Grant Thornton
Η έρευνά μας επικεντρώνεται στην ανάλυση των διαθέσιμων οικονομικών στοιχείων 8.000 επιχειρήσεων από 92 κλάδους της ελληνικής οικονομίας για το χρονικό διάστημα 2011-2017. Τα στοιχεία αυτά τα συσχετίζουμε με τις προσδοκίες των ελλήνων επιχειρηματιών για τους επόμενους 12 μήνες αναφορικά με την εξέλιξη βασικών πτυχών της δραστηριότητάς τους, όπως η εξέλιξη στις πωλήσεις τους, η κερδοφορία, οι επενδύσεις, η απασχόληση.
Βασικές διαπιστώσεις της έρευνας
• Τα απολογιστικά στοιχεία των επιχειρήσεων και οι προσδοκίες των ελλήνων επιχειρηματιών για το μέλλον δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση.
• Οι ελληνικές επιχειρήσεις περνούν σταδιακά σε τροχιά ανάπτυξης, αυξάνοντας πωλήσεις και κερδοφορία.
• Ωστόσο, ανασταλτικοί παράγοντες παραμένουν η υψηλή φορολογία και η απουσία νέων κεφαλαίων για επενδύσεις.
• Οι χρηματοδοτικές ανάγκες που εντοπίσαμε είναι σημαντικές, όχι όμως μεγαλύτερες από τη δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων που έχουν οι επιχειρήσεις.
• Στο υφιστάμενο περιβάλλον υπάρχουν επενδυτικές ευκαιρίες και επιχειρήσεις με αναπτυξιακή δυναμική.
• Για το μέλλον, οι έλληνες επιχειρηματίες δηλώνουν συγκρατημένα αισιόδοξοι.
• Βέβαια, σχεδιάζουν να αναπτυχθούν μέσα από σχετικά εσωστρεφείς στρατηγικές και με παραδοσιακές πρακτικές.
Κύρια ευρήματα
Αρκετές επιχειρήσεις κατάφεραν να αλλάξουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο και επικεντρώθηκαν σε νέες δραστηριότητες. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, βασική στρατηγική επιβίωσης των ελληνικών επιχειρήσεων στα χρόνια της κρίσης αποτέλεσε η μείωση του κόστους.
Όλες αυτές οι ζυμώσεις είχαν ως συνέπεια την αύξηση των πωλήσεων για τις εταιρείες του δείγματος κατά 4% το τελευταίο έτος. Ταυτόχρονα, σημειώθηκε σημαντική αύξηση στην κερδοφορία σε ποσοστό 16%.
Την αύξηση των πωλήσεων που προαναφέραμε την πέτυχαν 6 στις 10 επιχειρήσεις. Από τις 6 αυτές επιχειρήσεις, οι 4 κατάφεραν να μετατρέψουν την αύξηση των πωλήσεων και σε βελτίωση της λειτουργικής κερδοφορίας.
Βλέπουμε λοιπόν να αναδύεται σταδιακά μια δυναμική η οποία αντανακλάται στις προσδοκίες των ελλήνων επιχειρηματιών για τις δραστηριότητές τους στο μέλλον.
Πάνω από τους μισούς (6 στους 10) πιστεύουν ότι τους επόμενους 12 μήνες θα καταφέρουν να αυξήσουν τόσο τα έσοδα όσο και την κερδοφορία τους.
Παρά το γεγονός ότι οι 7 στις 10 επιχειρήσεις ήταν κερδοφόρες και υπάρχει προσδοκία για περαιτέρω ανάπτυξη, η πλειοψηφία των ελλήνων επιχειρηματιών δηλώνει επιφυλακτική να επενδύσει στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Η επιφυλακτικότητα αυτή αφορά τόσο την αύξηση των θέσεων εργασίας όσο και την αύξηση των μισθών (6 στους 10 δεν αναμένουν να αυξήσουν απασχόληση και μισθούς στους επόμενους 12 μήνες). Βλέπουμε λοιπόν ότι η συνολική αύξηση των εργασιών και της κερδοφορίας που πέτυχαν οι επιχειρήσεις δεν είναι ακόμα επαρκής ώστε να έχει σημαντική θετική επίδραση στην απασχόληση ή τους μισθούς.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να εστιάζουν στον περιορισμό του κόστους και είναι επιφυλακτικές στο να χρησιμοποιήσουν κεφάλαια για λειτουργικούς ή επενδυτικούς σκοπούς.
