H σπουδαιότητα της μάχης ενάντια στην κλιματική αλλαγή οδηγεί, αναπόφευκτα, σε μια μετάβαση προς μια «πράσινη» οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Ένας τρόπος για να υλοποιηθεί αυτή η μετάβαση είναι μέσω χρηματοπιστωτικών αγορών, κατάλληλα προσαρμοσμένων για τη χρηματοδότηση νέων τεχνολογιών φιλικών προς το περιβάλλον και την ανάπτυξη έργων που συμβάλλουν στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Ένα σημαντικό εργαλείο μέτρησης του πρόσφατου αποτυπώματος της κλιματικής αλλαγής στις χρηματοπιστωτικές αγορές αποτέλεσε το πράσινο ομόλογο.
Το πράσινο ομόλογο λειτουργεί όπως κάθε άλλο τακτικό ομόλογο, αλλά με μια βασική διαφορά: τα χρήματα που αντλεί ο εκδότης προορίζονται για τη χρηματοδότηση «πράσινων» έργων ανάπτυξης, δηλαδή επενδύσεων ή επιχειρηματικών δραστηριοτήτων φιλικών προς το περιβάλλον. Τέτοια έργα θα μπορούσαν να αφορούν τους τομείς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), των «καθαρών» μεταφορών και της βιώσιμης διαχείρισης των υδάτων.
Ένα πράσινο ομόλογο επιτρέπει σε διάφορους τύπους εκδοτών –είτε πρόκειται για χώρες είτε για οργανισμούς– να ενεργοποιήσουν παραδοσιακές δανειακές επενδύσεις σε έργα ή περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να βοηθήσουν την κοινωνία να προσαρμόσει ή να μετριάσει τις επιπτώσεις της στην κλιματική αλλαγή.
Τα πράσινα ομόλογα αυξάνουν την ευαισθητοποίηση για τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και καταδεικνύουν στους θεσμικούς επενδυτές τις δυνατότητες στήριξης των έξυπνων επενδύσεων με στόχο την προστασία του κλίματος. Χρησιμοποιούν τα μέσα ρευστότητας που διαθέτουν χωρίς όμως να παραμελούν τις οικονομικές αποδόσεις. Υπογραμμίζουν επίσης την κοινωνική αξία των επενδύσεων σταθερού εισοδήματος και την ανάγκη μεγαλύτερης εστίασης στη διαφάνεια. Το πρώτο πράσινο ομόλογο αποτέλεσε τη βάση για τις αρχές των διεθνών πράσινων ομολόγων, το οποίο συντονίστηκε από τη Διεθνή Ένωση Κεφαλαιαγορών (International Capital Markets Association, ICMA).
Το Νοέμβριο του 2008, το πρώτο πράσινο ομόλογο της Παγκόσμιας Τράπεζας δημιούργησε τον κατευθυντήριο χάρτη των βιώσιμων επενδύσεων στις κεφαλαιαγορές. Σήμερα, το μοντέλο των πράσινων ομολόγων εφαρμόζεται σε ομόλογα που αυξάνουν τη χρηματοδότηση και στους 17 Παγκόσμιους Στόχους για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (UN Sustainable Development Goals). Τo 2008, οι επενδυτές ήθελαν ένα ασφαλές μέρος για να επενδύσουν τα χρήματά τους, ενώ παράλληλα να κάνουν τη διαφορά. Η Παγκόσμια Τράπεζα, η οποία κατέχει ηγετική θέση ως εκδότης ομολόγων υψηλής ποιότητας, έχει επίσης τη δυνατότητα να υποβάλλει εκθέσεις για τις επιπτώσεις των έργων που χρηματοδοτεί. Με τον τρόπο αυτό καθορίστηκαν τα κριτήρια των έργων που είναι επιλέξιμα για τη στήριξη από πράσινα ομόλογα, συμπεριλαμβανομένου του CICERO (Κέντρο Διεθνούς Κλιματικής Έρευνας) ως δεύτερου φορέα αξιολογήσεων, ενώ ως αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας προστέθηκε και η καταγραφή των επιπτώσεων. Το Κέντρο CICERO αποτελεί κορυφαίο οργανισμό αξιολογήσεων (second opinion provider) στον χώρο των πράσινων ομολόγων, έχοντας προσφέρει πάνω από 70 αξιολογήσεις για πολυεθνικές, εταιρικές και δημοτικές αρχές σε όλο τον κόσμο.
