ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΝΙΦΟΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΡΚΩΤΟΣ ΕΛΕΓΚΤΗΣ – ΛΟΓΙΣΤΗΣ, ΩΡΙΩΝ Α.Ε.
«Ο βίος ανθρώποις λογισμού κ’ αριθμού δείται πάνυ. Ζώμεν (δε) αριθμώ και λογισμώ. Ταύτα γαρ σώζει βροτούς» Επίχαρμος (5ος αι. π.Χ.)
Μαθήματα Ελληνικής Οικονομικής Ιστορίας και Ιστορίας των Επιχειρήσεων διδάσκονται σε αρκετά ελληνικά πανεπιστήμια, με ελληνική και ξένη βιβλιογραφία. Ειδικότερα, για την Ιστορία της Λογιστικής η ξένη βιβλιογραφία είναι πλούσια, ενώ η αντίστοιχη ελληνική περιορίζεται σε λίγες αξιέπαινες προσπάθειες. Όμως η Ιστορία της Λογιστικής δεν κατέχει στη μόρφωση και την κουλτούρα μας την κεντρική θέση που κατέχει σε άλλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία, η Γερμανία, η Ιταλία κ.ο.κ. Οι Έλληνες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με την ιστορία της λογιστικής στα συγγράμματά τους της Λογιστικής ή της Οικονομικής Ιστορίας είναι οι: Δημ. Δανάλης, Μάριος Τσιμάρας, Σπυρίδων Παπαναστασάτος, Στράτος Παπαϊώννου, Σ. Μπαλτάς, Βασίλειος Ανδριόλας, Λάζαρος Χουμανίδης (Β. Φίλιος, σ. 23). «Τα προγράμματα σπουδών της λογιστικής θα πρέπει να διευρυνθούν για να συμπεριλάβουν τη διδασκαλία της ιστορίας της λογιστικής. …Χωρίς μια τέτοια ιστορική προοπτική, οι απόφοιτοι λογιστικής δεν θα έχουν το απαραίτητο υπόβαθρο για να αξιολογήσουν κριτικά τις τρέχουσες λογιστικές πρακτικές ή να είναι σε θέση να συμβάλουν σημαντικά στις εξελίξεις του επαγγέλματος τους» (Eugene H. Flegm, «The relevance of history in accounting education: Some observations», Journal of Accounting Education).
1. Η έννοια της λογιστικής και του λογιστή
«Για τη διατύπωση της έννοιας του λογιστή θα προσφύγουμε στον ορισμό της λογιστικής. Σύμφωνα με αυτόν, “λογιστική είναι η διαδικασία η οποία αφού συγκεντρώσει όλες τις χρήσιμες ποσοτικές πληροφορίες, καταγράφει τις συναλλαγές, συγκεντρώνει, ταξι- νομεί και αναλύει τις σχετικές πληροφορίες και τελικά τις παρουσιάζει στη διοίκηση για τη λήψη αποφάσεων”» (Tσακλάγκανος, 1993). Σύμφωνα με τους Meigs & Meigs, 1994, «λογιστική είναι η τέχνη της ερμηνείας, μέτρησης και περιγραφής της οικονομικής δραστηριότητος» και συνεχίζει: «…η λογιστική δεν περιλαμβάνει μόνο τη διατήρηση των λογιστικών στοιχείων, αλλά επίσης το σχεδιασμό αποδοτικών λογιστικών συστημάτων, τη διενέργεια ελέγχων, την κατάρτιση προβλέψεων, την υποβολή φορολογικών στοιχείων και την ερμηνεία των λογιστικών πληροφοριών» (Χαραλάμπου Σπάθη, «Χαρακτηριστικά απασχόλησης λογιστών», Λογιστής, τχ. 502, 12/1996).
Στην διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι στο χώρο της λογιστικής στην Ελλάδα, συμμετέχουν κυρίως: 1/ Τα πανεπιστήμια που διαθέτουν Οικονομικά/Λογιστικά τμήματα, 2/ Οι λογιστές εργαζόμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και λογιστικές εταιρείες, 3/ Τα ειδικευμένα σχετικά με την λογιστική συμβουλευτικά και εποπτικά όργανα (ΣΛΟΤ της ΕΛΤΕ και παλαιοτέρα το ΕΣΥΛ), 4/ Οι συγγραφείς λογιστικών και φορολογικών βιβλίων, 5/ Τα περιοδικά λογιστικής και φορολογικής ύλης, 6/ Το κράτος, κυρίως μέσω του Υπουργείου Οικονομικών, 7/ Οι ορκωτοί ελεγκτές λογιστές, 8/ Οι διάφορες εποπτικές αρχές (Υπουργείο Εμπορίου, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κ.λπ.).
2. Η λογιστική έως την εφεύρεση της διπλογραφικής μεθόδου
2.1 Η προέλευση της λογιστικής και η σύνδεση της ανάπτυξής της με την ανάπτυξη του εμπορίου
Η αρχή της λογιστικής, της καταγραφής δηλαδή των δοσοληψιών με συστηματικό τρόπο, χάνεται στα βάθη της ιστορίας και η εξέλιξή της συνδέεται στενά με την ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας και του εμπορίου. Η ανάγκη παρακολούθησης των συναλλαγών οδήγησε από πολύ νωρίς στην εφαρμογή συστημάτων παρακολούθησής και ελέγχου αυτών. Αποδεικτικά στοιχεία οικονομικών/λογιστικών καταγραφών έχουν βρεθεί σε κείμενα διάφορων λαών της αρχαιότητας (Σουμερίων, Βαβυλωνίων, Αιγυπτίων, Ελλήνων, Ρωμαίων κ.λπ.)
