Μαρία Ακριβού
Δημοσιογράφος
Ένα μεγάλο «στοίχημα» καλούνται να κερδίσουν όσοι δραστηριοποιούνται στον κλάδο του τουρισμού. Τα τελευταία χρόνια φαίνεται πως αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς μια πολλά υποσχόμενη αγορά, αυτή των ιατρικών τουριστών, που αναγκάζονται λόγω κάποιας πάθησης, ασθένειας ή ακόμα και επέμβασης, στην οποία πρέπει να υποβληθούν, να επισκέπτονται γιατρούς στο εξωτερικό προκειμένου να βελτιώσουν την υγεία τους.
Τα κέρδη από αυτή τη νέα κατηγορία «πελατών» είναι τεράστια, εάν λάβει κανείς υπόψη ότι ταξιδεύουν μαζί με την οικογένειά τους, μένουν περισσότερο από μια εβδομάδα και ξοδεύουν σημαντικά ποσά για τα νοσήλια, τη διαμονή και τη σίτισή τους. Όσες χώρες κατάλαβαν τη σημασία του ιατρικού τουρισμού εγκαίρως, έχουν μετατραπεί σε σημαντικά ιατρικά κέντρα, τα οποία θησαυρίζουν κυριολεκτικά από την εναλλακτική μορφή τουρισμού, που αποτιμάται σε εκατοντάδες δισ. δολάρια.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Ένωση Τουρισμού Υγείας (Medical Tourism Associaton), τα έσοδα που προκύπτουν σε παγκόσμια βάση από τους τουρίστες που ταξιδεύουν εκτός των εθνικών τους συνόρων για ιατρικούς λόγους υπολογίζονται στα 100 δισ. δολάρια, όταν ο οργανισμός Ασθενείς Χωρίς Σύνορα κάνει λόγο για ένα οικονομικό μέγεθος της τάξης των 72 δισ. δολαρίων.
Τη θέση της στην παγκόσμια αγορά ιατρικού τουρισμού προσπαθεί, έστω και καθυστερημένα, να κατοχυρώσει η Ελλάδα, η οποία, μολονότι διαθέτει μια μακρά παράδοση υψηλών επιδόσεων στον τουριστικό κλάδο, εντούτοις μόλις πρόσφατα οι χαράσσοντες την τουριστική πολιτική αποφάσισαν να καταστρώσουν νομοσχέδιο για τον ιατρικό τουρισμό.
Ο αντιπρόεδρος της ΕΛΙΤΟΥΡ και μέλος του Δ.Σ. του ομίλου «Ιασώ» Αντώνης Βλαχούσης εξηγεί τους λόγους που η Ελλάδα ακολούθησε μεταγενέστερα το trend που ακούει στο όνομα ιατρικός τουρισμός και της κόστισε όχι μόνο σε χρόνο αλλά και σε χρήμα. Όπως λέει, την εποχή της ευμάρειας, μέχρι και το 2009, όλα ήταν εύκολα στη χώρα και κανείς δεν ασχολείτο με την εξεύρεση πρόσθετων πηγών εσόδων. Όσο όμως η Ελλάδα επαναπαυόταν στο τρίπτυχο «νησιά, ήλιος, θάλασσα», άλλες χώρες, πιο προνοητικές, άδραξαν την ευκαιρία, επέδειξαν γρήγορα αντανακλαστικά και κινήθηκαν πριν από την ελληνική ιατρική – τουριστική κοινότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούμε να καλύψουμε, έστω και καθυστερημένα, την απόσταση που μας χωρίζει, εφόσον βέβαια καταβάλουμε προσπάθεια.
Τονίζει πως το χάσμα μπορεί γρήγορα να καλυφθεί, χάρη στο υψηλό επίπεδο των ελλήνων γιατρών. Δεν εί,ναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι η Ελλάδα, σε διάφορες έρευνες που καταρτίζονται, έχει την πρωτοκαθεδρία ούσα η καλύτερη και ασφαλέστερη χώρα για τη διεξαγωγή τοκετών, καταγράφοντας παγκοσμίως το χαμηλότερο ποσοστό θνησιμότητας των ασθενών.
Βασικός ανταγωνιστής θεωρείται η γειτονική Τουρκία, όχι σε επίπεδο τεχνογνωσίας αλλά σε επίπεδο ελκυστικότητας των τιμών. Ο κ. Βλαχούσης εξηγεί πως η άνοδος του τουρκικού ιατρικού τουρισμού οφείλεται στα υπέρογκα ποσά που ξοδεύει το κράτος για τη διεθνή προβολή της εν λόγω δραστηριότητας. Δυνατές αγορές παραμένουν η Ινδία και η Ταϊλάνδη, που φημίζονται για τις χαμηλές τιμές, η Γερμανία και η Αμερική, ενώ σε success story έχει μετατραπεί η Νότια Κορέα, η οποία κερδίζει διαρκώς μερίδια από τη ρωσική αγορά.