Πού οφείλεται όμως αυτή η επιφυλακτικότητα για επενδύσεις;
Επτά στους δέκα έλληνες επιχειρηματίες απαντούν ότι βασικό εμπόδιο ανάπτυξης αποτελεί η φορολογία. Μελετώντας τα απολογιστικά στοιχεία, διαπιστώσαμε ότι το 60% των συνολικών αποτελεσμάτων (κερδών) κατευθύνεται σε φόρους. Περαιτέρω, προκύπτει ότι η φορολογική επιβάρυνση είναι ιδιαίτερα δυσανάλογη. Μόλις το 10% των επιχειρήσεων επιβαρύνεται με το 88% των φόρων της τελευταίας χρήσης.
Εσωστρεφής ανάπτυξη
Τα κέρδη, λοιπόν, που απομένουν μετά από φόρους, δεν είναι ικανά να χρηματοδοτήσουν νέες επενδύσεις. Παράλληλα, διαπιστώσαμε ότι δεν εισρέουν στις επιχειρήσεις σημαντικά ποσά νέων κεφαλαίων, είτε από τους μετόχους είτε από εξωτερικές πηγές.
Αυτό επαληθεύεται από τα στοιχεία της έρευνάς μας, καθώς τόσο τα συνολικά κεφάλαια (+ 0,6% αύξηση ιδίων και ξένων κεφαλαίων) όσο και ο καθαρός δανεισμός (+ 0,9%) των επιχειρήσεων παρέμειναν σχετικά αμετάβλητα.
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι οι επιχειρήσεις έχουν μάθει να λειτουργούν σε συνθήκες έλλειψης χρηματοδότησης. Χαρακτηριστικό είναι ότι μόνο 1 στους 10 σχεδιάζει να αναπτυχθεί χρησιμοποιώντας νέες πηγές χρηματοδότησης.
Αντίθετα, η πλειοψηφία, περίπου 7 στους 10, σχεδιάζουν εσωστρεφείς στρατηγικές ανάπτυξης, όπως η βελτίωση εσωτερικών διαδικασιών.
Περιορισμένες επενδύσεις
Η εσωστρέφεια των επιχειρήσεων αποτυπώνεται και στις περιορισμένες επενδύσεις που πραγματοποιούνται. Από την έρευνα μας προκύπτει ότι μόνο ένα 4% των πωλήσεων επανεπενδύεται, το οποίο κατά βάση φαίνεται να αφορά τη συντήρηση του υφιστάμενου παραγωγικού εξοπλισμού.
Η ίδια τάση φαίνεται να κυριαρχεί και για τους επόμενους 12 μήνες: 8 στους 10 έλληνες επιχειρηματίες απάντησαν ότι δεν προτίθενται να προχωρήσουν σε σημαντικές επενδύσεις.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι μόνο 5 στους 10 θεωρούν ανασταλτικό παράγοντα ανάπτυξης τη δυσκολία στην εύρεση χρηματοδότησης. Η εύρεση χρηματοδότησης δηλαδή φαίνεται να απασχολεί στρατηγικά είτε τους λίγους που σχεδιάζουν επενδύσεις είτε όσους έχουν πρόβλημα επιβίωσης.