2.2 Η λογιστική και η σύνδεσή της με τα μαθηματικά
Η λογιστική (με την έννοια του όρου που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες), ως κλάδος της μαθηματικής επιστήμης, χρησίμευε κυρίως στις καθημερινές συναλλαγές των ανθρώπων (πρακτικά μαθηματικά), η οποία στη συνέχεια εξελίχθηκε μαζί με την εξέλιξη του εμπορίου. «Η δημιουργία και η εξέλιξη των μαθηματικών βοήθησε στη δημιουργία και στην εξέλιξη άλλων επιστημών… Με δυο λόγια θα δούμε τα συστήματα των αριθμών που κατασκεύασαν οι άνθρωποι και την πρακτική αριθμητική στην πορεία του χρόνου, δηλαδή τα σύμβολα (ψηφία) και τους κανόνες που διατύπωσαν και τις πρακτικές μεθόδους που επινόησαν για την εκτέλεση υπολογισμών με αριθμούς για να διευκολύνουν τη ζωή τους και το έργο του εμπορίου. Το σύνολο των κανόνων και των μεθόδων για την εκτέλεση πρακτικών υπολογισμών με αριθμούς μέχρι τα χρόνια του Αριστοτέλη θεωρούνταν από τους Έλληνες ως ιδιαίτερος κλάδος των μαθηματικών και καλούνταν λογιστική. …Οι μέθοδοι του αριθμητικού λογισμού χρησιμοποιούσαν φυσικά βοηθητικά μέσα υπολογισμού, όπως τα δάκτυλα των χεριών (δακτυλικός λογισμός) ή τεχνικά, όπως οι άβακες… Η Κρήτη κατά τη μινωική περίοδο (2800-1500 π.Χ.) ήταν μεγάλη ναυτική δύναμη, απλωνόταν σε όλο το Αιγαίο, αλλά και πέρα από αυτό. …Το εμπόριο είχε σαν αποτέλεσμα την οικονομική ευμάρεια και τη συσσώρευση πλούτου στο νησί.
Οι ανάγκες του εμπορίου, καθώς και οι ανάγκες καταμέτρησης των συσσωρευμένων αγαθών, τους οδήγησαν να κατασκευάσουν (ή να δανειστούν από τους Αιγυπτίους) ένα πιο εξελιγμένο αριθμητικό σύστημα» (Ηλέκτρα Καμπουράκη-Πατεράκη, «Η λογιστική στην καθημερινή ζωή των αρχαίων»). «Στη βυζαντινή εποχή, επίσης, έβλεπαν τη λογιστική σαν την επιστήμη των υπολογισμών. …Στη σημερινή εποχή, η λογιστική έχει χαρακτηριστεί ως η “γλώσσα του εμπορίου”. Η σύνδεση της λογιστικής με το εμπόριο φαίνεται και στα μεσαιωνικά χρόνια, όταν ο Fibonacci (γεννήθηκε το 1175, το όνομα του ήταν Leonardo Pisano, …διδάχτηκε τα μαθηματικά… γνώρισε τα τεράστια προνόμια των αραβικών αριθμητικών συστημάτων) το 1202 δημοσίευσε το βιβλίο Liber Abaci (Βιβλίο των υπολογισμών ή Βιβλίο του άβακα), γεμάτο με τις μαθηματικές γνώσεις που είχε περισυλλέξει στα ταξίδια του. Το βιβλίο αυτό το προόριζε για εμπόρους, γι’ αυτό εξηγεί λεπτομερειακά τις έννοιες, ώστε να μπορέσουν να τις καταλάβουν με συνοδεία παραδειγμάτων από την καθημερινή ζωή του εμπορίου, την τιμή των αγαθών, τον υπολογισμό των κερδών και την μετατροπή σε ξένο νόμισμα. …Αν λάβουμε υπόψη τα αριθμητικά συστήματα των αρχαίων πολιτισμών, συναντάμε μεγάλη δυσκολία στην εκτέλεση πράξεων… Η τελική επικράτηση των ινδοαραβικών ψηφίων έγινε το 1202, μέσα από το Liber Αbaci …(το οποίο) γνώρισε μεγάλη επιτυχία όταν έγιναν αντιληπτά τα μεγάλα πλεονεκτήματα των νέων ψηφίων» (Παν. Χαϊταντόγλου, «Η Λογιστική από την Αρχαιότητα μέχρι την Αναγέννηση: προβλήματα και μεθοδολογία μέσα από μαθηματικά κείμενα», διπλωματική εργασία, 2011).
2.3 Η λογιστική στην αρχαία Ελλάδα
“Για τη διαχείριση και λογιστική των δημοσίων οικονομικών μονάδων (πόλεων, ναών κ.λπ.) στην αρχαία Ελλάδα οι πληροφορίες είναι άφθονες. Για τη διαχείρηση όμως και τη λογιστική των ιδιωτικών επιχειρήσεων οι πληροφορίες είναι πολύ περιορισμένες. Από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις σχετικά περισσότερες πληροφορίες υπάρχουν για τη διαχείριση και λογιστική των τραπεζών… στα βιβλία αυτά καταχωρούσαν το ποσό των χρημάτων που ελάμβαναν ή απέδιδαν, το όνομα αυτού που έδινε ή ελάμβανε τα χρήματα, το χρόνο λήψης ή απόδοσης και κάθε άλλη σχετική πληροφορία. Εάν π.χ. επρόκειτο για κατάθεση με τον όρο της απόδοσης σε τρίτο πρόσωπο, καταχωρούσαν και το όνομα του τρίτου αυτού προσώπου.
Οι λογαριασμοί απογραφής: Από τη μελέτη των πινακίδων που βρέθηκαν σε έπαυλη στην περιοχή Αγίας Τριάδας, νότια της Φαιστού, οι ειδικοί ερευνητές έχουν καταλήξει στα ακόλουθα συμπεράσματα (Ανδριόλας Β., «Οι λογιστικοί κανονισμοί στην Αρχαία Ελλάδα», 1964, σ. 738): …2. Οι λογαριασμοί χαράσσονταν στις πήλινες πινακίδες όταν ο πηλός ήταν μαλακός. Η αποξήρανση του πηλού γινόταν είτε με ψήσιμο είτε με έκθεση στο ύπαιθρο. 3. Στη συνέχεια οι πινακίδες συνδέονταν κατά ομοιογενείς ομάδες και τοποθετούνταν στο αρχείο. 4. Από τα κείμενα των πινακίδων συμπεραίνεται ότι αυτά ήταν λογαριασμοί εισαγωγής και εξαγωγής διαφόρων ποσοτήτων προϊόντων.