«Μετέωρο» το νομοσχέδιο για τον ιατρικό τουρισμό
«Στην Ελλάδα το περιβάλλον παραμένει ασταθές. Το νομοσχέδιο που καταρτίστηκε από την κυβέρνηση είναι ελλιπές και δεν έγινε με συνεννόηση. Εάν δεν γίνει κάτι σε κεντρικό επίπεδο, δεν μπορούμε να έχουμε τα επιθυμητά αποτελέσματα μόνο από την ιδιωτική πρωτοβουλία» λέει χαρακτηριστικά ο κ. Βλαχούσης.
Ο ίδιος θυμάται πως όταν για πρώτη φορά τέθηκε από την ΕΛΙΤΟΥΡ σοβαρά το θέμα του ιατρικού τουρισμού, το 2013, στο εξωτερικό γελούσαν, αφού –όπως έλεγαν– η χώρα είχε σημαντικότερα προβλήματα να αντιμετωπίσει. Σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα, χωρίς να έχει καταφέρει να καταστεί top ιατρικός προορισμός, ωστόσο στο κομμάτι της τεχνητής γονιμοποίησης σημειώνει επιτυχία, με κόστη που πέφτουν στο μισό συγκριτικά με χώρες όπως η Γερμανία, αλλά και η Αγγλία. Αυτό συμβαίνει διότι το πλαίσιο είναι πιο ελαστικό, οι τιμές ελκυστικές, ενώ επιτρέπεται η γονιμοποίηση από παρένθετη μητέρα.
Πιο συγκεκριμένα, οι υποψήφιοι γονείς, κυρίως από την Ισπανία, την Ιταλία και την Ιρλανδία, λόγω του ότι η Καθολική Εκκλησία απαγορεύει τέτοιου είδους επεμβάσεις, έρχονται στην Ελλάδα για να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα, γνωρίζοντας ότι το track record είναι υψηλό. Την ίδια στιγμή, το δυνατό χαρτί των ελληνικών νοσοκομείων έγκειται στην προσωποποιημένη εξυπηρέτηση. Ο γιατρός που αναλαμβάνει τον εκάστοτε ασθενή τον γνωρίζει προσωπικά και δημιουργείται μια σχέση εμπιστοσύνης.
Πεποίθησή του είναι πως για να μπορέσει να αναπτυχθεί σωστά ο ιατρικός τουρισμός στην ελληνική επικράτεια θα πρέπει να εστιάσουμε πελατειακά πρωτίστως στις ευρωπαϊκές αγορές, όπου δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της βίζας. Αν υποθέσουμε δε ότι ο μέσος τουρίστας ξοδεύει κατά μέσο όρο 1.000 ευρώ, οι δαπάνες του ιατρικού τουρίστα είναι δεκαπλάσιες.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο όμιλος «Ιασώ» ήταν από τους πρώτους που προσχώρησαν στο δίκτυο της ΕΛΙΤΟΥΡ. Είναι δε από τους ελάχιστους που διαθέτουν ειδικό γραφείο εξωτερικών ασθενών και που με ίδιες δράσεις φέρνουν στη χώρα ιατρικούς τουρίστες, έχοντας έντονη παρουσία στα διεθνή ιατρικά συνέδρια.
Στα 7.000 ευρώ το κόστος της μέσης δαπάνης
Στην ανάγκη χάραξης μιας στοχευμένης στρατηγικής, έτσι ώστε η χώρα να επωφεληθεί από το παγκόσμιο κύμα του ιατρικού τουρισμού που αναπτύσσεται σε ετήσια βάση με ρυθμό της τάξης του 20% με 30%, εστιάζει ο αντιπρόεδρος του ομίλου Goldair και μέλος του Δ.Σ. της ΕΛΙΤΟΥΡ, Τάκης Μελέτης, ο οποίος υπογραμμίζει πως όσο ανεβαίνει το διαθέσιμο εισόδημα και υπάρχει ανταγωνισμός στον ιατρικό κλάδο τόσο περισσότερο θα στρέφεται ο κόσμος στον ιατρικό τουρισμό. Υπενθυμίζει πως οι ασθενείς δεν ταξιδεύουν ποτέ μόνοι, αλλά με την οικογένειά τους, ξοδεύοντας κατά μέσο όρο κοντά στις 7.000 ευρώ!
