Ο φορολογικός σχεδιασμός (tax planning) αντιμετωπιζόταν κάποτε από όλα τα κράτη ως θεμιτή πρακτική και συνιστούσε ένα νόμιμο εργαλείο στο διεθνές εμπόριο και στο ενωσιακό δίκαιο θεμελιώδες δικαίωμα των οικονομικώς δρώντων προσώπων κατά την ανάπτυξη διασυνοριακής δραστηριότητας. Εντός, μάλιστα, του πλαισίου της ηθικής του Friedman (Friedmanian ethics) της εποχής, ήταν ένας αποδεκτός τρόπος για τις εταιρείες για τον περιορισμό του κόστους και τη μεγιστοποίηση των κερδών, ενώ οι μέτοχοι έβλεπαν την αξία των μετοχών τους να αυξάνεται. Τα τελευταία όμως χρόνια ο φορολογικός σχεδιασμός ή, τουλάχιστον, μια ερμηνεία του έχει κριθεί ηθικά μη αποδεκτή, ενώ η πρόθεση των φορολογουμένων να μειώσουν τη φορολογική τους επιβάρυνση θεωρείται απολύτως θεμιτή μόνο στον βαθμό που δεν συνοδεύεται από επίπλαστες διευθετήσεις. Ο επιθετικός φορολογικός σχεδιασμός οδηγεί σε κίνδυνο διάβρωσης των εθνικών φορολογικών βάσεων και, καθώς οι δομές φορολογικού σχεδιασμού γίνονται ολοένα και πιο πολύπλοκες, μπορεί να αποβούν επιζήμιες για τα εθνικά φορολογικά έσοδα και για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
Τα τελευταία χρόνια, λοιπόν, επικρατεί ένας αέρας αλλαγής, καθώς οι κυβερνήσεις παγκοσμίως έχουν αρχίσει να αναγνωρίζουν την ύπαρξη φορολογικών παραδείσων και να προχωρούν σε μέτρα περιορισμού της δράσης τους, ενώ το οικοδόμημα του παγκόσμιου οικονομικού απορρήτου αποδυναμώνεται. Στη νέα εποχή, οι εταιρείες προτρέπονται να συμπεριφέρονται και να λειτουργούν «ηθικά», αποφεύγοντας τη δημόσια κατακραυγή, υπό τον φόβο της υποβάθμισης της φήμης τους και μέσα στο πλαίσιο της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης που η πλειοψηφία των εταιρειών, υποχρεωτικά ή μη, υιοθετεί. Επιπρόσθετα, η άρση της αρχής της ξεχωριστής νομικής προσωπικότητας και της αρχής της περιορισμένης ευθύνης βάζει φρένο σε πρακτικές όπου ορισμένοι επιχειρηματίες – μέτοχοι «οχυρώνονταν» πίσω από νομικά πρόσωπα για αποφυγή εκπλήρωσης των εταιρικών και ατομικών υποχρεώσεων ή την εν γένει ανάληψη επιχειρηματικού ρίσκου.
Η ηθική και η δεοντολογία αποτελούν βασικούς συντελεστές της φορολογικής συμμόρφωσης, αλλά και της αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής. Ανέκαθεν, εκείνοι που αποφάσιζαν να μην είναι συμμορφωμένοι με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, λαμβάνουν την απόφαση ζυγίζοντας τα οφέλη και τα κόστη από την επιλογή τους. Αν τα κόστη για τη μη συμμόρφωση υπερβαίνουν τα οφέλη από τη συμμόρφωση, τότε η ορθολογική τους επιλογή είναι η συμμόρφωση με τον νόμο. Αν, από την άλλη πλευρά, τα οφέλη από τη μη συμμόρφωση υπερβαίνουν τα κόστη από τη συμμόρφωση, τότε επιλέγουν τη μη συμμόρφωση. Οι συνήθεις παράγοντες που διαμορφώνουν το μοτίβο συμμόρφωσης είναι ο κίνδυνος από την αποκάλυψή της, οι υψηλές ποινές και η αμεσότητά της ποινής από τις φορολογικές και δικαστικές αρχές.
