• Σήμερα είναι: Κυριακή, 3 Δεκεμβρίου, 2023

Janine van Diggelen Η αμφισβητίας

μετάφραση: σπύρος αλαμάνος, γραφείο διεθνών σχέσεων σοελ

Συνέντευξη της Janine van Diggelen, προέδρου του Διεθνούς Φόρουμ Ανεξάρτητων Ρυθμιστικών Αρχών Ελέγχου (International Forum of Independent Audit Regulators) στην Julia Irvine, Economia, τεύχος 50, Ιούνιος 2016.

Οι ανά τον κόσμο ελεγκτικές εταιρείες βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα αίνιγμα. Πώς είναι δυνατόν, παρά την αυστηρότερη ρύθμιση του ελέγχου και τις τεράστιες επενδύσεις εκ μέρους των ελεγκτικών εταιρειών, τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο, στην κατάρτιση, την καθοδήγηση και τη μεθοδολογία του ελέγχου, η ποιότητα του παρεχόμενου ελεγκτικού έργου να παραμένει ασυνεπής και συχνά απαράδεκτα χαμηλή;

Είναι ένα ερώτημα που η Janine van Diggelen, επικεφαλής του τομέα διεθνών ελεγκτικών και λογιστικών πολιτικών και θέσπισης προτύπων στην Ολλανδική Αρχή Κεφαλαιαγορών (AFM), είναι αποφασισμένη να απαντήσει κατά τη διάρκεια της διετούς θητείας της ως προέδρου του Διεθνούς Φόρουμ Ανεξάρτητων Ρυθμιστικών Αρχών του Ελεγκτικού Επαγγέλματος (IFIAR). «Αυτό που έχω μάθει όλα αυτά τα χρόνια είναι ότι δεν υπάρχει μία και μοναδική λύση –και αυτό είναι μια άποψη την οποία συμμερίζονται ευρέως άλλες ρυθμιστικές αρχές– ως προς τα θέματα ποιοτικού ελέγχου. Αλλά αναρωτιέμαι γιατί υπάρχει αυτό το θέμα γύρω από τη συνεχιζόμενη έλλειψη συνέπειας».

Υποδεικνύει τα ευρήματα της ετήσιας επιθεώρησης του IFIAR, η οποία βασίζεται σε επιθεωρήσεις σε 51 μέλη της επί των ελέγχων που διενεργούνται από τις έξι μεγαλύτερες διεθνείς ελεγκτικές εταιρείες. Η έρευνα αποκαλύπτει ότι, αν και τα πορίσματα των επιθεωρήσεων έδειξαν μια μικρή βελτίωση σε σχέση με το 2014, το 43% των ελέγχων (έναντι 47% το 2014) ακόμα χαρακτηρίζονταν από σοβαρές ελλείψεις. «Αυτό είναι σχεδόν οι μισοί έλεγχοι», λέει, «κάτι που προφανώς είναι απαράδεκτο. Ο ρυθμός βελτίωσης είναι πολύ αργός και δείχνει ότι υπάρχει ακόμα πολλή δουλειά να γίνει από τις επιχειρήσεις».

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, το IFIAR έχει ασκήσει πίεση στις επιχειρήσεις προκειμένου να πραγματοποιούν ανάλυση των βαθύτερων αιτίων που οδηγούν στην έλλειψη συνέπειας, η οποία χαρακτηρίζει την ποιότητα του εκτελούμενου ελεγκτικού έργου, ξεκινώντας με μια σύγκριση μεταξύ ικανοποιητικών και ανεπαρκών ελέγχων. «Τι οδηγεί μια ομάδα ανάθεσης να πετύχει εκεί όπου η άλλη απέτυχε;», αναρωτιέται. «Τι ωθεί τις συμπεριφορές αυτές εκ μέρους των ομάδων ανάθεσης; Ποιες είναι οι κινητήριες δυνάμεις πίσω από τις συμπεριφορές αυτών των ομάδων; Εντοπίζονται στο επίπεδο της ελεγκτικής εταιρείας ή μπορεί να βρίσκονται ακόμη και σε επίπεδο δικτύου συνεργασίας; Εάν έχετε μια διεθνή προοπτική, μπορεί να διαπιστώσετε ποιοτικές διαφορές μεταξύ χωρών ή γεωγραφικών περιοχών. Θα πρέπει να κάνετε μια πολύ καλή ανάλυση και εν συνεχεία να αποφασίσετε ποια μέτρα πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων.