Μερικοί λογαριασμοί από αυτούς είναι σύνθεση ειδικών λογαριασμών, δηλαδή είναι λογαριασμοί δευτέρου βαθμού επεξεργασίας. 8. Επικεφαλής κάθε λογαριασμού υπάρχουν σημεία ενδεικτικά της ονομασίας του λογαριασμού. 9. Τέλος, σημειώνεται το άθροισμα των επιμέρους ποσών… Από τα αρχαία κείμενα προκύπτει ότι “λογιστές” του δημοσίου λογιστικού και “λογιστές-γραφείς” του ιδιωτικού τομέα τηρούσαν λογαριασμούς απογραφής. Στο έργο του Λυσία Κατά Εργοκλέους αναφέρεται: (Χουμανίδης, 1990, σ. 57, Λυσία, Κατά Εργοκλέους, 5): “Αλλά και όταν σεις εψηφίσατε να συνταχθή κατάλογος των χρημάτων τα οποία είχον εισπραχθή από τας συμμαχικάς πόλεις, και να επανέλθουν οι διαχειρισταί διά να αποδώσουν λογαριασμόν…” Στον λόγο του Λυσία Κατά Φιλοκράτους τονίζεται ότι (Χουμανίδης, 1990, σ. 57, Λυσία, Κατά Φιλοκράτους, 1): “…τούτο και εις εμέ φαίνεται ότι περισσότερον από κάθε άλλο είναι σαφής απόδειξις της απογραφής…”» (Κώστας Α. Ρήγας, «Αριθμητικά συστήματα, λογιστικές και στατιστικές έννοιες στην αρχαία Ελλάδα», Πρακτικά 18ου Πανελληνίου Συνεδρίου Στατιστικής, 2005).
3. Η εφεύρεση της διπλογραφικής μεθόδου και η εξέλιξη της λογιστικής
Η ιστορία της λογιστικής σχετίζεται άμεσα με τη ανάπτυξη του εμπορίου και τη συσσώρευση κεφαλαίων, τα οποία χρειάζεται να παρακολουθούνται. Οι καινοτόμοι Ιταλοί της Αναγέννησης (14ος-16ος αιώνας) είναι ευρύτατα αναγνωρισμένοι ως οι πατέρες της σύγχρονης λογιστικής. «Σε μια προσπάθεια να εξηγήσει γιατί η διπλογραφική μέθοδος αναπτύχθηκε το 14ο αιώνα στην Ιταλία αντί της αρχαίας Ελλάδας ή της Ρώμης, ο λόγιος της λογιστικής A. C. Littleton περιγράφει επτά “βασικά συστατικά” που οδήγησαν στη δημιουργία της: Η προσωπική ιδιοκτησία…, το κεφάλαιο (συσσώρευση πλούτου)…, το εμπόριο…, η πίστωση…, η γραπτή αποτύπωση: ένας μηχανισμός για την δημιουργία ενός μόνιμου αρχείου σε μια κοινή γλώσσα, δεδομένων των ορίων της ανθρώπινης μνήμης, χρήματα: ο “κοινός παρονομαστής” για τις ανταλλαγές, …αριθμητική: …Πολλοί από αυτούς τους παράγοντες υπήρχαν στην αρχαιότητα, αλλά μέχρι το Μεσαίωνα, δεν βρέθηκαν μαζί σε μια μορφή και μια δύναμη αναγκαία να ωθήσει τον άνθρωπο στην καινοτομία της διπλογραφικής μεθόδου. …Αντίθετα, η επίμονη χρήση λατινικών αριθμών για τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές πολύ καιρό μετά την εισαγωγή της αραβικής αρίθμησης φαίνεται να εμπόδισε την προγενέστερη δημιουργία του διπλογραφικού συστήματος. …Οι κυβερνήσεις, ιδίως, είχαν ισχυρά κίνητρα να καταγράφουν προσεκτικά τα δεδομένα των εισπράξεων και των εκταμιεύσεων –ιδίως όσον αφορά τους φόρους. Και σε κάθε κοινωνία όπου τα άτομα συσσώρευαν πλούτο, υπήρχε η επιθυμία από τους πλούσιους για διενέργεια ελέγχων, όσον αφορά την εντιμότητα και την ικανότητα των δούλων και των εργαζομένων τους, που ήταν επιφορτισμένοι με τη διαχείριση περιουσιακών τους στοιχείων… (John R. Alexander at Net Gain, History of Accounting, Association of Chartered Accountants in the United States, 2002). «Επειδή δεν υπάρχει γραπτό κείμενο (πριν) θεωρείται ότι αρχίζει η ιστορία της διγραφίας και της λογιστικής οργανώσεως το 1494 μ.X. (σ.σ.: θεωρείται ορόσημο στην ιστορία της λογιστικής), με τη δημοσίευση του πρώτου έργου από τον φραγκισκανό μοναχό Luca di Borgo Pacioli (σ.σ.: από πολλούς αποκαλείται πατέρας της λογιστικής) και με τον τίτλο Summa de arithmetica, geometrica, proportioni e proportionalita, σε ιδιαίτερο κεφάλαιο “Particularis de comptutis et scripturis”, αναλύει τον τρόπο λειτουργίας της διγραφίας, όπου επεχείρησε και διέκρινε τους λογαριασμούς σε τάξεις στο γενικό καθολικό. Μετά από αυτό το πρώτο γραπτό μνημειώδες έργο του Pacioli (σ.σ.: Ήταν ένα από τα πρώτα βιβλία που τυπώνονται, είχε μεγάλη επιτυχία και μεταφράστηκε σε αρκετές γλώσσες) ακολούθησαν και πολλές άλλες δημοσιεύσεις από ειδήμονες (κυρίως από μαθηματικούς, γιατί αυτοί ασχολήθηκαν με το θέμα) εκείνης της εποχής, με θέμα τη διγραφία ή διγραφική ή διπλογραφική μέθοδο, όπως: (από το 1494 μέχρι περίπου το 1650) το 1518 του Γερμανού μαθηματικού Schreiber ή Grammateus, το 1543 του Oλλανδού Jan Christoffels Impy και το ίδιο έτος 1543 του μαθηματικού Hugh Oldcastle Schoolmaster (στο Λονδίνο), το 1525 του G. Tagliente, το 1615 του Vaningen κ.