Στην εποχή μας, η φορολογία αποτελεί κορυφαία επιχειρηματική είδηση στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Οι αμφιλεγόμενες φορολογικές πρακτικές που δημοσιεύονται σε κορυφαίες εφημερίδες ανά τον κόσμο, όπως οι αποκαλύψεις για τα Panama και τα Paradise Papers, το πρόσφατο λεγόμενο σκάνδαλο των φακέλων CumEx, το οποίο οδήγησε σε δημοσιοποιηθείσες απώλειες φορολογικών εσόδων των κρατών μελών ύψους έως και 55,2 δισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με εκτιμήσεις ορισμένων μέσων ενημέρωσης1 και δομές φοροαποφυγής στην Ευρώπη, ιδίως μεταξύ των εταιρειών τεχνολογίας των ΗΠΑ, προκαλούν πλέον υψηλό κίνδυνο για τη φήμη επιχειρήσεων και επιχειρηματιών, με επακόλουθη ενίσχυση της φορολογικής ηθικής, ενώ ταυτόχρονα ενισχύουν το αίσθημα νομιμότητας των απλών φορολογούμενων, αναγνωστών, ακροατών. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι παλαιότερες οικονομικές αναλύσεις του «στοιχήματος» της φοροδιαφυγής, που συμπέραιναν ότι τα περισσότερα άτομα θα διέφευγαν της καταβολής φόρων εφόσον λειτουργούσαν ορθολογικά, διότι ήταν εξαιρετικά απίθανο να συλληφθούν και να τιμωρηθούν2, παίρνουν σήμερα άλλες διαστάσεις.
Η ηθική φορολογική συμπεριφορά μπορεί να δώσει στις εταιρείες ανταγωνιστικό πλεονέκτημα;
Οι δημοσιεύσεις του τύπου προκαλούν καθολική επιχειρηματική δυσφήμιση για τον γενικό πληθυσμό, παρότι οι εμπλεκόμενες εταιρείες μπορεί να μην έχουν παραβεί τον νόμο.
Συχνά τα πρόσωπα που αναφέρονται στα έγγραφα του Παναμά και οι εμπλεκόμενες εταιρείες ενήργησαν παράνομα, ωστόσο τα δικαστήρια εξακολουθούν να αποφασίζουν εάν οι συμφωνίες cum-ex είναι σωστές ή λάθος κι οι διασυνοριακές δομές εταιρικού δικαίου που έχουν δημιουργηθεί για την εκμετάλλευση διαφορετικών πλεονεκτικών φορολογικών καθεστώτων είναι κατά βάση νόμιμες και χρησιμοποιούνται συχνά στην πράξη.
Πέραν των γνωστών εταιρειών τεχνολογίας των ΗΠΑ, κι άλλες καθιερωμένες ευρωπαϊκές εταιρείες –οι οποίες θεωρούνται υγιείς– «μετατοπίζουν» τα κέρδη τους σε χώρες της Ε.Ε. και σε άλλες δικαιοδοσίες όπου η φορολογία είναι χαμηλή, ακόμη και εταιρείες κρατικών συμφερόντων.