Πραγματικά πιστεύω ότι τα μέτρα αυτά πρέπει να εκτείνονται πέραν της εκπαίδευσης και της καθοδήγησης, διότι μέχρι στιγμής η προσέγγιση αυτή δεν έχει αποφέρει αποτελέσματα. Πραγματικά μιλάμε για πράγματα που διαμορφώνουν τη συμπεριφορά και τα οποία αγγίζουν θέματα όπως τον τόνο ο οποίος δίδεται από την κορυφή της εταιρείας. Είναι η ποιότητα αυτή πραγματικά που καθορίζει τον τρόπο που συμπεριφέρονται; Ή μήπως είναι η εμπορική πλευρά της επιχείρησης που είναι η κινητήρια δύναμη της εταιρικής κουλτούρας;

Στις επαφές μας με ελεγκτικές εταιρείες, ακούμε συχνά πράγματα όπως “ήταν ο φόρτος εργασίας”, “ήταν η πίεση καθορισμού της αμοιβής, η πίεση χρόνου”. Αυτά όμως δεν αποτελούν τη βαθύτερη αιτία. Ο μόνος τρόπος να καταλήξει κανείς στη βαθύτερη αιτία είναι να αρχίσει να αναρωτιέται: “Γιατί αποτελεί θέμα η πίεση καθορισμού της αμοιβής;”, “Γιατί αποτελεί θέμα η πίεση χρόνου;”, “Γιατί αποτελεί θέμα ο φόρτος εργασίας;”. Και θα πρέπει να ρωτήσετε τον εαυτό σας αυτά τα ερωτήματα ίσως πέντε φορές στη σειρά, πριν φτάσετε στις πραγματικές, υποκείμενες αιτίες που προωθούν τη συμπεριφορά εντός της οργάνωσης».

Το υπόβαθρο της van Diggelen βρίσκεται στο τμήμα ελέγχου των Big Four του ελέγχου, και έτσι ξέρει περί τίνος ομιλεί. Ξεκίνησε την καριέρα της στην Ernest & Young Ολλανδίας, αρχικά στην παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών και στη συνέχεια στον έλεγχο, όπου απέκτησε πιστοποίηση ελεγκτή. Λίγο αργότερα έπεισε την εταιρεία να την στείλει στο Κουρασάο, στις Ολλανδικές Αντίλλες, όπου εργάστηκε ως ελεγκτής για τοπικούς όσο και διεθνείς πελάτες για σχεδόν τέσσερα χρόνια, πριν μετακομίσει στις ΗΠΑ, ως μία εκ των δύο υπαλλήλων που επιλέγονται από την ολλανδική επιχείρηση για την απόκτηση διεθνούς εμπειρίας σε πρόγραμμα ανταλλαγής διάρκειας ενός έτους. Ήταν πρόθυμη να πάει στην Αμερική, λέει, λόγω του ότι ένα μεγάλο μέρος της καινοτομίας ως προς τις μεθόδους ελέγχου προέρχονται από τα μεγάλα διεθνή δίκτυα τα οποία εδρεύουν εκεί. Προς έκπληξή της, δεν τοποθετήθηκε στη Νέα Υόρκη ή το Σικάγο, αλλά στο Ντάλας του Τέξας, όπου μια σειρά από μεγάλες εταιρείες έχουν μεταφέρει την έδρα τους για να εκμεταλλευτούν τη χαμηλή τιμή των εκεί ακινήτων.

Λέει ότι της άρεσε το Ντάλας και το έργο που επιτελούσε στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Καθώς δεν αρνείται να αντιμετωπίσει την οποιαδήποτε πρόκληση, επωφελήθηκε της τοποθέτησής της προκειμένου να αποκτήσει την αμερικανική πιστοποίηση ορκωτού ελεγκτή λογιστή. Αλλά με το πέρας του έτους επέστρεψε στην Ολλανδία, επειδή αισθάνθηκε ότι είχε χάσει επαφή. «Έδωσα στον εαυτό μου ένα χρόνο για να δω αν μου άρεσε αρκετά ώστε να μείνω, αλλιώς σχεδίαζα να εργαστώ σε άλλα μέρη του κόσμου, διότι μου άρεσε η επαφή με άλλους πολιτισμούς».