ά. H εφαρμογή της διγραφικής καταστιχογραφίας είναι γνωστή σε όλο τον (τότε) γνωστό κόσμο, πράγμα που επέτρεπε στους ειδικούς να ασχοληθούν με άλλα επίσης σημαντικά θέματα, τα οποία συνέβαλαν στην καλύτερη λογιστική εξέλιξη, όπου έγινε σ’ αυτήν την τρίτη εποχή (από το 1650 μέχρι περίπου το 1870), όπως η θεωρία της έννοιας του επιχειρηματία (από τον H. Stephens το 1754, το 1818 από τους J. Fulton και F. Cronhelm, από τον C. Sprague το 1880), η έννοια της διαρκούς απογραφής (από τον J. Quelin το 1840 με το έργο του Inventaire Perpetuel), η επινόηση και η εισαγωγή από τον E. Degranges το 1793 με το έργο του La Tenue des livres rendue facile του ημερολογίου – καθολικού συστήματος με τη χρησιμοποίηση σ’ αυτό των λογαριασμών: Tαμείο, Eμπορεύματα, Eισπρακτέα γραμμάτια, Πληρωτέα γραμμάτια, Kέρδη, Zημίες, η επινόηση και εισαγωγή το 1712 από τον De la Porte, με το έργο του La science des Negociants et teneurs de livres, της διακρίσεως των λογαριασμών σε λογαριασμούς: Προσώπων, Πραγμάτων, Κεφαλαιούχου, η επινόηση και εισαγωγή από τον J. Bellay το 1834, από τον D. de Lusignan με το έργο του Essai sur la Comtabilite μεθόδου που απετέλεσε τη βάση του συγκεντρωτικού συστήματος, η νομοθετική κατοχύρωση της λογιστικής με την Ordonnance de Commerce από τον Colbert και ο J. Savary το 1675 με το έργο του Le parfait negociant αναφέρεται στις γνώσεις της εμποριογνωσίας και ερμηνεύει την Ordonnance de Commerce, η επινόηση και εισαγωγή από τους A. Guilbant και E. Leautey το 1865 του περιοδικού αποτελέσματος με την εξίσωση: Κύκλος εργασιών ± Δαπάνες εκμεταλλεύσεως = Αποτέλεσμα περιόδου κ.ά. Όπως διαπιστώνεται σ’ αυτή την εποχή έγιναν αξιόλογες κινήσεις στο χώρο της λογιστικής, όπου τέθηκαν οι βάσεις σχεδόν σε όλα τα ειδικά θέματα που άπτονται μ’ αυτήν για τη μελλοντική εξέλιξή της… H περίοδος αυτή (εποχή από 1870 μέχρι 1950) μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εποχή της λογιστικής οργανώσεως (της οργανώσεως του λογιστηρίου των οικονομικών οργανισμών) με το λογιστικό σχέδιο (της τυπικής και ουσιαστικής διαρθρώσεως), γιατί στην εποχή αυτή γίνονται από επιφανείς επιστήμονες και από ειδικούς οι σημαντικότερες εισηγήσεις που άπτονται του θέματος της λογιστικής τυποποιήσεως (του λογιστικού σχεδίου) και φυσικά δίνουν μεγάλη ώθηση στη λογιστική, αυξάνοντας το γόητρό της, δηλαδή υπάρχει έξαρση σ’ αυτό το τόσο βασικό θέμα για την ανάπτυξη των οικονομικών οργανισμών. Σε αυτήν την εποχή έγιναν οι εξής (κυριότερες) εξελίξεις της λογιστικής: το 1876 έγινε η επαναστατική επινόηση από τον αμερικανό αποθηκάριο Melvil Dewey του δεκαδικού συστήματος για την τυπική διάρθρωση (κωδική αρίθμηση) των λογαριασμών της λογιστικής, όπου με τους συνδυασμούς των πολλαπλασίων του (του εκατονταδικού κ.λπ.) βρίσκεται στην επικαιρότητα για την τυπική διάρθρωση των λογιστικών σχεδίων, το 1880 η θεωρία της αυτοτελούς λογιστικής οντότητας από τον C. E. Sprague, το 1885 εισάγεται η κοστολόγηση από τον Henry Metralte, το 1912 και 1922 η επινόηση και εφαρμογή της πρότυπης κοστολόγησης από τους Harrington Emerson και C.W. Bennet, το 1927 και 1929 η πρόταση λογιστικού σχεδίου από τον E. Schmalenbach, που αποτελεί πρότυπο των μετέπειτα καταρτιζομένων σε διεθνή κλίμακα, το 1941 η εφαρμογή των μητρών στη μελέτη προβλημάτων μιας οικονομίας από τον W. Leontief, άλλα θέματα, όπως: η επινόηση των αποσβέσεων των παγίων, η καθιέρωση, με πυρήνα τη λογιστική, του οικονομικού λογισμού, η εμφάνιση και προώθηση των εμπειρογνωμόνων λογιστών-ελεγκτών, η εμφάνιση και προώθηση του θεσμού των ανωνύμων εταιρειών για τους μεγάλους (κυρίως) οικονομικούς οργανισμούς κ.ά.» (Άγγελος Παπαδημητρόπουλος, «Η Λογιστική παράγων αναπτύξεως των οικονομικών οργανισμών», Λογιστής, τχ. 512, 11/1997).
4. Τα πρώτα «εμπορικά εγχειρίδια» στον ελλαδικό χώρο
Η εξέλιξη της λογιστικής συμβαδίζει με την ανάπτυξη του εμπορίου και το αυτό συνέβη και στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Σημειώνεται ότι η λογιστική / καταστιχογραφία την περίοδο εκείνη αποτελούσε ένα τμήμα αυτού που ονομάζαμε «Εμπορικές Σπουδές». «Καταστιχογραφία καλείτο η τέχνη της εγγραφής (καταχώρησης) των διαφόρων οικονομικών πράξεων του επιχειρηματία στα κατάστιχα (εμπορικά βιβλία) του και αποτελεί μεταφορά στα ελληνικά του γαλλικού όρου tenue des livres. Ο όρος αυτός άρχισε να αντικαθίσταται με τον όρο λογιστική στις αρχές του αιώνα μας (σ.σ.: εννοεί τον 20ό αιώνα)…» (Β. Φίλιος, σ. 102).
