• Προτεραιότητα η οργανική ανάπτυξη για το 56% των διευθυντικών στελεχών
• 40% επιθυμεί να προβεί σε εξαγορές και μόνο το 14% είναι πρόθυμο να πουλήσει περιουσιακά στοιχεία
• 41% εστιάζει στην βελτιστοποίηση των ταμειακών ροών και της ρευστότητας ενισχύοντας τον ισολογισμό τους
Η συνειδητοποίηση της δυσκολίας εξεύρεσης κεφαλαίων, τόσο σήμερα όσο και στο εγγύς μέλλον, στην παγκόσμια και στην ελληνική αγορά, επιβάλλει στις επιχειρήσεις ολοκληρωτική αναθεώρηση της στρατηγικής τους.
Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αποτελέσματα της έρευνας «Βαρόμετρο κεφαλαιακής εμπιστοσύνης» (Capital Confidence Barometer) της Ernst &Young που πραγματοποιήθηκε ειδικά για τις ελληνικές επιχειρήσεις μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου 2010.
Η έρευνα είναι διαφωτιστική για τον τρόπο που αντιμετωπίζουν την ύφεση διευθυντικά στελέχη της ελληνικής αγοράς, καθώς και του τρόπου που κινούνται οι ελληνικές επιχειρήσεις για τη μεγιστοποίηση της κεφαλαιακής τους θέσης και την απόκτηση συγκριτικού πλεονεκτήματος. Όπως τόνισε ο Γιώργος Μομφερράτος, εταίρος της Ernst & Young, «τα ευρήματα της έρευνας είναι αποκαλυπτικά για τις αντιλήψεις που διαμορφώνονται μεταξύ των στελεχών των ελληνικών επιχειρήσεων. Η γενική επιφύλαξη που υπάρχει έχει οδηγήσει τις διοικήσεις τους σε μεγαλύτερη εστίαση στην οργανική ανάπτυξη που βασίζεται στη βελτίωση της λειτουργικής αποδοτικότητας και αναδιάρθρωσης, ενώ ένα πολύ μικρό ποσοστό τους στρέφεται στην αποεπένδυση ως πρώτη επιλογή». Σημείωσε επίσης ότι «παράλληλα όμως με τους αυξανόμενους κινδύνους, υπάρχει ακόμα δυνατότητα για βελτιστοποίηση της λειτουργικής δομής, η οποία όμως πρέπει να συνδυαστεί με γρήγορα αντανακλαστικά για την άμεση αξιοποίηση τυχόν ευκαιριών». Και κατέληξε ότι «οι εταιρείες που θα εστιάσουν στην απόκτηση στρατηγικού πλεονεκτήματος θα είναι τελικά αυτές που θα βρεθούν σε πολύ καλύτερη θέση και θα ηγηθούν του κλάδου τους στη μετά την ύφεση εποχή».
Στόχος της έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε 49 διευθυντικά στελέχη εταιρειών της ελληνικής αγοράς που δραστηριοποιούνται σε 11 τομείς της ελληνικής οικονομίας είναι να απαντήσει στα κρίσιμα ερωτήματα για το πώς μια επιχείρηση μπορεί να διατηρήσει, να βελτιώσει, να αυξήσει και να επενδύσει τα κεφάλαιά της ώστε να βγει νικητής στη μετά την ύφεση εποχή. Όπως προκύπτει από την έρευνα, οι επιχειρήσεις που επιβιώνουν είναι αυτές που αποκτούν συγκριτικό πλεονέκτημα στους εξής 4 τομείς:
1. Διατήρηση κεφαλαίων: Αναδιάρθρωση της λειτουργικής και κεφαλαιακής τους βάσης για την αντιμετώπιση των κινδύνων και των επιπτώσεων από μία παρατεταμένη ύφεση.
2. Βελτιστοποίηση κεφαλαίων: Ενίσχυση της ταμειακής θέσης και του κεφαλαίου κίνησης, καθώς και διαχείριση των λειτουργικών και μη λειτουργικών περιουσιακών στοιχείων, με στόχο τη βελτίωση της απόδοσης κεφαλαίου.
3. Αύξηση κεφαλαίων: Αξιολόγηση μελλοντικών κεφαλαιακών αναγκών και πηγών χρηματοδότησης.