Η επιστροφή της συνέπεσε με την είσοδό της στον τομέα της εταιρικής χρηματοδότησης, κάτι που βρήκε δύσκολο, αλλά αρκετά ενδιαφέρον ώστε να την κρατήσει στην Ολλανδία. Την έκανε επίσης να δει το θέμα του ελέγχου με ένα εντελώς διαφορετικό μάτι. «Όταν κάποιος έχει ασχοληθεί με εργασίες σχετικές με συγχωνεύσεις και εξαγορές ή με την υποστήριξη συναλλαγών ή την αναδιάρθρωση και τη δέουσα επιμέλεια –το είδος των εργασιών με το οποίο ασχολιόμουν– αποκτά τη σαφή νοοτροπία: ιδού ο πελάτης, ο οποίος θέλει να επενδύσει στην εν λόγω εταιρεία, ως εκ τούτου προκύπτουν τα ερωτήματα: είναι η εταιρεία βιώσιμη, μπορεί ο πελάτης να βασιστεί στις οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας και στην έκθεση του ελεγκτή; Ως ελεγκτής βλέπεις την εταιρεία σαν πελάτη σου. Το πρώτο πράγμα που κάνεις στον τομέα Συγχωνεύσεων και Εξαγορών, πριν εργαστείς βάσει της δέουσας επιμέλειας, είναι να μιλήσεις με τους ελεγκτές, να τους ρωτήσεις αν μπορείς να αποκτήσεις πρόσβαση στον φάκελο ελέγχου, ώστε να αποκτήσεις ιδέα του τι έχει γίνει και ποια είναι τα λογιστικά ζητήματα. Έτσι, ξαφνικά, βρισκόμουν στην άλλη πλευρά του τραπεζιού, χρησιμοποιώντας το έργο των ελεγκτών. Είχα την ευκαιρία να δω πολλούς φακέλους ελέγχου, από πολλές διαφορετικές ελεγκτικές εταιρείες, και αντιλήφθηκα ότι υπάρχουν μεγάλες διακυμάνσεις στην ποιότητα του εκτελούμενου ελεγκτικού έργου».

Το 2002 η Ernest & Young την προσκάλεσε να γίνει εταίρος στoν τομέα εταιρικής χρηματοδότησης. Ήταν το αποκορύφωμα όλων όσα είχε στοχεύσει, αλλά ξαφνικά δεν της φαινόταν και τόσο ελκυστικό. «Ήταν σαν να είχα φτάσει σε ένα στόχο που είχα θέσει στον εαυτό μου και, στη συνέχεια, αναρωτήθηκα: αυτό είναι όλο; Θα πρέπει να συνεχίσω να ασχολούμαι με τα ίδια πράγματα για τα επόμενα 20 χρόνια;»

Η πρόταση συνεργασίας συνέπεσε με τη σειρά λογιστικών σκανδάλων που συγκλόνισαν το ελεγκτικό επάγγελμα ανά τον κόσμο. Η κατάρρευση της Enron, η οποία οδήγησε στην καταστροφή της Arthur Andersen, ακολουθήθηκε σύντομα από την κατάρρευση της εταιρείας WorldCom στις ΗΠΑ. Η Ολλανδία δεν είχε μείνει αλώβητη: η αμερικανική θυγατρική, μία εκ των μεγαλύτερων αλυσίδων σούπερ μάρκετ της, της Ahold, έπεσε θύμα απάτης της τάξης των 880 εκατομμυρίων δολαρίων, και η μητρική σχεδόν χρεοκόπησε. Η απάντηση ήταν μια εσπευσμένη προσπάθεια κάλυψης των ρυθμιστικών κενών. Οι ΗΠΑ υιοθέτησαν τον νόμο Sarbanes-Oxley και σύστησαν το Συμβούλιο Εποπτείας Εγγεγραμμένων Εταιρειών (PCAOB), ενώ η Ευρώπη ενδυνάμωσε την όγδοη Οδηγία προκειμένου να ενισχύσει τη δημόσια εποπτεία του ελεγκτικού επαγγέλματος. Η Ολλανδία ήταν επίσης πρόθυμη να δημιουργήσει κανονισμό ελέγχου και η πρόκληση αυτή ήταν ακριβώς αυτό που έψαχνε η van Diggelen.