Στο εξαιρετικό έργο του Τριαντάφυλλου Σκλαβενίτη Τα εμπορικά εγχειρίδια της Βενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας και η Εμπορική εγκυκλοπαίδεια του Νικολάου Παπαδοπούλου (Αθήνα, ΕΜΝΕ, 1991), αναφέρονται τα εξής: “Η απογραφή των εμπορικών εγχειριδίων, των βιβλίων που τυπώθηκαν για να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά από τους έλληνες εμπόρους, δείχνει ότι όλα κυκλοφόρησαν από το τέλος του 18ου αιώνα και ύστερα. Βέβαια και νωρίτερα πραγματευτές και έμποροι υπήρχαν και αλληλογραφούσαν, λογάριαζαν, κρατούσαν τα κατάστιχά τους: έμποροι και γραμματικοί, που είχαν μαθητεύσει σε ειδικούς δασκάλους, όπως στον Χάνδακα της Κρήτης, στα μέσα του 16ου αιώνα, όπου βρίσκουμε δασκάλους του λογαριασμού και του λογιστικού βιβλίου να αναλαμβάνουν να διδάξουν ιδιωτικά σε μαθητές φράγκικα εμπορικά γράμματα, τον άμπακο (αριθμητική) του εμπορίου, τη διπλογραφική μέθοδο των εμπορικών κατάστιχων, τη συμπλήρωση των φορτωτικών και των άλλων εμπορικών βιβλίων… (σ.σ.: Ο συγγραφέας κατατάσσει τα εμπορικά εγχειρίδια), ανάλογα με το περιεχόμενο τους και με τις ανάγκες των εμπόρων που επρόκειτο να εξυπηρετήσουν. α. Αριθμητική, λογαριαστική, άμπακος, εμπορική αριθμητική… β. Πίνακες ισοτιμιών… γ. Επιστολογραφία… δ. Καταστιχογραφία… ε. Νομοθεσία… στ. Γεωγραφία και ιστορία…» Ειδικά για τα βιβλία της «Καταστιχογραφίας» αναφέρονται τα εξής: «Οι έλληνες έμποροι κρατούσαν τα κατάστιχα τους απλογραφικά ή διπλογραφικά. Καταστιχογραφία είχαν μάθει κοντά σε ειδικούς δασκάλους –και αργότερα σε σχολεία– ή ήταν αυτοδίδακτοι και είχαν κερδίσει την εμπειρία τους χρησιμοποιώντας τα ξενόγλωσσα εγχειρίδια ή μαθητεύοντας κοντά σε άλλους έλληνες και ξένους εμπόρους. Η εμπειρία αυτή κερδιζόταν κάτω από την πίεση της ανάγκης να τηρούνται τα εμπορικά βιβλία σύμφωνα με τους νόμους της πολιτείας στην οποία εμπορεύονταν, αφού έπρεπε να κρατούν κατάστιχα και αρχείο για να μπορούν να παρουσιάζονται στα αρμόδια δικαστήρια αν χρειαζόταν… Η ανάπτυξη του εμπορίου από τα μέσα του 18ου αιώνα, η εξέλιξη του πραγματευτή ή μεσαίου έμπορου σε μεγαλέμπορο, με “διεθνείς” συνεργασίες και ανταποκρίσεις, επέβαλαν την οργάνωση των λογιστηρίων των εμπόρων και την εγκατάλειψη του απλογραφικού συστήματος στην καταστιχογραφία. Η γενίκευση της χρήσης διπλογραφικού συστήματος (scrittura doppia) είχε έρθει και τα δύο εγχειρίδια που τυπώνονται, στην Τεργέστη το 1793 και στη Βιέννη το 1794, έρχονται να διδάξουν στους νεότερους ή μαθητευόμενους έμπορους αυτό το σύστημα. Η πολλαπλότητα των εγγραφών έδινε στον έμπορο τη δυνατότητα να ελέγχει το κέρδος ή τη ζημιά της επιχείρησής του, τις δοσοληψίες με τους ανταποκριτές του, την ποιότητα των συνεργατών του, την κίνηση των διαφόρων εμπορευμάτων… Η καταστιχογραφία που εκδόθηκε στην Τεργέστη το 1793 έχει τίτλο: Εμπορική οδηγία ήτοι ακριβής και σαφέστατη διδασκαλία να κρατή τινάς τα κατάστιχα εις παρτίδαις διπλαίς. Κοινώς την σκριτούρα ντόπια. Και να κάμνη με ευκολίαν κάθε μπιλάντζιο, κατά την μέθοδον των Ολλανδέζων. …Συγκροτημένη με περισσότερες φιλοδοξίες άλλα με τον ίδιο περίπου τρόπο διάταξης της ύλης είναι η Σκριττούρα δόππια ήτοι η τάξις των πραγματευτάδικων κατάστιχων. Συντεθείσα εις την απλήν ημών διάλεκτον παρά τον Θωμά Δημητρίου του Σιατιστέως, που τυπώθηκε στη Βιέννη το 1794… Το 1813 η γενική συνέλευση του “Συστήματος” των ελλήνων εμπόρων της Κωνσταντινούπολης αποφάσισε να εκδώσει το έργο Ερμής ο Κερδώος ήτοι Εμπορική εγκυκλοπαίδεια του λογίου εμπόρου Νικολάου Παπαδόπουλου (1769 -1820). …Η Εμπορική εγκυκλοπαίδεια του Ν. Παπαδόπουλου είναι ο υψηλότερος αναβαθμός για τη σύνταξη ολοκληρωμένου εμπορικού εγχειριδίου κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Η συγγραφή και η έκδοσή της εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο την ακμή της ελληνικής εμπορικής τάξης…».
5. Από την απελευθέρωση έως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
5.1 Η εκπαίδευση
“Ο Καποδίστριας είχε ορίσει ως υποχρεωτικό το μάθημα της διπλογραφίας στο Ορφανοτροφείο Αιγίνης. Το δε βιβλιοεγχειρίδιο διδασκαλίας περί της διπλογραφικής τεχνικής εκτυπώθηκε στο Εθνικό Τυπογραφείο (σ.σ.: Εγχειρίδιον διπλογραφίας ή σύντομος διδασκαλία του πώς να κρατούνται τα κατάστιχα της διπλογραφίας: ερανισθείσα από το γαλλικόν, προς χρήσιν των εις το εμπόριον ασχολουμένων νέων Ελλήνων, υπό Στεφάνου Αποστ. Παππά, Εν Αιγίνη: εκ της Εθνικής Τυπογραφίας, 1831). Το 1855, το μάθημα της διπλογραφίας εισήχθηκε για υποχρεωτική διδασκαλία στη Βασιλική Πολυτεχνική Σχολή (σ.σ.: το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Ο τότε καθηγητής είχε εκδώσει και το έργο Διπλογραφία, υπό Ιω. Χρυσάνθου, διευθύνοντος το ειδικόν Λογιστήριον του Υπουργείου των Εσωτερικών και διδάσκοντος την διπλογραφίαν εν τω Βασιλικώ Πολυτεχνείω). Το αυτό έτος ιδρύθηκε στην Αθήνα η πρώτη ιδιωτική σχολή διπλογραφίας, το φροντιστήριο Καλαϊτζάκη, ο οποίος κυκλοφόρησε και εγχειρίδιο διπλογραφίας (σ.