Σε πολύ ανταγωνιστικούς τομείς, ένα πραγματικό μειονέκτημα έγκειται στο αν οι ανταγωνιστές βρίσκονται σε δικαιοδοσίες με χαμηλή φορολογία. Εταιρείες από περιοχές όπου η φορολογία είναι υψηλή –όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία ή οι ΗΠΑ– θα προσπαθήσουν να αντισταθμίσουν αυτό το μειονέκτημα. Πρόκειται για μια καθαρά οικονομική προσέγγιση, η οποία βασίζεται στην ισχύουσα νομοθεσία και είναι νόμιμη. Το πρόβλημα, ωστόσο, που δημιουργείται είναι όταν η φορολογική τους προσέγγιση έρχεται σε αντίθεση με τις υποχρεώσεις εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (ΕΚΕ). Σύμφωνα με τη Λογιστική Οδηγία 2013/34/ΕΕ3, αναφορικά με τη δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών, ειδικών χρηματοοικονομικών και άλλων πληροφοριών διαφοροποίησης, ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις (large companies) υποχρεούνται να δημοσιεύουν αναφορές που θα περιέχουν, κατ’ ελάχιστον, πληροφορίες σχετικά με περιβαλλοντικά, κοινωνικά και εργασιακά θέματα, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την καταπολέμηση της διαφθοράς και της δωροδοκίας. Προκειμένου να ανταποκριθούν σε αυτές τις γνωστοποιήσεις, οι επιχειρήσεις μπορούν να βασίζονται σε διάφορα εθνικά, ευρωπαϊκά ή διεθνή πλαίσια (π.χ. το Παγκόσμιο Σύμφωνο του ΟΗΕ, τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, το ISO 26000).
Στον αντίποδα, οι σύγχρονοι καταναλωτές έχουν αποδειχθεί πιο επιλεκτικοί και ευαισθητοποιημένοι, κι είναι συχνά πρόθυμοι να αποφύγουν ορισμένες εταιρείες επειδή η φήμη της ΕΚΕ είναι αμφισβητήσιμη. Αυτοί οι καταναλωτές δεν θα αγοράζουν πλέον από εταιρείες που δεν ανταποκρίνονται στις ηθικές τους προσδοκίες. Η δεοντολογική συμπεριφορά μπορεί επομένως να αποτελέσει επιχείρημα πωλήσεων για τις εταιρείες B2C (επιχείρηση προς καταναλωτή).
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, το 92% των καταναλωτών δηλώνουν ότι έχουν μια πιο θετική εικόνα μιας εταιρείας όταν αυτή υποστηρίζει ένα κοινωνικό ή περιβαλλοντικό ζήτημα, ενώ το 66% των καταναλωτών δηλώνει πρόθυμο να πληρώσει επιπλέον χρήματα για προϊόντα και υπηρεσίες που προέρχονται από εταιρείες που έχουν δεσμευτεί για θετικές κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις.4 Επίσης, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Φήμης, το χρυσό πρότυπο στη μέτρηση της εταιρικής φήμης, οι αποφάσεις που θεωρούνται δίκαιες, ηθικές και έχουν θετική επίδραση στην κοινωνία συμβάλλουν στο 52% περίπου της φήμης μιας επιχείρησης και το 68% των επενδυτών θα επιλέξουν να επενδύσουν σε μια εταιρεία που θεωρείται κοινωνικά υπεύθυνη έναντι μιας εταιρείας που δεν είναι.5
Είναι, βέβαια, προφανές ότι το επιχείρημα της ηθικής φορολογικής συμπεριφοράς ως πλεονέκτημα στην αύξηση των πωλήσεων δεν είναι το ίδιο αποτελεσματικό όσο η προστασία του περιβάλλοντος ή άλλες δράσεις ΕΚΕ, που εστιάζουν σε κοινωνικές ανησυχίες κι είναι γενικά πολύ πιο ορατές στο μάτι του καταναλωτικού κοινού.
Είθισται η καλή συμπεριφορά να είναι πιο δύσκολο να εντοπιστεί και, αναφορικά με τη φορολογία, τα δημοσιεύματα είναι κατά πλειοψηφία αρνητικά. Μια «καλή πράξη» που αφορά το περιβάλλον είναι πιο ορατή και σαφής απ’ ό,τι η καταβολή φόρων από μια εταιρεία. Ωστόσο, για τις εταιρείες που ασκούν κοινωνική ευθύνη, ούτως ή άλλως, η φορολογική ηθική συμπεριφορά είναι απαραίτητη και ιδίως στις εταιρείες που απευθύνονται σε ευαίσθητες ομάδες – στόχους. Η φορολογική ηθική συμπεριφορά μπορεί σίγουρα να συμβάλει σε μια οικονομική και βιώσιμη επιχειρηματική στρατηγική, αναπτύσσοντας ισχυρές σχέσεις με όλους τους ενδιαφερόμενους, πελάτες, εργαζόμενους και επενδυτές.
