• Σήμερα είναι: Δευτέρα, 17 Φεβρουαρίου, 2025

Ο υστερόβουλος χειρισμός κερδών

Φίλιππος Β. Φίλιος

Η «διαχείριση λογιστικών κερδών» ως όρος αναφέρεται στο σκόπιμο μαγείρεμα το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή αναφερόμενων στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις μεγεθών (accounting numbers). Αυτός ο ορισμός συμπεριλαμβάνει την έννοια της εξομάλυνσης κερδών/προσόδων πέριξ κάποιου επιπέδου που θεωρείται «κανονικό», όπως επίσης τις λογιστικές επιλογές των ανώτερων/ανώτατων εκτελεστικών στελεχών, οι οποίες ωφελούν αυτούς ή μετόχους σε βάρος άλλων που έχουν όμοιες διεκδικήσεις. Εντούτοις, αυτή η διαχείριση εξαιρεί τη δόλιας σκοπιμότητας χρηματοοικονομική λογοδοσία και περιορίζεται στο εύρος που παρέχεται – επιτρέπεται από τις Γενικά Αποδεκτές Λογιστικές Αρχές, ΓΑΛΑ (Generally Accepted Accounting Principles, GAAP). Κίνητρα για διαχείριση των κερδών διαφέρουν ανάλογα με τον αναλαμβανόμενο στόχο τέτοιων χειρισμών.

Κίνητρα για διαχείριση κερδών

Οπορτουνιστικά (ευκαιριακής φύσεως) κίνητρα: Οι μάνατζερ υποτίθεται –μάλλον λαμβάνεται ως δεδομένο– πως έχουν κίνητρα να χρησιμοποιούν επιλογές της λογιστικής για να μεγιστοποιούν την τρέχουσα και μελλοντικές ανταμοιβές τους (Watts & Zimmerman, 1986). Σε αυτές τις καταστάσεις, ελεγκτές, επιτροπές αμοιβών-αποζημιώσεων και άλλοι μηχανισμοί εποπτείας υποτίθεται επίσης ότι δεν είναι σε θέση να ανατρέπουν αυτές τις οπορτουνιστικές επιδράσεις επί των κερδών. Ένα δεύτερο δυνητικό όφελος για μάνατζερ είναι το να αυξάνουν την εξασφάλιση/διατήρηση της θέσης τους. Αυτοί μπορούν να αυξάνουν τα κέρδη σε περιόδους πτωχής απόδοσης, χρησιμοποιώντας εναλλακτικές λογιστικές επιλογές προκειμένου να αυξήσουν την πιθανότητα παραμονής στη θέση που έχουν.

Εξομάλυνση κερδών/προσόδων: Από τότε που ο Hepworth (1953) υπέδειξε πως η εξομάλυνση κερδών/προσόδων αυξάνει την εμπιστοσύνη των επενδυτών στην επιχείρηση, αρκετές μελέτες αποπειράθηκαν να εξετάσουν αυτή την υπόθεση. Άλλοι έχουν υποστηρίξει ότι η μείωση της αστάθειας/μεταβλητότητας των κερδών αυξάνει την ασφάλεια της θέσης εργασίας των μάνατζερ, ενώ πιο πρόσφατοι ερευνητές έχουν υποδείξει ότι η εξομάλυνση μειώνει την πρόσληψη του συστηματικού κινδύνου.

Υπάρχουν τρία είδη εξομάλυνσης κερδών βάσει λογιστικών επιλογών: i) εξομάλυνση βάσει επαναταξινόμησης (classificatory smoothing), ii) διαχρονική εξομάλυνση (intertemporal smoothing), και iii) πραγματική εξομάλυνση (real smoothing). Ένα παράδειγμα «ταξινομικής» εξομάλυνσης είναι να ταξινομείται μια μεγάλη ζημιά ως έκτακτη μάλλον παρά ως τακτική (π.χ. ως ανακύπτουσα από την κανονική λειτουργία της επιχείρησης). Η διαχρονική εξομάλυνση ενέχει τη χρήση λογιστικών μεθόδων/τεχνικών και επιλογών για να μετατεθούν πρόσοδοι ή δαπάνες μεταξύ περιόδων. Για παράδειγμα, αυξάνοντας τη δαπάνη πρόβλεψης για επισφαλείς χρεώστες σε καλούς καιρούς, έτσι ώστε σε κακούς καιρούς υποδεέστερη πρόβλεψη να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αυξηθεί το κέρδος. Η πραγματική εξομάλυνση ενέχει τη χρήση πραγματικών συναλλαγών προκειμένου να αλλαχθεί το κέρδος. Παραδείγματα συνιστούν η πραγματοποίηση κερδών σε χρεόγραφα επένδυσης για να ενισχυθεί το κέρδος ή να αναβληθούν δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης νέων προϊόντων (R&D) σε μεταγενέστερες περιόδους.