«Είχα ήδη αντιληφθεί αυτή τη διακύμανση ποιότητας στον έλεγχο και υπήρχαν πτυχές του κανονισμού ελέγχου που αφορούσαν την προστασία των επενδυτών και του δημοσίου συμφέροντος, αλλά κανείς δεν ήξερε πώς θα πρέπει να είναι διαμορφωμένος ένας κανονισμός ελέγχου, ήταν κάτι καινοφανές. Σκέφτηκα ότι θα ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα ευκαιρία».

Προς έκπληξη της Εrnest & Υoung, δεν αποδέχθηκε τη θέση του εταίρου και προτίμησε να αντιμετωπίσει μια νέα πρόκληση, μια κίνηση για την οποία ποτέ δεν μετάνιωσε. Η Ολλανδία θεωρείται πλέον ότι βρίσκεται στην πρώτη γραμμή ως προς την ανά την Ευρώπη ρύθμιση του κανονισμού του ελεγκτικού επαγγέλματος, γεγονός που πιστεύει ότι οφείλεται στην πολιτική βούληση που υπάρχει στη χώρα, διότι το πολιτικό προσωπικό αντιλαμβάνεται πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του ελεγκτή για την ομαλή λειτουργία της κεφαλαιαγοράς. Όμως, ένας άλλος βοηθητικός παράγοντας ο οποίος ενίσχυσε την αποτελεσματικότητα του τμήματός της ήταν, επίσης, ότι το τμήμα αυτό αποτελεί συστατικό μέρος της Εποπτικής Αρχής Κεφαλαιαγοράς, κάτι που τους επιτρέπει να εξετάσουν το σύνολο της αλυσίδας –από τη χρηματοοικονομική αναφορά μέχρι την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης στις χρηματοπιστωτικές αγορές– και να αντιδράσουν γρήγορα.

Για παράδειγμα, στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η Ολλανδία πήρε την πρωτοβουλία και εισήγαγε έναν σκληρό νέο νόμο, το 2013, για να ενισχυθεί η ανεξαρτησία των ελεγκτών, νόμος ο οποίος συμπεριλάμβανε την υποχρεωτική εναλλαγή ελεγκτή κάθε οκτώ χρόνια και την απαγόρευση παροχής σχεδόν όλων των μη ελεγκτικών υπηρεσιών. Αυτός ήταν πολύ μπροστά από τον Κανονισμό και την Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί του Ελέγχου και πολύ αυστηρότερος. Η van Diggelen εξηγεί: «Ξέρετε, μετά από όλα τα λογιστικά σκάνδαλα, μέχρι αλλά και μετά την οικονομική κρίση, ο ελεγκτικός κλάδος δεν μπορούσε να αποδείξει ότι η ποιότητα του ελέγχου βελτιωνόταν. Ούτε έρχονται με τις δικές τους προτάσεις για την ενίσχυση της ανεξαρτησίας τους. Έτσι, οι πολιτικοί άρχισαν να αναρωτιούνται γιατί πήρε τόσο καιρό να βελτιωθεί η ποιότητα των ελέγχων και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι ελεγκτές δεν ήταν επαρκώς ανεξάρτητοι από τους πελάτες τους».