σ.: Ευμέθοδος Καταστιχογραφία: Απλογραφική τε και διπλογραφική και γενική λογιστική προς χρήσιν παντός εμπορευομένου και συναλλαττομένου, υπό Κωνσταντίνου Καλαϊτζάκη)» (Β. Φίλιος, σ. 61). «Πρωτοπόρος εις την μόρφωσιν στελεχών των κλάδων τούτων υπήρξεν ο Όθων Ρουσόπουλος, όστις το 1894 ίδρυσεν εν Αθήναις την Εμπορικήν και Βιομηχανικήν Ακαδημίαν, ήτις ελειτούργησε λίαν αποδοτικώς μέχρι του 1919. Κατά την περίοδον ταύτην ιδρύθη επίσης εν Αθήναις και η ιδιωτική εμπορική σχολή Γεράκη. Το κράτος ηναγκάσθη εκ των πραγμάτων να ακολουθήση την ιδιωτικήν πρωτοβουλίαν και το 1903 εξεδόθη ο πρώτος νόμος, “Περί συστάσεως εμπορικών σχολών”, βάσει του οποίου εξεδόθη το Διάταγμα της 11/9/1903 και ιδρύθη εν Αθήναις η πρώτη Δημόσια Εμπορική Σχολή, την διεύθυνσιν της οποίας ανέλαβεν ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κυπάρισσος Στεφάνου. Διά του αυτού διατάγματος ιδρύθη και η εν Πάτραις Δημόσια Εμπορική Σχολή. Μετά δύο έτη ιδρύθησαν διά του διατάγματος 18/8/1905 η εν Σύρω Δημόσια Εμπορική Σχολή και η εν Τσαγγαράδα τοιαύτη διά του κληροδοτήματος Αχιλλοπούλου. Δι’ ετέρου Διατάγματος της 9/7/1908 ιδρύθη, πρωτοβουλία του Εμπορικού Συλλόγου Κερκύρας η Δημόσια Εμπορική Σχολή Κερκύρας, συνεπικουρούμενη υπό του κράτους. Παραλλήλως προς τας άνω σχολάς ελειτούργουν εις το εξωτερικόν και η πρότερον τούτων ιδρυθείσα υπό ομογενών του εξωτερικού Εμπορικαί Σχολαί “Πορφυριάς” εν Ν. Καρλόβασι της Σάμου, η εν Θεσσαλονίκη Ελληνογαλλική Εμπορική Σχολή Α. Κωνσταντινίδη και το εν τη ιδία πόλη Πρακτικόν Λύκειον Στ. Νιούκα, αι οποίαι ανεγνωρίσθησαν ως ισότιμοι προς τας δημοσίας» (Οικονομική και Λογιστική Εγκυκλοπαίδεια, λ. «Σχολαί Οικονομικαί»). Το 1904 ιδρύθηκε η Εμπορική και Λογιστική Σχολή Παναγιωτόπουλου στον Πειραιά, σχολή ονομαστή στην εποχή της. Το 1920 ιδρύθηκε η Ανωτάτη Σχολή Εμπορικών Σπουδών, υπαγόμενη στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας (πρώτοι διδάξαντες το μάθημα της Λογιστικής με βάση επιστημονικές αρχές ήταν οι Κωνσταντίνος Παναγιωτόπουλος και Σόλων Συρμόπουλος). Στη συνέχεια (1926) μετονομάστηκε σε Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ), σήμερα Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΟΠΑ). Το Πανεπιστήμιο Πειραιώς ιδρύθηκε ως Σχολή Βιομηχανικών Σπουδών το 1938 από το Σύνδεσμο Βιομηχάνων και Βιοτεχνών, που σε συνεργασία με το Σύνδεσμο Ανωνύμων Εταιρειών της Ελλάδας. Το 1958 μετονομάσθηκε σε Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιά.
5.2 Το νομοθετικό πλαίσιο της εποχής
α) Ο Εμπορικός Νόμος: «Το σύστημα των εμπόρων της Κωνσταντινουπόλεως, οίτινες διά της έμφρονος και συνετής διαγωγής των, κατώρθωσαν να επιτύχωσι την καθιέρωσιν σπουδαίων εμπορικών προνομίων, …να χαίρωσιν ιδίαν δικαιοδοσίαν και να δικάζωσι διαιτητικώς τας μεταξύ αυτών αναρυομένας διενέξεις, αισθανθέντες την ανάγκην του να διευθετώνται αι νομικαί σχέσεις των επί τη βάσει θετικής τινος νομοθεσίας, παρεδέχθησαν κατά προτίμησιν τον εμπορικόν Κώδηκα της Γαλλίας, δις ούτω μεταφρασθέντα προ του έτους 1821. Επήλθε τέλος η Ελληνική Εθνεγερσία, και εν μέσω της κλαγγής των όπλων δεν ελησμόνησαν οι Έλληνες την ανάγκην πολιτικών και εμπορικών θεσμών. Αμέσως εις την εν Επιδαύρω συνελθούσαν πρώτην Εθνικήν Συνέλευσιν εκηρύχθει ο εμπορικός κώδηξ της Γαλλίας, εμπορικός νόμος της αναγεννωμένης Ελλάδος» (Ερμηνεία του ελληνικού Εμπορικού Δικαίου, υπό Γ. Α. Ράλλη, τακτικού καθηγητού του Εμπορικού Δικαίου εν τω Πανεπιστημίω Όθωνος. Εν Αθήναις 1848). Το πρώτο λοιπόν νομοθέτημα που ελληνικού κράτους για το εμπόριο ήταν ο «Εμπορικός Νόμος» (19/04/1835), ο οποίος ενσωματώθηκε αμέσως στη νομοθεσία του νέου ελληνικού κράτους με τον τρόπο που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο. Στο νόμο αυτό, εκτός των άλλων, γίνεται αναφορά στην τήρηση των βιβλίων και στις μορφές των εμπορικών εταιρειών. Στη συνέχεια παραθέτουμε ορισμένα χαρακτηριστικά για την περίπτωσή μας άρθρα: Άρθρο 8: «Πας έμπορος, εκτός των άλλων βιβλίων τα οποία είναι μεν εν χρήσει εις το εμπόριον, αλλ’ όχι και απαραιτήτως αναγκαία, οφείλει να έχη εν βιβλίον ονομαζόμενον ημερολόγιον, παριστάνον αφ’ ημέρας εις ημέραν την περιουσίαν και τα χρέη του, τας εμπορικάς του εργασίας, τας συναλλαγματικάς του διαπραγματεύσεις, τας αποδοχάς ή οπισθογραφήσεις, και εν γένει παν ό,τι λαμβάνει ή πληρώνει εφ’ οιωδήποτε λόγω, και φανερώνον κατά μήνα το ποσόν της οικιακής του δαπάνης. Χρεωστεί να θέτη εις φάκελλον τας οποίας λαμβάνει επιστολάς και ν’ αντιγράφη εις βιβλίον όσας αποστέλλει». Άρθρο 11: «Τα βιβλία … πρέπει να αριθμώνται, μονογραφώνται, και θεωρώνται είτε παρά τινός των εμποροδικών είτε παρά του δημάρχου ή ενός των παρέδρων του, κατά τον συνήθη τύπον και δωρεάν. Οι έμποροι οφείλουν να διατηρούν τα βιβλία ταύτα επί δέκα έτη». Αρθρο 12: «Τα τακτικώς συντεταγμένα εμπορικά βιβλία δύναται να παραδεχθή ο δικαστής ως απόδειξιν εις τας μεταξύ εμπόρων περί εμπορικών υποθέσεων διαφοράς». Άρθρο 19: «Ο νόμος γνωρίζει τρία είδη εμπορικών εταιρειών: την ομόρρυθμον, την ετερόρρυθμον και την ανώνυμον».