Ο κ. Μελέτης εξαίρει την προσπάθεια που γίνεται στο κομμάτι της τεχνητής γονιμοποίησης και του οδοντιατρικού τουρισμού, λέγοντας πως είμαστε αρκετά επιθετικοί και ανταγωνιστικοί, επισημαίνει ωστόσο την ανάγκη στροφής των ιδιωτικών νοσοκομείων και των ελλήνων γιατρών στον τομέα της ομορφιάς.
«Η ομορφιά δεν είναι μόνο οι αισθητικές επεμβάσεις, αλλά και τα spa. Πρέπει να αναγνωρίσουμε το υψηλό επίπεδο αναβάθμισης στα ελληνικά ξενοδοχεία, με υπηρεσίες wellness, αλλά και το ότι υπάρχει εξειδικευμένο ιατρικό προσωπικό που ασχολείται αποκλειστικά με αυτό».
Αναφερόμενος στην πολιτεία, εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για την αδράνεια που παρατηρείται από μέρους των αρμόδιων φορέων, αφού, όπως λέει, δεν έχουν συλλάβει καν τη σπουδαιότητα και το μέγεθος του ιατρικού τουρισμού και έχουν επιλέξει να προσανατολιστούν σε πιο απλές μορφές του. Προσθέτει πως για να μπορέσει η Ελλάδα να καταστεί υπολογίσιμη δύναμη και να θέσει τους όρους του παιχνιδιού θα πρέπει να συσταθεί ειδική επιτροπή που να δίνει πιστοποιήσεις σε όσους πληρούν τις προϋποθέσεις για να δραστηριοποιούνται επαγγελματικά στον ιατρικό τουρισμό.
Δεν είναι όμως μόνο η απουσία ειδικού σχεδιασμού που κάνει τον κ. Μελέτη να απορεί, αλλά και το «αγκάθι» που ακούει στο όνομα ΕΟΠΥΥ, δεδομένου ότι ακόμη κι αν έρχονται ασθενείς από το εξωτερικό για νοσηλεία σε ελληνικά νοσοκομεία, τα χρήματα που εισπράττονται δεν καταλήγουν στις ιδιωτικές κλινικές, εφόσον περνούν πρώτα μέσα από το σύστημα του ΕΟΠΥΥ, που από το 2012 χρωστάει υπέρογκα ποσά στον ιατρικό και τον φαρμακευτικό κλάδο.
Ο αντιπρόεδρος της Goldair, εταιρείας που συμμετέχει με συμβουλευτική μορφή στην ΕΛΙΤΟΥΡ, αποκαλύπτει πως βρίσκεται σε συζητήσεις με το υπουργείο Τουρισμού για την τακτική οργάνωση fam trip με δημοσιογράφους του εξωτερικού, προκειμένου να προβληθεί η χώρα στα διεθνή μέσα. Παράλληλα, με ιδιωτική πρωτοβουλία ο όμιλος Goldair μέσα στην τρέχουσα χρονιά σκοπεύει να διεξάγει εκπαιδευτικά προγράμματα σε ιατρικά κέντρα στην επαρχία, δίνοντας έμφαση στη Β. Ελλάδα, την Κρήτη και την Πελοπόννησο.
Είμαστε η χώρα με τη χαμηλότερη κρατική δαπάνη στην υγεία
Και ενώ η Ελλάδα πασχίζει να μπει στην «αφρόκρεμα» της παγκόσμιας βιομηχανίας του ιατρικού τουρισμού, δεν έχει τακτοποιήσει τα του οίκου της σε βασικά θέματα. Πρόσφατη έρευνα της Delloite, με τίτλο «Deloitte Life Sciences & Healthcare in Greece», αποκαλύπτει πως η χώρα μας εξακολουθεί και παραμένει στις τελευταίες θέσεις της κατάταξης των χωρών της Ευρώπης που διαθέτουν έναν ισχυρό ιατρικό κλάδο. Η κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας για το 2016 ήταν κατά μέσο όρο 2.263 δολ., ποσό 53% χαμηλότερο από αυτό που καταγράφεται στη Γαλλία και 30% μικρότερο από αυτό της Ισπανίας.
Στην ίδια έκθεση σημειώνεται πως τα ελληνικά νοικοκυριά έδωσαν το 2016 το 7,4% του οικογενειακού προϋπολογισμού στην υγειονομική τους περίθαλψη, ποσοστό που αντιστοιχεί στο δεύτερο μεγαλύτερο που κατεγράφη την τελευταία οκταετία και είναι κατά 0,1% μικρότερο από εκείνο του 2015 (7,5%).