Διαχείριση κερδών προς το συμφέρον άλλων μερών: Ένα κίνητρο για διαχείριση κερδών που θα μπορούσε να ωφελήσει μετόχους είναι να αποφευχθεί παραβίαση όρων δανειοδότησης προς την επιχείρηση χρησιμοποιώντας δεδουλευμένα που αυξάνουν τις προσόδους και λογιστικές αλλαγές. Τέτοιες προσπάθειες μπορεί να βοηθούν την επιχείρηση να αποφύγει ή να καθυστερήσει πτώχευση, η οποία με τη σειρά της θα μπορούσε να ωφελήσει μετόχους. Ένα δεύτερο κίνητρο για διαχείριση κερδών ανακύπτει από το πολιτικό και ρυθμιστικό περιβάλλον στο οποίο η επιχείρηση λειτουργεί. Για παράδειγμα, στη δεκαετία του 1970, οι πετρελαϊκές εταιρείες τράβηξαν τα φώτα της δημοσιότητας για το ότι πραγματοποιούσαν ανωμάλως υψηλά κέρδη. Τα ανώτατα εκτελεστικά στελέχη μπορούν δυνητικά να αποφύγουν δυσμενή πολιτικής φύσεως εξονυχιστική έρευνα χρησιμοποιώντας λογιστικές επιλογές που μειώνουν τα κέρδη. Στην εποχή μας, τα κέρδη φαρμακευτικών εταιρειών προσελκύουν αυξανόμενη προσοχή όταν τα κόστη ιατροφαρμακευτικής φροντίδας θεωρούνται πως είναι εκτός ελέγχου. Τέτοιες εταιρείες έχουν κίνητρα να εμφανίζουν κατώτερη της πραγματικής την απόδοσή τους, για να αποτρέπουν ελέγχους τιμών ή άλλα είδη ρυθμιστικών παρεμβάσεων στον κλάδο τους. Επιπλέον, αρκετές μελέτες υποθέτουν διαχείριση κερδών σε συγκεκριμένα σκηνικά.

Μέθοδοι – τεχνικές διαχείρισης κερδών

Αλλαγές σε λογιστικές μεθόδους: Οι Γενικά Αποδεκτές Λογιστικές Αρχές (GAAP) επιτρέπουν στους μάνατζερ να επιλέγουν τεχνικές/μεθόδους της λογιστικής από ένα αποδεκτό σύνολο. Αυτές οι μέθοδοι τυπικά διαφέρουν ως προς τις εναλλακτικές επιπτώσεις τους στη μέτρηση/εκτίμηση των προσόδων –του κέρδους. Για παράδειγμα, επιχειρήσεις μπορούν να μεταπηδούν από τη σταθερή σε επιταχυνόμενη απόσβεση ή να αλλάζουν την παραδοχή της ροής αποθεμάτων από FIFO (first-in, first-out) σε LIFO (last-in, first-out) για αποτίμηση των αποθεμάτων. Εντούτοις, η αλλαγή λογιστικών μεθόδων από έτος σε έτος δεν είναι εφικτή, διότι κάθε αλλαγή πρέπει να δικαιολογείται και να συμφωνείται μετά των εξωτερικών ορκωτών ελεγκτών. Επίσης, οι GAAP συχνά επιτρέπουν ελαστικότητα στην υιοθέτηση νέων λογιστικών προτύπων. Η επιλογή της υιοθέτησης ενός νέου λογιστικού προτύπου νωρίτερα από την απαιτούμενη ημερομηνία υποχρεωτικής εφαρμογής μπορεί επίσης να προσφέρει ευκαιρίες για διαχείριση κερδών.