β) Ο νόμος «Περί Ανωνύμων Εταιρειών». Νομοθετικές διατάξεις σχετικά με τις ανώνυμες εταιρείες υπάρχουν στον αρχικό «Εμπορικό Νόμο» του 1835. Το έτος 1918, με το Ν. 1348 «περί εποπτείας ανωνύμων εταιρειών», θεσπίστηκαν, για πρώτη φορά, διατάξεις περί της καταρτίσεως και του περιεχομένου του ισολογισμού των ανωνύμων εταιρειών, οι οποίες το έτος 1920 περιλήφθηκαν σχεδόν αυτούσιες στο γνωστό νόμο 2190/20.
5.3 Η λογιστική πρακτική της εποχής
«Σχετικά με τις λογιστικές πρακτικές των ελληνικών επιχειρήσεων, οι μέχρι τώρα γνώσεις μας δεν επιτρέπουν βεβαιότητες ως προς τον χρόνο κατά τον οποίο οι έλληνες έμποροι υιοθέτησαν το διπλογραφικό σύστημα. …Το παλαιότερο λογιστικό σύστημα, το απλογραφικό, δεν εξαφανίστηκε βέβαια με την επικράτηση του διπλογραφικού, αποτελούσε κοινή πρακτική για τις μικρότερες επιχειρήσεις ώς πρόσφατα. …Από τα μελετημένα εμπορικά αρχεία του 18ου αιώνα δεν προκύπτει ότι οι έλληνες έμποροι χρησιμοποιούσαν συστηματικά το διπλογραφικό σύστημα…
Ο Εμπορικός Νόμος που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα αμέσως μετά την ίδρυση του κράτους υποχρέωσε τις εταιρείες να τηρούν βιβλία, δεν αναφερόταν όμως στο λογιστικό σύστημα. Ωστόσο η υποχρέωση του ετήσιου ισολογισμού που επέβαλλε οπωσδήποτε ευνόησε τη διάδοση του διπλογραφικού συστήματος, τουλάχιστον στις ανώνυμες εταιρείες –και φυσικά τη συστηματοποίηση της λογιστικής πρακτικής. Η πρακτική του ετήσιου ισολογισμού δεν συνηθιζόταν στις παλαιότερες επιχειρήσεις. …Οι ισολογισμοί αυτοί είχαν περισσότερο χαρακτήρα απογραφής της συνολικής περιουσιακής κατάστασης της επιχείρησης· συχνά συμπεριλάμβαναν μάλιστα ολόκληρη την οικογενειακή περιουσία, χωρίς διάκριση ανάμεσα στα κεφάλαια της επιχείρησης και την ατομική περιουσία των εμπόρων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα εμπορικά εγχειρίδια της εποχής εκείνης (τέλος 18ου – αρχές 19ου αιώνα) δεν προβάλλουν πάντοτε ως αναγκαία τη σύνταξη ετήσιου ισολογισμού. Στο τέλος του 19ου αιώνα όμως φαίνεται ότι η πρακτική του ετήσιου ισολογισμού είχε καθιερωθεί, τουλάχιστον στις επιχειρήσεις που ανήκαν σε κάποιας μορφής εταιρικό σχήμα –στην Ελλάδα ήταν κυρίως ομόρρυθμες εταιρείες– και τέτοιες ήταν οι περισσότερες βιομηχανικές επιχειρήσεις. …Η σημαντικότερη όμως αλλαγή που επήλθε στα λογιστικά συστήματα με την ανάπτυξη της βιομηχανίας ήταν η καθιέρωση μιας σειράς νέων λογαριασμών, των λογαριασμών αποτελεσμάτων, που αποσκοπούσαν στον υπολογισμό του κόστους παραγωγής. …Η αλλαγή που έρχεται με τη βιομηχανία είναι ότι ανάμεσα στην αγορά και την πώληση μεσολαβεί η διαδικασία από την οποία προέρχεται κατά κύριο λόγο το κέρδος: η παραγωγή, η μεταποίηση. Η ανάγκη να υπολογίζεται αυτοτελώς και με ακρίβεια πόσο κοστίζει η διαδικασία αυτή και πώς αναλύεται το κόστος της άρχισε να γίνεται αισθητή τόσο αργά όσο στα μέσα του 19ου αιώνα, καταρχήν στην Αμερική και στην Αγγλία και στη συνέχεια στις άλλες χώρες. Μέχρι τότε, τα λογιστικά των επιχειρήσεων υπάκουαν παντού στην εμπορική λογική. Οι λογαριασμοί αποτελεσμάτων ποικίλλουν, βέβαια, ανάλογα με την επιχείρηση και το είδος της παραγωγής της. Είναι συνήθως μόνον εσωτερικά έγγραφα της επιχείρησης και ο λογαριασμός “Κερδών και Ζημιών” που συνοδεύει τους δημοσιευόμενους ισολογισμούς των ανωνύμων εταιρειών είναι ένα συνοπτικό απόσπασμα τέτοιων λογαριασμών. Σε παλαιότερες τέτοιες δημοσιεύσεις θα βρει κανείς μερικές φορές σε αυτό το απόσπασμα αναλυτικότερες εγγραφές στοιχείων του κόστους (μισθοί και ημερομίσθια, πρώτες ύλες, γενικά έξοδα κ.λπ. στη χρέωση, σύνολο πωλήσεων στην πίστωση), αντί για τη συνήθη απλή αναγραφή του καθαρού αποτελέσματος και μόνον. …Δύο νέες κατηγορίες βιβλίων που προσιδιάζουν στα βιομηχανικά αρχεία και αποτελούν απαραίτητο βοήθημα τόσο για τη σύνταξη των λογαριασμών χρήσεως όσο και για τη λειτουργία της επιχείρησης γενικότερα είναι τα Μισθολόγια και τα Βιβλία του Εργοστασίου. …Συνοψίζοντας, από το τέλος του 19ου αιώνα οι περισσότερες ελληνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις –και ενδεχομένως όλες όσες ήταν εταιρικής μορφής– κρατούν συστηματικά τα βασικά λογιστικά βιβλία (ημερολόγια – καθολικά), τα μισθολόγια, τα βιβλία αντιγράφων επιστολών. Η καθαυτό βιομηχανική λογιστική όμως, που οργανώνεται με άξονα τον υπολογισμό του κόστους παραγωγής, δεν πρέπει να έγινε κοινό κτήμα πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Τα πράγματα είναι διαφορετικά βέβαια στις ανώνυμες εταιρείες –που είναι όμως ελάχιστες στον βιομηχανικό τομέα μέχρι την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Στην περίπτωσή τους ο νόμος επέβαλλε όχι μόνο την τήρηση βιβλίων αλλά και τη δημοσίευση του ετήσιου ισολογισμού, πράγμα που οπωσδήποτε διευκόλυνε, όπως είπαμε, τη συστηματοποίηση της λογιστικής πρακτικής» (Χριστίνα Αγριαντώνη, «Παλαιά και νεότερα λογιστικά συστήματα», Τετράδια Εργασίας, 21, σ. 41-47, EIE – Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, 1998).
