973: 119).
«Έχω εξηγήσει σε διαφόρους τόπους τον ισχυρισμό μου ότι η “λογιστική” είναι το πλέον σημαντικό αντικείμενο μελέτης το οποίο το ανθρώπινο γένος θα μπορούσε να αναλάβει· έχω επίσης πει ότι είναι το τελευταίο πεδίο επιστήμης προς εξερεύνηση. Αυτό ισχύει επειδή η σημασία του είναι τόσο μεγάλη ώστε μέχρι πολύ πρόσφατα έχουμε αποτύχει να δούμε το δάσος για τα δένδρα» (Trevor Gambling, May 1978)19.
Το θέμα αυτό το εξετάζω διεξοδικά στο σύγγραμμά μου «Λογιστική Θεωρία» (Accounting Theory), τόμοι Α’, Β’, Γ’, Σύγχρονη Εκδοτική, Αθήνα 2014, στο οποίο παραπέμπω τον αναγνώστη που πραγματικά ενδιαφέρεται. Γιατί, όπως λέγει και ο Καρλ Μάρξ στο «Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας», τόμ. Α’, Βιβλίο 1, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978, σελ. 12: «Προϋποθέτω φυσικά αναγνώστες που θέλουν να μάθουν κάτι το καινούργιο και επομένως να σκεφθούν και οι ίδιοι».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Το σκεπτικό μου αυτό παρομοίως έχει εκφράσει ο καθηγητής Jacob Bronowski (1973: 360): «It is important that students (at the university) bring a certain ragamuffin, barefoot irreverence to their studies; they are not here to worship what is known but to question it».
2. Εύστοχα περιγράφει αυτή την τάση ο γάλλος στοχαστής κοινωνιολόγος Roland Barthes (1987: 69): «Through the mythology of Einstein, the world blissfully regained the image of knowledge reduced to a formula… [and of] the universe [as] a safe of which humanity seeks the combination».
3. Δηλαδή μόνον ό,τι μπορεί να εκφραστεί και διατυπώνεται – αποδεικνύεται ποσοτικά συνιστά ακαταμάχητο επιχείρημα.
4. «…personal involvement with the subject matter is more central to the scientific method than is precision of technique or vocabulary»… «Albert Einstein published many of his most influential papers with no experimental backing at all» (1987).
5. Έρευνα, δηλαδή, κανονιστικής φύσεως επί του τι πρέπει να είναι/γίνεται (δεοντολογικώς).
6. Έρευνα, δηλαδή, περιγραφικής φύσεως επί του τι είναι πραγματικά (οντολογικώς).
7. «What is quantifiable is scholarship, and that is defined as law journal articles published».
8. «…insufficiency of faculty scholarly productivity and publications…»
9. Είναι αληθώς πάμπολλες οι φορές που συνάδελφοι, ιδίως από ΑΤΕΙ, με έχουν παρακαλέσει να βάλω σε παραπομπή ή στη βιβλιογραφία αναφορά σε κείμενό τους (άρθρο, βιβλίο) προκειμένου να συμπεριληφθεί/προστεθεί στις ετεροαναφορές…
10. «The price of significant advance –that is, progress in the natural sciences– is a commitment that runs the risk of being wrong».
11. Σανταγιάνα, Τζορτζ (George Santayana, Μαδρίτη 1863 – Ρώμη 1952). Αμερικανός φιλόσοφος, ισπανικής καταγωγής. Σπούδασε στο κολέγιο του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και, τέλος, στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, με καθηγητές τους Γουίλιαμ Τζέιμς και Τζοσάια Ρός. Το 1898 άρχισε να διδάσκει στο τμήμα φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, το 1907 έγινε τακτικός καθηγητής και παρέμεινε εκεί έως το 1912. Τα έργα του Σανταγιάνα, ο οποίος επηρέασε σημαντικά τη φιλοσοφία του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα τομέων της ανθρώπινης σκέψης. Με αφετηρία νατουραλιστικές θέσεις, προσέγγισε τον κριτικό ρεαλισμό, διακρίνοντας τη σφαίρα της ύπαρξης (χωροχρονική, υποκείμενη στο γίγνεσθαι, ελεγχόμενη) από τη σφαίρα της ουσίας (εξωχρονική και εξωχωρική, μη υποκείμενη στον προσδιορισμό και στο γίγνεσθαι). Η φιλοσοφία αυτή αποτυπώνεται πληρέστερα στο θεμελιώδες έργο του «Σκεπτικισμός και ζωική πίστη» (1923). Ανάμεσα στα γνωστότερα έργα του περιλαμβάνονται: «Η ζωή της λογικής ή οι φάσεις της ανθρώπινης προόδου» (5 τόμοι, 1905-1906), «Οι σφαίρες του είναι» (4 τόμοι, 1927-1940), η τρίτομη αυτοβιογραφία του «Πρόσωπα και τόποι» (1944-1945), «Η πατρίδα μου, ο κόσμος» (1953, μετά τον θάνατό του) κ.ά.
12. «All problems are divided into two classes, soluble questions which are trivial and important questions, which are insoluble».
13. Αρχή την οποία, υπενθυμίζουμε, πρώτος διατύπωσε ο Dan Subotnik (1988).
14. Paul Feyerabend (Βιέννη 1924 – Ζενολιέ, Ελβετία 1994). Αυστριακός φιλόσοφος ο οποίος αντιτάχθηκε στον θετικισμό και αμφισβήτησε γενικότερα τον δυτικό ορθολογισμό (βλ. το έργο του «Αποχαιρετισμός στον Λόγο», 1987).