Αλλαγή λογιστικών εκτιμήσεων ή παραδοχών: Τέτοιες αλλαγές είναι περισσότερο περίπλοκες απ’ όσο οι αλλαγές σε λογιστική μέθοδο. Παραδείγματα τέτοιων αλλαγών περιλαμβάνουν αύξηση της εκτίμησης του ωφέλιμου βίου ενός στοιχείου του πάγιου ενεργητικού, αλλαγή του αποδεχόμενου ποσοστού απόδοσης επί επενδύσεων συνταξιοδοτικών ταμείων (το οποίο λειτουργεί ως προεξοφλητικό επιτόκιο κεφαλαιοποίησης…) ή άλλες επιτρεπόμενες επιλογές δεδουλευμένων κονδυλίων. Αφού πολλές από αυτές τις εκτιμήσεις δεν απαιτούν δικαιολόγηση από τον ελεγκτή ως «προτιμητέες» έναντι των παλαιών εκτιμήσεων, μάνατζερ μπορεί να το βρίσκουν ευκολότερο να υιοθετήσουν τέτοιες αλλαγές. Εντούτοις, ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της διαχείρισης δεδουλευμένων είναι η δυνατότητα ακύρωσής τους με εγγραφή αντιλογισμού. Για παράδειγμα, χαμηλότερη δαπάνη απόσβεσης σήμερα μπορεί να έχει υψηλότερη απόσβεση των υποκείμενων παγίων σε κάποιο χρονικό σημείο στο μέλλον, έστω και αν δεν επιτρέπεται φορολογικά.

Πραγματικές συναλλαγές: Ίσως ο πλέον δαπανηρός τρόπος διαχείρισης κερδών είναι διαμέσου πραγματικών συναλλαγών. Για παράδειγμα, μάνατζερ μπορεί επιλεκτικά να πωλούν χρεόγραφα επενδυτικού χαρτοφυλακίου, των οποίων η αξία έχει υπερτιμηθεί, για να πραγματοποιήσουν κέρδη, ενώ να αναφέρουν χρεόγραφα ανά χείρας τα οποία έχουν μειωθεί σε (τρέχουσα) αξία στο ιστορικό τους κόστος. Διαχείριση πραγματικών κερδών μπορεί επίσης να επιτευχθεί αλλάζοντας τις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη (R&D) ή για διαφημιστική εκστρατεία, όπως επίσης αυξάνοντας την παραγωγή όταν οι γενικές δαπάνες (overheads) κατανέμονται με βάση κάποιο κανονικό επίπεδο παραγωγής, τοιουτοτρόπως μεταθέτοντας περισσότερα από τα γενικά έξοδα στο απόθεμα μάλλον παρά αντιμετωπίζοντάς τα ως έξοδα περιόδου. Τέτοιες συναλλαγές έχουν πραγματικά κόστη, τέτοια όπως φόροι επί των πραγματοποιούμενων κερδών ή προμήθειες σε μεσίτες.

Εμπειρικά ευρήματα επί της διαχείρισης κερδών

Αποζημίωση συνδεόμενη προς τα αναφερόμενα/κοινοποιούμενα κέρδη (ως επιμίσθια/bonus): Ο Healy (1985) εξετάζει κατά πόσον μάνατζερ χειρίζονται δημοσιοποιούμενα (αναφερόμενα) κέρδη (ή κατά διακριτική ευχέρεια δεδουλευμένα) για σκοπούς βελτίωσης των δικών τους απονομών επιμισθίου. Όταν τα κέρδη προ του ποσού απονομής επιμισθίου είναι πάνω από το ανώτερο όριο του συμφωνηθέντος σχεδίου επιμισθίων (the bonus plan), περισσότερα «κατά κρίση/προαιρετικά» καθαρά κονδύλια δεδουλευμένων θα χρεώνονταν στις προσόδους. Επίσης, όταν τα κέρδη προ του καταλογισμού των επιμισθίων είναι κάτω από το κατώτερο όριο, οι διοικούντες πάλι επιλέγουν κονδύλια δεδουλευμένων που μειώνουν τις προσόδους. Τα αποτελέσματα της έρευνας του Healy υποστηρίζουν τη γενόμενη υπόθεση της εν προκειμένω μεγιστοποίησης των επιμισθίων με χρήση – «αξιοποίηση» κονδυλίων συνολικά των δεδουλευμένων.

Οι Gaver, Gaver, και Austin (1995) επανέλαβαν τη μελέτη αποζημίωσης με επιμίσθια του Healy χρησιμοποιώντας διαφορετικά δεδομένα, και ορθώς χρησιμοποίησαν διακριτικής ευχέρειας (discretionary) κονδύλια δεδουλευμένων στους ελέγχους τους. Τα αποτελέσματα της έρευνάς τους δείχνουν ότι όταν τα κέρδη προ των κατά κρίση/προαιρετικών δεδουλευμένων πέσουν κάτω από το κατώτερο όριο, μάνατζερ επιλέγουν προαιρετικά δεδουλευμένα που αυξάνουν τις προσόδους (τα κέρδη) –κατ’ αντίθεση προς τα ευρήματα του Healy, τα οποία υποδεικνύουν δεδουλευμένα που μειώνουν στο σύνολό τους τα δεδουλευμένα. Οι Gaver et al. ερμηνεύουν τα δικά τους αποτελέσματα πως είναι συνεπή με την υπόθεση εξομάλυνσης των κερδών μάλλον παρά με την υπόθεση μεγιστοποίησης των επιμισθίων.