Από το 2008 έως σήμερα, η Παγκόσμια Τράπεζα έχει αντλήσει πάνω από 13 δισεκατομμύρια δολάρια, μέσω σχεδόν 150 πράσινων ομολόγων σε 20 διαφορετικά νομίσματα, για θεσμικούς και ιδιώτες επενδυτές σε όλο τον κόσμο.
Από το 2017, η αγορά των πράσινων ομολόγων αντιπροσωπεύει περί του 1% του συνολικού σταθερού εισοδήματος, αλλά λειτουργεί ως ένας ισχυρός καταλύτης για τη δημιουργία περισσότερο βιώσιμων κεφαλαιαγορών. «Τα πράσινα ομόλογα λειτουργούν καταλυτικά στην αγορά ομολόγων προς την κατεύθυνση μεγαλύτερης διαφάνειας για τη χρήση των εσόδων», δήλωσε ο Heike Reichelt, διευθυντής Επενδυτικών Σχέσεων και Νέων Προϊόντων της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Στο τέλος της οικονομικής χρήσης του 2018, καταγράφηκαν 91 κατάλληλα έργα προς χρηματοδότηση και συνολικά 15,4 δισεκατομμύρια δολάρια σε δεσμεύσεις. Από αυτές τις δεσμεύσεις, 8,5 δισεκατομμύρια δολάρια διατέθηκαν και εκταμιεύθηκαν σε προϊόντα Πράσινων Ομολόγων για τη χρηματοδότηση έργων σε 28 χώρες, ενώ επιπλέον 6,8 δισεκατομμύρια δολάρια δεν έχουν ακόμη εκταμιευθεί.
Πώς μπορούν όμως οι επενδυτές να είναι σίγουροι ότι τα έσοδα των πράσινων ομολόγων επενδύονται με τρόπο φιλικό προς το περιβάλλον και ότι αυτά δεν είναι απλώς «βαμμένα με πράσινο χρώμα» για το επικοινωνιακό «φαίνεσθαι»; Ενώ δεν υπάρχει ένας ενιαίος καθολικός ορισμός του τι ακριβώς συνιστά μια «περιβαλλοντικά επωφελής» χρήση των εσόδων, έχουν αναπτυχθεί αξιόλογα πρότυπα τα οποία τυγχάνουν σχεδόν καθολικής αποδοχής από την αγορά. Διάφοροι οργανισμοί παρέχουν κατευθυντήριες αρχές για την απόκτηση ενός οικολογικού σήματος και άλλες σχετικές πιστοποιήσεις που υποδεικνύουν την τήρηση συγκεκριμένων αυστηρών περιβαλλοντικών κριτηρίων όσον αφορά τον ορισμό του «πράσινου», συμπεριλαμβανομένων και των «αποχρώσεων» του πράσινου. Με αυτόν τον τρόπο, τα κίνητρα εκείνων που θέλουν να επενδύσουν σε αυτά τα ομόλογα ευθυγραμμίζονται, ενώ οι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων ικανοποιούν πιο εύκολα αυτές τις προτιμήσεις.
Η Διεθνής Ένωση Κεφαλαιαγοράς (ICMA) και η Πρωτοβουλία Κλιματικών Ομολόγων (Climate Bonds Initiative, CBI) έχουν καθορίσει συγκεκριμένα κριτήρια και σχετικές πιστοποιήσεις. Η Πρωτοβουλία Κλιματικών Ομολόγων (CBI) έχει αναπτύξει επιστημονικά κριτήρια για να εξασφαλίσει ότι είναι σύμφωνη με το όριο 2 βαθμών Κελσίου στην αύξηση των παγκόσμιων θερμοκρασιών που υπογράφηκε στη Συμφωνία των Παρισίων. Το σχήμα αυτό χρησιμοποιείται παγκοσμίως από τους εκδότες ομολόγων, τις κυβερνήσεις, τους επενδυτές και τις χρηματοπιστωτικές αγορές, έτσι ώστε να δοθεί προτεραιότητα στις επενδύσεις που συμβάλλουν πραγματικά στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.