Εκείνο δε που προξενεί εντύπωση, εάν λάβει κανείς υπόψη το κούρεμα που υπέστησαν οι μισθοί και οι συντάξεις των ελλήνων πολιτών στα χρόνια της κρίσης, είναι το γεγονός ότι η κρατική υγειονομική κάλυψη ήταν της τάξης του 59%, με το υπόλοιπο 41% να επιμερίζεται και να προέρχεται κατά 34% από χρήματα που βγήκαν από το πορτοφόλι του έλληνα πολίτη, ένα 4% να καλύπτεται από ιδιωτικές ασφάλειες και μόλις 1% από άλλες πηγές.
Δυστυχώς, το κράτος πρόνοιας δεν έχει λάβει στην Ελλάδα τις διαστάσεις που θα έπρεπε, καθώς το ποσοστό κάλυψης που προσφέρει αποτελεί το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των υπόλοιπων εξεταζόμενων χωρών της γηραιάς ηπείρου. Φωτεινά παραδείγματα είναι εκείνα της Μεγάλης Βρετανίας (80%) και της Γαλλίας (79%), χώρες με μακρά παράδοση στο συγκεκριμένο κομμάτι.
Τα καλά νέα αφορούν κυρίως τις δαπάνες υγείας, οι οποίες παρουσίασαν τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης το διάστημα 2014-2016 και ήταν αυξημένες κατά 4,5%, όταν από την αρχή της κρίσης μέχρι και το 2014 υποχώρησαν κατά 11,7%.
Εξίσου θετική είναι και η εικόνα που καταγράφεται στις φαρμακευτικές δαπάνες. Η ύφεση που κλυδώνισε τον κλάδο επί επτά συναπτά χρόνια, με απώλειες που συνολικά άγγιξαν το 62%, σταμάτησε τη διετία 2014-2016, όπου είχαμε μεν αρνητικό πρόσημο (-1,4%), εντούτοις υπήρξε για πρώτη φορά τάση σταθεροποίησης.
Όσο για τις συνολικές πωλήσεις των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του φαρμάκου, σταθεροποιήθηκαν και αυτές. Υπενθυμίζεται πως οι πωλήσεις, που το 2009 άγγιζαν τα 8,3 δισ. ευρώ, βρέθηκαν να υποχωρούν στα 5,6 δισ. το 2014 και 2015. Όπως είναι φυσικό, τα περιορισμένα οικονομικά μεγέθη, σε συνδυασμό με το αβέβαιο πολιτικο-οικονομικό κλίμα και την παρατεταμένη ύφεση, έκαναν τους επιχειρηματίες να επενδύσουν με φειδώ στο πιο νευραλγικό τους τμήμα, αυτό της έρευνας και ανάπτυξης (R&D). Ειδικότερα, για το 2016 το ποσό που επενδύθηκε ανήλθε σε ευρώ80 εκατομμύρια, ήτοι το 5,7% του ποσού που επένδυσαν οι φαρμακευτικές εταιρείες της γειτονικής Ιταλίας (1,42 δισ.) και το 8,8% των αντίστοιχων ισπανικών (908 εκατομμύρια).
Στοχευμένη πολιτική και παροχή premium υπηρεσιών
Αναμφίβολα, η νέα μόδα που έχει κατακλύσει την τουριστική βιομηχανία είναι ιδιαίτερα προσοδοφόρα, όμως για να κάνει μια χώρα τη διαφορά επιβάλλεται να παρουσιάσει συγκριτικό πλεονέκτημα. Όπως επισημαίνεται ορθώς στην έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού, οι εκάστοτε προορισμοί πρέπει να εξετάζουν προσεκτικά τα ζητήματα διευκόλυνσης των ταξιδιών, όπως είναι η πολιτική θεωρήσεων, η ενισχυμένη συνδεσιμότητα, η ασφάλεια και η ασφάλιση, οι υποδομές για τα άτομα με αναπηρία, η προσέλκυση επενδύσεων, η θέσπιση ρυθμιστικού πλαισίου, συμπεριλαμβανομένης της νομοθεσίας, των κινήτρων και των προτύπων, η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και των υποδομών, η εκπαίδευση και η ανάπτυξη δεξιοτήτων, η πιστοποίηση των εγκαταστάσεων και των πρακτικών του ιατρικού τουρισμού, καθώς και η περαιτέρω ανάπτυξη του συγκεκριμένου τουριστικού προϊόντος, το οποίο περιλαμβάνει επίσης τη βιομηχανία των επιχειρηματικών συναντήσεων ή τη γαστρονομία.