15. Για μια πλήρη ανάλυση του σημείου αυτού βλ. Φίλιος, 2017: Έκτο Μέρος.
16. «Heavy use of mathematical notation, reliance on complex statistical methodologies and attention to intellectually tractable problems at the expense of direct realism are all characteristic of the bulk of the papers published in these journals». (ibid.: vii)
17. Hans-Georg Gadamer, Wahrheit und Methode, Grundzüge einer philosophischen, Hermeneutik, Τύμπινγκεν, J.C.B. Mohr (Paul Siebeck), 1986.
18. Θα ήθελα πολύ να γράψω μια (επόμενη) μελέτη/εργασία επί κάποιων κειμένων (άρθρων και βιβλίων) που έχουν γραφεί στα ελληνικά –και μόνον στα ελληνικά– τα οποία θεωρώ εξαιρετικής ποιότητας και τα οποία –κατά τη γνώμη μου, βέβαια– δεν υστερούν σε τίποτε από αντιστοίχου είδους κείμενα στα αγγλικά ή γερμανικά: Δεν πρόκειται για μια απλή βιβλιοπαρουσίαση αλλά για μια προσπάθεια ανάδειξης, υπόδειξης ότι και στα ελληνικά γραμμένα κείμενα επί της λογιστικής έχουν σημαντική αξία.
19. «I have explained in various places my contention that “accounting” is the greatest subject of study which mankind could undertake; I have also said that it is the last field of science to be explored. This is because its significance is so vast that until very recently we have failed to see the wood for the trees».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
Α. Ξενόγλωσση
Abdel-Khalik, A.R. & Ajinkya, B.B. (1979), Empirical Research in Accounting: A Methodological Viewpoint, Sarasota, Fl.: American Accounting Association.
Appel, N., National Law Journal, 26 January 1987.
Barthes, R., Mythologies (trans. Annette Lavers), Hill and Wang, 1987.
Briloff, A., «Corporate Governance and Accountability Malaise», Journal of Corporation Law, Vol. 9, 1984.
Bronowski, J., The Ascent of Man, Little, Brown, 1973.
Ellman, I., «A Comparison of Law Faculty Production in Leading Law Reviews», Journal of Legal Education, Vol. 33, 1983.
Gambling, Trevor (1977), «Magic, Accounting and Morale», Accounting, Organizations and Society, Vol. 2, No. 2, σελ. 141-151.
Gambling, Trevor (1978), «Theory Construction, Empiricism and Validation in Accounting Practice», Department of Accounting, University of Birmingham (κάποια μέρη της μελέτης αυτής κυκλοφόρησαν ως τμήμα μίας άλλης σπουδής υπό τον τίτλο «Marx, Medicine and Accounting» στο Α’ Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Λογιστικής Ένωσης, που έγινε στο Παρίσι, στις 13-15 Μαρτίου 1978. Ως εργασία του Τμήματος Λογιστικής κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1978).
Gambling, Trevor (1985), «The Accountant’s Guide to the Galaxy, Including the Profession at the End of the Universe», Accounting, Organizations and Society, Vol. 10, No. 4, σελ. 415-425, 1985. Πρόκειται για την αποχαιρετιστήρια διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο του Birmingham όπου κατείχε την έδρα της Λογιστικής από τον Φεβρουάριο του 1970 έως τον Αύγουστο του 1985. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1975-1985, το Τμήμα αυτό της Λογιστικής αξιολογούνταν σταθερά ανάμεσα στα έξι καλύτερα της Ευρώπης.
Kuhn, T.S., The Structure of Scientific Revolutions, University of Chicago Press, 1970.
Mahoney, D., Confessions of a Street-Smart Manager, Simon & Schuster, 1988.
Most, S. Kenneth (1982), Accounting Theory, Second Edition, Grid Publishing Inc., Columbus, Ohio (Grid Series in Accounting).
Santayana, G., «What is Aesthetics?», in Selected Critical Writings of George Santayana (ed. Henfrey), Cambridge University Press, 1968.
Subotnik, Dan, «Wisdom or Widgets: Whither the School of “Business”?», Abacus, Vol. 24, No. 2, 1988, σελ. 95-106.
Tomkins, G. & Groves, R. (1983), «The everyday accountant and researching his reality», Accounting, Organizations and Society 4, σελ. 361-374.
B. Ελληνόγλωσση
Φίλιος, Βασίλειος Φ. (2014), Λογιστική Θεωρία (Accounting Theory), Τόμοι Α’, Β’, Γ’ σε ένα βιβλίο, Σύγχρονη Εκδοτική, Αθήνα 2014.
Φίλιος, Βασίλειος Φ. (2017), Η Θεωρία της Λογιστικής. Η Λογιστική ως Επιστήμη, Εκδόσεις ΟΠΑ, Αθήνα 2017.
Χρυσοκέρης, Ιωάννης Τρ. (1978/1973), «Αι Μέθοδοι Ερεύνης των Οικονομικών Επιστημών». Ομιλία εις την τελετή της επισήμου υποδοχής των νεοεισαχθέντων φοιτητών της Σχολής ως πρυτάνεως» Αφετηρίς Διοικητική, 1972-1973, Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (Πρυτανεία Ιωάννου Τρ. Χρυσοκέρη), σελ. 111-120.
(*) Την εργασία μου αυτή τη θεωρώ ως αποχαιρετιστήρια συμβολή στα λογιστικά δρώμενα της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας ενόψει της συνταξιοδότησής μου.