«Προπολεμικά, μεγάλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα ήταν ελάχιστες, ανάλογος επομένως ήταν και ο αριθμός των απασχολούμενων λογιστών, οι οποίοι κατά το πλείστον προέρχονταν από την ΑΣΟΕΕ ή τις δύο-τρεις ιδιωτικές σχολές που υπήρχαν τότε ή από σχολές του εξωτερικού. Οι μεσαίες και οι μικρές επιχειρήσεις περιορίζονταν στην απλή καταστιχογραφία ή εστερούντο παντελώς λογιστικής υπηρεσίας, των επιχειρηματιών περιοριζομένων στα “δευτέρια” των προς αναγραφή των “βερεσεδιών”» (Β. Φίλιος, σ. 200-201).
5.4 Η δημιουργία της τάξης των λογιστών – Ο Μάριος Τσιμάρας
«Μεταξύ των ετών 1920-1939 δημιουργήθηκε η τάξη των λογιστών, η οποία μάλιστα, κατά διάφορες εποχές, ίδρυσε διάφορα σωματεία, όπως Πανελλήνιος Επιστημονική Λογιστική Εταιρεία, Σύλλογος Ανεγνωρισμένων Αρχιλογιστών Αθηνών-Πειραιώς, Σύνδεσμος Λογιστών της Ελλάδος, Πανελλήνιος Ένωσις Λογιστών κ.ο.κ. Επίσης, την περίοδο αυτή ο αριθμός των μεγάλων επιχειρήσεων άρχισε ν’ αυξάνει με σταθερούς ρυθμούς, ενώ συγχρόνως αυξανόταν ο κίνδυνος από τις διακυμάνσεις του συναλλάγματος και ο κίνδυνος από τον ανταγωνισμό, οπότε η ανάγκη λογιστικής υπηρεσίας κατέστη επιτακτική» (Β. Φίλιος, σ. 201). «Σημαντική υπήρξε η συμβολή της Πανελλήνιας Επιστημονικής Λογιστικής Εταιρείας (ΠΕΛΕ) και του αξιόλογου οργάνου της, της Λογιστικής Επιθεωρήσεως (σ.σ.: Συντακτική Επιτροπή του περιοδικού αυτού ήταν μεταξύ των άλλων, οι: Κ. Παπαζαχαρίου, Σ. Συρμόπουλος, Α. Νέζος, Μ. Τσιμάρας, Ι. Χρυσοχού, Σ. Βαρδάκος). Πολύ λίγοι στην Ελλάδα έχουν ασχοληθεί με την ανάλυση της λογιστικής σε φιλοσοφικό επίπεδο. Στην προπολεμική περίοδο διακρίνουμε καταρχήν τον καθ. Μάριο Τσιμάρα και, μετέπειτα, με βάση τα ερεθίσματα που αυτός έδωσε, τους καθ. Σ. Παπαναστασάτο, Ι. Λ. Χρυσοχού και Στρ. Παπαϊωάννου να ασχολούνται με το θέμα αυτό. Η πρώτη εργασία του Μάριου Τσιμάρα επί των φιλοσοφικών βάσεων της λογιστικής αποτελούσε τη διδακτορική διατριβή του. Η γενικότερη οικονομολογική εμβρίθεια του Τσιμάρα φαίνεται στο έργο αυτό, το μόνο ξενόγλωσσο έργο Έλληνα στη λογιστική για το οποίο γίνεται, εκτεταμένη μάλιστα, αναφορά από ξένους συγγραφείς, όσον αφορά βέβαια την προπολεμική περίοδο». (Β. Φίλιος, σ. 211) Ο Μάριος Τσιμάρας του Νικολάου (1896-1983) γεννήθηκε στη Βραΐλα της Ρουμανίας (στην οποία άκμαζε τότε ισχυρή ελληνική παροικία). Πτυχίο (1920) και διδακτορικό δίπλωμα (1932) Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Λωζάννης. Συμπληρωματικές σπουδές 1927, 1928, 1931 στο Πανεπιστήμιο Ζυρίχης και Σορβόννης Γαλλίας. Επαγγελματική σταδιοδρομία: Υφηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1933-1940). Τακτικός καθηγητής των εδρών Ιδιωτικής Οικονομικής και Λογιστικής της Ανώτατης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (1940). Ομότιμος καθηγητής Ανώτατης Σχολής Βιομηχανικών Σπουδών. Πρόεδρος του Α’ Πανελλαδικού Συνεδρίου Λογιστικής (1956). Σημαντική έκδοση για την προσωπικότητα και το έργο του αποτελεί το Ο Μάριος Τσιμάρας και το έργο του, Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, 1984.
ΠΗΓΕΣ
– Βασίλειος Φ. Φίλιος, Ιστορία της Νεότερης Ελληνικής Λογιστικής, Αθήνα 1998. Έργο πολύτιμο για τον μελετητή της ιστορίας της λογιστικής, αλλά και της λογιστικής γενικότερα.
– Οικονομική και Λογιστική Εγκυκλοπαίδεια, διευθυνταί: Νικόλαος Αλικάκος – Γεώργιος Μουσταφέλλος, Εκδοτικός Οίκος Ιωάννου Σιδέρη, Αθήναι 1957. Δεκάτομο μνημειώδες έργο, με πλήθος πληροφοριών και με συγγραφείς τους σπουδαιότερους της εποχής.