Οι αυξημένες κανονιστικές υποχρεώσεις και απαιτήσεις εταιρικής διακυβέρνησης είναι αναπόφευκτο αποτέλεσμα όχι μόνο της τεχνολογικής προόδου αλλά και της εξέλιξης της κοινωνίας, των δομών και των θεσμών. Παράδειγμα είναι η κοινοτική οδηγία για την ενθάρρυνση της μακροπρόθεσμης ενεργού συμμετοχής των μετόχων (SRD II 2017/828), ρυθμίσεις της οποίας έχουν ήδη ενσωματωθεί στον Ν. 4548/2018 του νέου δικαίου των ανωνύμων εταιρειών1, όπως με τις διατάξεις για τις συναλλαγές με συνδεδεμένα μέρη και για τη σύνταξη πολιτικής και απολογιστικής έκθεσης αποδοχών Διοικητικού Συμβουλίου και γενικών διευθυντών.
Ως δικηγόρος αντιλαμβάνομαι το βάρος της κανονιστικής συμμόρφωσης που φέρουν οι επιχειρήσεις, τα στελέχη και το προσωπικό τους. Οι διαδικασίες έχουν γίνει απαιτητικές και περίπλοκες, η ενσωμάτωση εξελίξεων συνεχής και αναπόφευκτη, που ενίοτε συνεπάγεται επιπλέον, μη αναμενόμενη, επένδυση ανθρωποωρών και κατά περίπτωση διαταράσσει και το βραχυπρόθεσμο ή και μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό κόστους.
Είναι όμως τελικά η κανονιστική συμμόρφωση και η εταιρική διακυβέρνηση «αναγκαίο κακό» ή μια ευκαιρία;
Ξεκίνησα τη συνεργασία μου με την KPMG πρόσφατα, μετά από 22 έτη καριέρας σε μια μεγάλη δικηγορική εταιρεία. Επ’ ευκαιρία αυτής της αλλαγής διαπίστωσα μια λανθάνουσα υπεραξία, την οποία δεν είχα προηγουμένως αποτιμήσει: ότι σε κάθε συναλλαγή, σε κάθε συνδιαλλαγή και σε κάθε χειρισμό κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας μας καταγράφεται στην αγορά το αποτύπωμα όχι μόνο της επαγγελματικής μας δεινότητας αλλά και του ήθους στη συμπεριφορά μας. Όλα αυτά μαζί αξιολογούνται και μπορεί να μας οδηγήσουν στο επόμενο ανώτερο επίπεδο.
Αντιστοίχως, η επένδυση στην κανονιστική συμμόρφωση και στην εταιρική διακυβέρνηση είναι μεν μια πολυετής επένδυση, με αποτιμητέες όμως ουσιώδεις αποδόσεις.
Οι προφανείς εξ αυτών είναι το γενικότερο «νοικοκύρεμα» και ο περιορισμός των κινδύνων που συνεπάγεται η εφαρμογή κανόνων κανονιστικής συμμόρφωσης και η ποικιλία και διασταύρωση απόψεων και οι δικλίδες ελέγχου που είναι αποτέλεσμα της εταιρικής διακυβέρνησης.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι πρόκειται εντέλει για δύο επιχειρηματικά εργαλεία με τα οποία, αφενός, το εταιρικό brand οικοδομείται σε σταθερές βάσεις, οι οποίες αποδεικνύονται απαραίτητες μακροπρόθεσμα, και, αφετέρου, εξασφαλίζεται η προσαρμοστικότητα και ως εκ τούτου η εμπορική μακροβιότητά του.
Για τον λόγο αυτό, στην ερώτηση που διατυπώνεται πάρα πολύ συχνά τελευταία, εάν η κανονιστική συμμόρφωση και ιδίως η εταιρική διακυβέρνηση αφορούν τελικά λίγες εταιρείες, ειδικά στην Ελλάδα, η απάντηση που δίνω ως νομικός σύμβουλος είναι ότι αφορά όλες τις έξυπνες επιχειρήσεις: μικρές ή μεγάλες, εισηγμένες ή μη, ακόμα και τις οικογενειακές ή και πιο παραδοσιακής κουλτούρας επιχειρήσεις, που δεν απευθύνονται στο ευρύ κοινό, όπως οι ναυτιλιακές, εφόσον αποβλέπουν στο μέλλον και προσβλέπουν στην ειδοποιό διαφορά της εταιρικής τους επωνυμίας και του εταιρικού τους προϊόντος.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Ο χαρακτηρισμός «ανωνύμων» είναι πλέον κατάλοιπο του παρελθόντος και κατ’ ουσίαν όρος contra legem μετά την υποχρεωτική ονομαστικοποίηση των μετοχών δυνάμει του άρθρου 40 του Ν. 4548/2018, αλλά και της υποχρέωσης τήρησης και υποβολής στοιχείων για τον πραγματικό δικαιούχο (UBO), κατ’ εφαρμογή του N. 4557/2018, που ενσωμάτωσε την Οδηγία 2015/849.