«Επειδή ο έλεγχος διαδραματίζει τόσο σημαντικό ρόλο στις κεφαλαιαγορές, ήταν σημαντικό να ενισχυθεί η ανεξαρτησία τους, όχι μόνο για να διορθωθεί αυτή η αντίληψη αλλά και επειδή θα μπορούσε να υπάρχει πραγματική σύγκρουση συμφερόντων όταν παρέχονται ελεγκτικές και μη ελεγκτικές υπηρεσίες ταυτοχρόνως. Επίσης, υπήρχαν ερωτήματα γι’ αυτές τις μακροχρόνιες σχέσεις μεταξύ των ελεγκτών και των πελατών τους. Δεν το θέλουμε αυτό. Ως ελεγκτής έχετε υποχρέωση να διενεργείτε ελέγχους και το προϊόν σας βασίζεται αποκλειστικά στην εμπιστοσύνη, έτσι πρέπει να είστε πολύ ευαίσθητος ως προς το θέμα αυτό, ακόμα και γύρω από την επικρατούσα αντίληψη». Προσθέτει ότι το καθεστώς υποβολής προσφορών μπορεί να αλλάξει, για να ευθυγραμμιστεί περισσότερο με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό και την Οδηγία, αλλά η σχεδόν απόλυτη απαγόρευση παροχής μη ελεγκτικών υπηρεσιών από ελεγκτικές εταιρείες θα παραμείνει.

Παρά τη σκληρή γραμμή της αναφορικά με τους ελεγκτές, η van Diggelen λέει ότι διατηρεί μια καλή σχέση με το επάγγελμα. Σε τελική ανάλυση, μοιράζονται έναν κοινό στόχο: τη διασφάλιση ότι η ποιότητα του ελέγχου έχει βελτιωθεί προκειμένου ο έλεγχος να διατηρήσει τη σημασία του στο μέλλον.

Η van Diggelen ήταν μία εκ των κινητήριων δυνάμεων πίσω από τη δημιουργία του IFIAR το 2006, μαζί με τις ρυθμιστικές αρχές από τον Καναδά, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Αυστραλία. Ένιωθε ότι, καθώς οι ελεγκτικές εταιρείες ήσαν οργανωμένες σε διεθνή βάση, με διεθνή ηγεσία, είχε ιδιαίτερη σημασία οι ανά τον κόσμο εποπτικές ρυθμιστικές αρχές του ελεγκτικού επαγγέλματος να συνεργαστούν, προκειμένου να παράσχουν μία από κοινού εποπτεία διασυνοριακής εμβέλειας.

Υπάρχουν προκλήσεις –για παράδειγμα ορισμένες ρυθμιστικές αρχές δεν επιτρέπεται να ανταλλάξουν εμπιστευτικές πληροφορίες. Το IFIAR έχει αναπτύξει πολυμερές μνημόνιο συμφωνίας για την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών, που επιτρέπει τη διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ των μελών του IFIAR. Στην Ευρώπη, όμως, οι ρυθμιστικές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν μια βάση δεδομένων της οποίας το περιεχόμενο, ως προς τα αποτελέσματα των επιθεωρήσεων, είναι σε θέση να μοιραστούν.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας από την έναρξή του, ο αριθμός των μελών του φόρουμ έχει αυξηθεί από την αρχική ομάδα των 18 στις 51 ρυθμιστικές αρχές ανά τον κόσμο, καλύπτεται δηλαδή περίπου το 85% των κεφαλαιαγορών παγκοσμίως. Κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια, έχει δημοσιεύσει τα ετήσια πορίσματα των επιθεωρήσεων σχετικά με τις Big Six, ως μέρος του στόχου της να τους πείσει να εργαστούν σκληρότερα για τη βελτίωση της ποιότητας των ελέγχων και των συστημάτων παρακολούθησης της ποιότητάς τους.

Το πρόβλημα με τα ετήσια πορίσματα της έκθεσης επιθεώρησης είναι ότι αναγκαστικά υπάρχει μια χρονική υστέρηση μεταξύ της διενέργειας του ελέγχου και της έκδοσης των πορισμάτων των επιθεωρήσεων. Έτσι, η πλέον πρόσφατη επισκόπηση περιέχει τα πορίσματα ανεπάρκειας που σε μεγάλο βαθμό διαπιστώθηκαν στους ελέγχους του 2013. Το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα είναι ότι τα μέτρα που έλαβαν οι επιχειρήσεις το 2015 και το 2016 δεν θα αντικατοπτριστούν στα πορίσματα μέχρι το 2018/19. Γι’ αυτό, ως μέρος της συμφωνίας μεταξύ του IFIAR και των ελεγκτικών εταιρειών προκειμένου να μειωθεί ο αριθμός των ελέγχων με πορίσματα ανεπάρκειας κατά τουλάχιστον 25%, οι ελεγκτικές εταιρείες έχουν λάβει διορία τεσσάρων ετών. Ο συμφωνημένος αυτός στόχος προορίζεται να είναι ένα πρώτο βήμα σε μια πορεία προς τη σημαντική βελτίωση της ποιότητας του ελέγχου σε παγκόσμιο επίπεδο.