Επενδυτικές ευκαιρίες
Παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν φαίνεται να σχεδιάζουν σημαντικές επενδύσεις, υπάρχουν επενδυτικές ευκαιρίες. Από την έρευνά μας εντοπίσαμε επιχειρήσεις με δυνατότητες ανάπτυξης. Οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να αποτελέσουν πόλο έλξης σημαντικών κεφαλαίων. Αξιολογώντας τα αποτελέσματα, συμπεραίνουμε ότι 6 στις 10 επιχειρήσεις μπορούν να αντλήσουν κεφάλαια έως 48 δισ. Το ποσό αυτό, υπό συνθήκες, υπερκαλύπτει τη χρηματοδοτική ανάγκη, που ανέρχεται σε 26 δισ. Αυτή η χρηματοδοτική ανάγκη αφορά 1 στις 4 επιχειρήσεις.
Χαρτογράφηση επιχειρήσεων
Είναι δεδομένο ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν βρίσκονται όλες στο ίδιο στάδιο ανάπτυξης, ούτε έχουν την ίδια κεφαλαιακή επάρκεια.
Προκειμένου να αναδείξουμε τις διαφορετικές δυναμικές των ελληνικών επιχειρήσεων, εφαρμόζουμε το μοντέλο Financial Growth/Health Matrix της Grant Thornton.
Χρησιμοποιώντας ιστορικά οικονομικά δεδομένα και επιλεγμένους χρηματοοικονομικούς δείκτες, συσχετίζουμε τις δυναμικές ανάπτυξης και υγείας των επιχειρήσεων. Στον οριζόντιο άξονα του μοντέλου μετράμε τη χρηματοοικονομική υγεία και στον κάθετο άξονα την ανάπτυξη των επιχειρήσεων.
Με τον τρόπο αυτό, οι ελληνικές επιχειρήσεις κατατάσσονται σε 4 κατηγορίες:
• 2 στις 10 επιχειρήσεις κατατάσσονται στους Illuminators, δηλαδή έχουν αναπτυξιακή δυναμική και ισχυρή κεφαλαιακή διάρθρωση.
• 1 στις 10 επιχειρήσεις κατατάσσονται στους Spotlighters, δηλαδή έχει αναπτυξιακή δυναμική, αντιμετωπίζει όμως προβλήματα κεφαλαιακής διάρθρωσης.
• 2 στις 10 επιχειρήσεις κατατάσσονται στους Moonlighters, δηλαδή παρουσιάζουν υγιή κεφαλαιακή διάρθρωση, χωρίς όμως να αναπτύσσονται.
• Τέλος, 5 στις 10 επιχειρήσεις, οι μισές δηλαδή, κατατάσσονται στους Gloomers, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα προβλήματα υγείας και ανάπτυξης.
Κλειδί η δυναμική ανάπτυξη
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει να αναδείξουμε τις αντίρροπες δυνάμεις που συνθέτουν το πλαίσιο της ελληνικής επιχειρηματικότητας.
Την αύξηση των πωλήσεων (+ 4% στο σύνολο) και της κερδοφορίας (+ 16% στο σύνολο), που καταγράφεται κατά την τελευταία χρήση, την πέτυχαν κυρίως οι επιχειρήσεις με αναπτυξιακή δυναμική.
Οι επιχειρήσεις αυτές πέτυχαν σημαντική αύξηση των πωλήσεών τους κατά 12% και της κερδοφορίας τους κατά 17%.
Αντίθετα, οι επιχειρήσεις οι οποίες στερούνται ανάπτυξης, ανεξάρτητα από τη χρηματοοικονομική τους υγεία, μείωσαν τόσο τις πωλήσεις όσο και τη λειτουργική κερδοφορία τους κατά 2% και 14% αντίστοιχα.
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε μελετώντας την κεφαλαιακή εξέλιξη των επιχειρήσεων.
Οι επιχειρήσεις που αναπτύσσονται κατόρθωσαν να αυξήσουν τα ίδια κεφάλαια κατά 9% και να εξασφαλίσουν επιπλέον δανειακή χρηματοδότηση κατά 5%.