Στη σημερινή, ολοένα και πιο ανταγωνιστική αγορά, η χρήση δομών φοροαποφυγής μπορεί να είναι ένα απλό μειονέκτημα ή και να καταστεί επικίνδυνη. Οι κρατικές φορολογικές αρχές έχουν πλέον στη διάθεσή τους εργαλεία που μπορούν να πλήξουν σκληρά το εταιρικό επιχειρείν. Επιπρόσθετα, οι πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις για τις «Υποχρεώσεις και ευθύνη διαμεσολαβούντων προσώπων στην αποκάλυψη σχημάτων φοροδιαφυγής», υπό το πρίσμα των Πρότυπων Κανόνων Υποχρεωτικής Γνωστοποίησης του ΟΟΣΑ για την καταπολέμηση ρυθμίσεων αποφυγής του Κοινού Προτύπου Αναφοράς, δεν ευνοούν την αδιαφάνεια στις συναλλαγές. Σε περιπτώσεις, λοιπόν, κατά τις οποίες επαγγελματίες –δικηγόροι, λογιστές, ελεγκτές– αναλαμβάνουν τη διεκπεραίωση τέτοιων συναλλαγών, αίρεται η αρχή της εμπιστευτικότητας που διέπει τις σχέσεις πελάτη – επαγγελματία και καθίστανται όλοι συνυπεύθυνοι.
Εκτός από το κόστος ενός φορολογικού ελέγχου, ο επιθετικός φορολογικός σχεδιασμός ενέχει συχνά νομικό κίνδυνο, ο οποίος μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντικός, τόσο από οικονομική άποψη όσο και για τη φήμη της εταιρείας, περιορίζοντας την ασφάλεια προγραμματισμού ειδικά στους τομείς χρηματοδότησης και της ρευστότητάς της.
Συμπερασματικά, το ηθικό πλεονέκτημα στη φορολογική συμπεριφορά συμπληρώνει τη γενική εικόνα της εταιρείας και ως εκ τούτου χρησιμεύει ως ένα αποτελεσματικό εργαλείο μάρκετινγκ, συνυπολογίζοντας και τα ποσοτικοποιήσιμα οφέλη του χαμηλότερου κινδύνου δικαστικών διαφορών, του κόστους συναλλαγών και της ασφάλειας προγραμματισμού.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
. Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Μαρτίου 2019 σχετικά με το οικονομικό έγκλημα, τη φοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή (2018/2121(INI)), https://www.europarl.europa.eu/doceo/document/TA-8-2019-0240_EL.html
2. Alm, J., McClelland, G. H., & Schulze, W. D. (1992, σελ. 21-28) ‘Why do people pay taxes?’ Journal of Public Economics, 48.
3. https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32013L0034&from=EN
4. Cone Communications. «2017 Cone Communications CSR Study», http://www.conecomm.com/research-blog/2017-csr-study#download-the-research & Nielsen Research, «Doing well by doing good», https://www.nielsen.com/content/dam/nielsenglobal/jp/docs/report/2014/Nielsen%20Global%20Corporate%20Social%20Responsibility%20Report%20-%20June%202014.pdf. Πρόσβαση 10/09/2019.
5. Nielsen Research, «Doing well by doing good».
Ο ρόλος της ηθικής στο μέλλον του φορολογικού σχεδιασμού
Φωτεινή Σταγάκη
Οικονομολόγος – Σύμβουλος επιχειρήσεων