Οι ελεγκτικές εταιρείες δεν θα πρέπει να εκλάβουν τη διορία αυτή ως ευκαιρία εφησυχασμού και αδράνειας. Το επόμενο έτος δεν θα είναι ευχάριστο, αν υπερισχύσει η άποψη της van Diggelen. Έχει διανύσει το ήμισυ της θητείας της ως επικεφαλής της IFIAR και παραδέχεται ότι είναι «πολύ προσανατολισμένη στο τελικό αποτέλεσμα», και θέλει να είναι σε θέση, όταν κάνει τον απολογισμό της θητείας της, τον επόμενο Απρίλιο, να πει: «έχω επιτύχει πράγματα». Τα μέλη του IFIAR, τον περασμένο Απρίλιο, ενέκριναν δύο σημαντικούς στόχους που θα ήθελε να επιτύχει κατά τη διάρκεια της θητείας της: την εφαρμογή της νέας δομής διακυβέρνησης του IFIAR και τη δημιουργία μιας μόνιμης γραμματείας γι’ αυτό. «Αυτό θα επιταχύνει σημαντικά την ικανότητα του οργανισμού να αναλάβει δράσεις που αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας του ελέγχου σε παγκόσμιο επίπεδο», λέει.

Αισθάνεται σαφώς ότι οι ελεγκτικές εταιρείες θα πρέπει να συνεχίσουν να εργάζονται σκληρά για τη βελτίωση της ποιότητας του ελεγκτικού έργου σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδιαίτερα με δεδομένο το πόσο γρήγορα αλλάζει το περιβάλλον ελέγχου. Η τεχνολογία και η χρήση μεθόδων ανάλυσης δεδομένων, που θα επηρεάσουν τον έλεγχο και το σύνολο των απαιτούμενων ικανοτήτων για την άσκηση του ελεγκτικού επαγγέλματος με τρόπους αδιανόητους ακόμη και πριν από πέντε χρόνια, προσφέρουν ευκαιρίες για την επίτευξη πλέον αποτελεσματικών και αποδοτικών ελέγχων, αλλά επίσης φέρνουν και κινδύνους, έναντι των οποίων το ελεγκτικό επάγγελμα, μαζί με τις ρυθμιστικές αρχές και τους διεθνείς φορείς θέσπισης προτύπων, πρέπει να βρουν απαντήσεις.

«Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο σε σημασία», τονίζει, «υπάρχει ακόμα το θέμα της ανάκτησης της εμπιστοσύνης. Υπάρχει αυτό το χάσμα προσδοκιών σχετικά με τους περιορισμούς στη διασφάλιση που παρέχει η ελεγκτική γνώμη, το οποίο, κατά την άποψή μου, είναι σημαντικό να αντιμετωπιστεί, μαζί με την αποδεδειγμένη βελτίωση της ποιότητας του ελέγχου, προκειμένου να διατηρήσει το κύρος του το ελεγκτικό επάγγελμα».

Το IFIAR έχει ασκήσει πίεση στις επιχειρήσεις προκειμένου να πραγματοποιούν ανάλυση των βαθύτερων αιτίων που οδηγούν στην έλλειψη συνέπειας, η οποία χαρακτηρίζει την ποιότητα του εκτελούμενου ελεγκτικού έργου, ξεκινώντας με μια σύγκριση μεταξύ ικανοποιητικών και ανεπαρκών ελέγχων.

Επειδή ο έλεγχος διαδραματίζει τόσο σημαντικό ρόλο στις κεφαλαιαγορές, ήταν σημαντικό να ενισχυθεί η ανεξαρτησία τους, όχι μόνο για να διορθωθεί αυτή η αντίληψη αλλά και επειδή θα μπορούσε να υπάρχει πραγματική σύγκρουση συμφερόντων όταν παρέχονται ελεγκτικές και μη ελεγκτικές υπηρεσίες ταυτοχρόνως,