Διαφορετικές μελέτες προσφέρουν την εξαγωγή διαφορετικών συμπερασμάτων, ενδεχομένως επειδή τα μη προαιρετικά δεδουλευμένα είναι πιθανό να ποικίλουν ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες και επειδή τα διάφορα κίνητρα για διαχείριση κερδών δεν είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα. Όταν δύο κίνητρα συγκρούονται, το ισχυρότερο κίνητρο γι’ αυτό το συγκεκριμένο δείγμα μπορεί να αποκρύπτει το ασθενέστερο, ακόμη και αν αμφότερα τα κίνητρα μπορεί να τελούν σε ισχύ.

Εξομάλυνση προσόδων/κέρδους: Ο Beidleman (1973) χρησιμοποιεί ανάλυση παλινδρόμησης για να κανονικοποιήσει αμφότερα το αντικείμενο της εξομάλυνσης (κοινοποιούμενο/δημοσιευόμενο καθαρό κέρδος), όπως επίσης δυνητικές μεταβλητές εξομάλυνσης (κόστος συνταξιοδοτήσεων και αποχωρήσεων, κόστη ερευνών και ανάπτυξης/R&D, κέρδη από απαλλαγή φόρων ή χρεών, πωλήσεις και διαφήμιση, και σύμπτυξη λειτουργίας εργοστασίων). Είναι το «μη κανονικό» μέρος των προσόδων που υπόκειται σε τέτοιους χειρισμούς. Ο Beidleman ερμήνευσε τα αποτελέσματα της έρευνάς του ως συνεπή με την εξομάλυνση κερδών.

Πριν η γνώμη υπ’ αριθμ. 30 του Συμβουλίου Λογιστικών Προτύπων των ΗΠΑ «Αναφέροντας τα αποτελέσματα εκ της λειτουργίας» (US Accounting Principles Board Opinion No. 30: Reporting the results of Operations) να τεθεί σε ισχύ το 1973, υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός μη κανονικών κονδυλίων (irregular items) –έκτακτων, ανώμαλων από πλευράς χρονικής εμφάνισης ή επανάληψης– τα οποία το λογιστικό επάγγελμα δεν αντιμετώπιζε με συνέπεια ομοίως. Για μία συναλλαγή η οποία έχει ήδη συμβεί, το μόνο κίνητρο είναι να ταξινομηθεί κατά ορισμένο τρόπο (π.χ. ανώμαλα ή μη επαναλαμβανόμενα έσοδα ή έξοδα μπορούν να ταξινομηθούν είτε ως τακτικά ή ως έκτακτα), προκειμένου να ανακοινωθεί μία ομαλότερη όψη του αντικειμένου της εξομάλυνσης, το κανονικό κέρδος (το στοιχείο που προφανώς χρησιμοποιείται από χρηματοοικονομικούς αναλυτές για σκοπούς προβλέψεων).

Οι Ronen και Sadam (1975) αναφέρουν αποτελέσματα έρευνάς τους που υποδεικνύουν ότι έκτακτα κονδύλια ταξινομήθηκαν δυνητικά από μάνατζερ έτσι ώστε να μειώσουν τις διακυμάνσεις του τακτικού κέρδους (των τακτικών προσόδων). Ο Hand (1989) εξετάζει τη δυνατότητα ανάληψης μιας πραγματικής χρηματοπιστωτικής συναλλαγής ως κίνητρο για χειρισμό κερδών. Αυτός θέτει το ερώτημα γιατί ορισμένες επιχειρήσεις ανέλαβαν ανταλλαγές χρέους με ίδια κεφάλαια (debt-equity swaps) στις αρχές έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και ανέφεραν έτσι μεγάλα λογιστικά κέρδη. Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής υπέδειξαν ότι ανταλλάσσοντας (υποκαθιστώντας) χρέος με ίδιο κεφάλαιο συνεπάγεται ομαλότερα κέρδη.

Επιπλέον, ο Hand εξετάζει κατά πόσον «ανταλλαγές (swaps) καθιστούν ικανές επιχειρήσεις να χαλαρώνουν δυνητικά δεσμευτικούς περιορισμούς χρεολυτικού κεφαλαίου (sinking-fund) με τον φθηνότερο εφικτό τρόπο, ως εκ τούτου παρέχοντας ένα αληθές χρηματοοικονομικό κέρδος».