Αντίθετα, οι επιχειρήσεις που βρίσκονται στο κάτω μέρος του άξονα και υπολείπονται ανάπτυξης μείωσαν τόσο τα ίδια κεφάλαια όσο και τον δανεισμό τους, κατά 9% και 3% αντίστοιχα. Αυτό είχε ως συνέπεια να συμπιέσουν ακόμη περισσότερο τη ρευστότητά τους.
Δυνατότητες κεφαλαιακής επέκτασης
Συνεπώς, όπως θα αναμέναμε, οι επιχειρήσεις σε τροχιά ανάπτυξης είναι και αυτές που παρουσιάζουν το μεγαλύτερο επενδυτικό ενδιαφέρον.
Από την ανάλυσή μας προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να αντλήσουν κεφάλαια ποσού 34 δισ.
Αντίθετα, οι επιχειρήσεις στο κάτω μέρος του άξονα παρουσιάζουν χρηματοδοτικές ανάγκες που ανέρχονται σε 16 δισ. Οι ανάγκες αυτές είναι υψηλότερες από τη δυνατότητά τους για άντληση κεφαλαίων, η οποία ανέρχεται σε 14 δισ.
Περιορισμοί ανάπτυξης
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω συμπεράσματα, ρωτήσαμε τους έλληνες επιχειρηματίες ποιοι είναι οι βασικοί ανασταλτικοί παράγοντες που αντιμετωπίζουν στην προσπάθειά τους να αναπτυχθούν.
Βασικοί περιορισμοί μας απάντησαν ότι είναι η φορολογία, η γραφειοκρατία, το νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο. Παρατηρούμε ότι συνεχίζουν να αναδεικνύονται ως βασικοί ανασταλτικοί παράγοντες τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής πραγματικότητας.
Παράλληλα, προβληματισμό προκαλεί ότι 7 στους 10 δεν είναι αισιόδοξοι σχετικά με την εξέλιξη του εγχώριου οικονομικού περιβάλλοντος.
Τέλος, προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να λειτουργούν στη βάση παραδοσιακών πρακτικών, χωρίς να εκσυγχρονίζουν την εταιρική τους κουλτούρα. Η εταιρική διακυβέρνηση είναι χαμηλά στην ατζέντα των ελληνικών επιχειρήσεων (9 στους 10 επιχειρηματίες θεωρούν χαμηλό τον βαθμό συμμόρφωσης των επιχειρήσεων με τις αρχές εταιρικής διακυβέρνησης), ενώ δεν αναδεικνύονται ως προτεραιότητές τους η καινοτομία και η επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο.
Στρατηγικές ανάπτυξης
Σε αυτό όμως το περιβάλλον, με αυτούς τους περιορισμούς, ας δούμε πιο συγκεκριμένα ποια είναι τα σχέδια των ελλήνων επιχειρηματιών για το μέλλον.
Οι 7 στους 10 επικεντρώνονται σε στρατηγικές που αφορούν την εσωτερική λειτουργία των επιχειρήσεων. Μεταξύ άλλων, αφορούν δράσεις marketing (20%), βελτιστοποίηση εσωτερικών διαδικασιών (30%), αναχρηματοδότηση δανεισμού (5%) και ψηφιακό μετασχηματισμό (11%).
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι, σε αντίθεση με την παγκόσμια τάση, ο ψηφιακός μετασχηματισμός δεν αποτελεί σημαντική προτεραιότητα για τους έλληνες επιχειρηματίες.
Ταυτόχρονα, μόνο 3 στους 10 θέτουν ως προτεραιότητα επενδυτικές στρατηγικές για την ανάπτυξή τους. Στρατηγικές δηλαδή που περιλαμβάνουν την ανάπτυξη νέων προϊόντων, αγορών και εξαγορών (23%), εύρεση νέας χρηματοδότησης (5%) και επένδυση σε εξειδικευμένο προσωπικό (8%).