Εντούτοις, τα αποτελέσματα της έρευνάς του είναι ασθενώς συνεπή με το κίνητρο της χαλάρωσης περιορισμών λόγω χρεών (debt constraints). Η άστατη χρονικά πραγματοποίηση του κέρδους από την εν λόγω ανταλλαγή δεν θα ήταν δυνατή εάν οι υποχρεώσεις αποτιμώνταν σε τιμές της αγοράς.

Χαλάρωση περιορισμών λόγω χρεών και αύξηση της απόδοσης: Τεκμηρίωση από έρευνες υποδεικνύει ότι η χρηματοπιστωτική μόχλευση (financial leverage) –όπως αυτή μετριέται με κάποιον αριθμοδείκτη χρεών προς ίδια κεφάλαια– αντιπροσωπεύει την ύπαρξη και το «σφίξιμο» των στη λογιστική βασιζόμενων περιορισμών. Επίσης, μάνατζερ επιχειρήσεων με υψηλότερους αριθμοδείκτες χρεών προς ίδια κεφάλαια έχουν μεγαλύτερο κίνητρο να επιλέγουν διαδικασίες που αυξάνουν τα κέρδη (τις προσόδους). Τα ευρήματα της έρευνας του Bartov (1993) υποδεικνύουν ότι μάνατζερ χρονοθετούν τα κέρδη και τις ζημιές για εκποίηση παγίων και επενδύσεων, έτσι ώστε και να εξομαλύνουν κέρδη και να χαλαρώνουν περιορισμούς από ανάληψη χρέους.

Οι Defond και Jiambalvo (1994) δείχνουν ότι δεδουλευμένα έξοδα αυξάνουν τα κέρδη/τις προσόδους απροσδοκήτως στο έτος που γίνεται η παραβίαση για επιχειρήσεις που είναι γνωστές πως έχουν παραβιάσει όρους δανειοδότησής τους εκ των αποκαλύψεων σε υποσημειώσεις στην ετήσια έκθεσή τους. Ωστόσο, ελεγκτές είχαν εκδώσει βεβαίωση ότι αυτές βαίνουν καλώς (going concern qualifications) για 24 από τις 94 επιχειρήσεις και είναι εύλογο που οι ελεγκτές προσδοκούσαν σχετικά πιο συντηρητικές (ή μειώνουσες τα κέρδη) επιλογές. Επίσης, 27 επιχειρήσεις άλλαξαν διοίκηση και αναμένονταν να «πάρουν λουτρό» (take a bath), που οδηγεί σε δεδουλευμένα τα οποία μειώνουν τα κέρδη προκειμένου αυτές να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα.

Άλλες μελέτες υποδεικνύουν ότι η υιοθέτηση νέων προτύπων νωρίτερα από την ημερομηνία έναρξης ισχύος θα μπορούσε να γίνεται με την πρόθεση διαχείρισης κερδών. Αυτό παρατηρήθηκε για πρότυπα επί της μετάφρασης ξένου συναλλάγματος και για τη λογιστική των φόρων εισοδήματος επιχειρήσεων.

Διαχείριση κερδών που σχετίζεται με ρυθμίσεις και ειδικές καταστάσεις: Μία από τις λειτουργίες της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου των ΗΠΑ (US International Trade Commission, ITC) είναι να προστατεύει τις εγχώριες επιχειρήσεις από επιβλαβείς ενέργειες, τέτοιες όπως dumping εκ του εξωτερικού κ.λπ. Προκειμένου να αντιδρά σε τέτοιες επιζήμιες δράσεις, το ITC εκδίδει αποφάσεις που καλούνται διατάγματα «ανακούφισης εκ των εισαγωγών» (import relief decrees), με τα οποία αυξάνονται οι δασμοί (ή μειώνεται το επιτρεπόμενο κατ’ αναλογία μερίδιο) επί συγκεκριμένων εκ του εξωτερικού εισαγόμενων αγαθών. Ο Jones (1991) εξετάζει τη διαχείριση κερδών κατά τη διάρκεια διερευνήσεων προς ανακούφιση και για αρωγή των εγχώριων βιομηχανιών της ITC. Τα συμφέροντα της διοίκησης θα εξυπηρετούνταν κατά τον καλύτερο τρόπο εάν αυξάνονταν τα κέρδη (δηλαδή τα δεδουλευμένα) κατά τη διάρκεια τέτοιων διερευνήσεων. Τα αποτελέσματα αυτής της εμπειρικής έρευνας υποστηρίζουν τον ισχυρισμό ότι μάνατζερ διαχειρίζονται τα κέρδη προς τα κάτω κατά τη διάρκεια διερευνήσεων προς ανακούφιση εξ εισαγωγών (ITC’s import reliev investigations).