4. Κεφαλαιακές επενδύσεις: Ισχυροποίηση των μεθόδων αξιολόγησης και εκτέλεσης επενδύσεων με στόχο την αξιοποίηση ευκαιριών με παράλληλη διαχείριση του αυξημένου κινδύνου.
Βασικά συμπεράσματα της έρευνας
Τα στελέχη αναμένουν ότι η κρίση θα υποχωρήσει ταχύτερα στους κλάδους στους οποίους δραστηριοποιούνται σε σχέση με την ευρύτερη οικονομία. Όπως φαίνεται, είναι πιο αισιόδοξα για το μέλλον των εταιρειών τους και των κλάδων τους παρά για το μέλλον της ευρύτερης ελληνικής οικονομίας, κάτι το οποίο θα μπορούσε προσεκτικά να ερμηνευτεί ως ένα θετικό σημάδι της πραγματικής κατάστασης της οικονομίας και ως ένα δείγμα ότι τα πράγματα είναι καλύτερα απ’ ό,τι φαίνονται. Οι τρέχουσες συνθήκες συνιστούν ως επιτακτική ανάγκη την εστίαση στην οργανική ανάπτυξη μέσω βελτίωσης διαδικασιών, αποδοτικότητας κόστους και λειτουργικής αναδιάρθρωσης. Σύμφωνα επίσης με τα ευρήματα της μελέτης, η επιθυμία για εξαγορές υπερβαίνει τη διάθεση των εταιρειών για πώληση των περιουσιακών τους στοιχείων.
Με λιγότερες αξιόλογες εταιρείες διαθέσιμες προς εξαγορά, θα μπορούσαμε να προβλέψουμε ότι οι «αναγκαστικές» εξαγορές ενδέχεται να αυξηθούν. Θα μπορούσε λοιπόν να πει κανείς ότι τώρα είναι η σωστή στιγμή για μια στρατηγική εξαγορά. Παρόλο που υπάρχουν ρίσκα, η ανταμοιβή ενδέχεται να είναι μεγάλη. Μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα επιβεβαίωσαν την πρόθεσή τους για αναχρηματοδότηση των δανείων τους στους επόμενους 24 μήνες, ενώ περίπου οι μισοί από τους ερωτηθέντες απάντησαν ότι θα προβούν σε αναχρηματοδότηση μέσα στον επόμενο χρόνο.
Με βάση τους τέσσερις προαναφερθέντες άξονες (διατήρηση κεφαλαίων, βελτιστοποίηση κεφαλαίων, αύξηση κεφαλαίων και κεφαλαιακές επενδύσεις), η έρευνα εστίασε στις αντιλήψεις των ερωτηθέντων για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, τις κεφαλαιακές αγορές και τις προοπτικές των συγχωνεύσεων και εξαγορών των ελληνικών επιχειρήσεων.
Προοπτικές της οικονομίας
Ενδεικτική της τάσης που υπάρχει στην ελληνική αγορά είναι ότι από τα διευθυντικά στελέχη που ερωτήθηκαν ποσοστό 70% εκτιμούν ότι η οικονομία δεν θα συνέλθει παρά μετά την πάροδο 2 έως 5 ετών, ενώ μόνο το 11% πιστεύει ότι η ύφεση θα υποχωρήσει στους επόμενους 12-24 μήνες. Επίσης, εκφράζουν μεγαλύτερη αισιοδοξία για την πορεία δραστηριοποίησης των δικών τους επιχειρήσεων και του κλάδου τους συγκριτικά με τις προοπτικές της ευρύτερης οικονομίας, για την οποία είναι περισσότερο απαισιόδοξοι. Πιο συγκεκριμένα, παραπάνω από τους μισούς ερωτηθέντες πιστεύουν ότι η κρίση στον κλάδο που δραστηριοποιούνται θα υποχωρήσει σε 1 με 2 χρόνια, ενώ το 89% αυτών πιστεύει ότι η κρίση στην ευρύτερη οικονομία θα διαρκέσει τουλάχιστον άλλα δύο χρόνια. Η τάση αυτή ευθυγραμμίζεται πλήρως με την τάση που υπάρχει στα στελέχη των επιχειρήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο και τα οποία είναι επίσης περισσότερο αισιόδοξα για την εξέλιξη του κλάδου τους και απαισιόδοξα για τις προοπτικές της οικονομίας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Κεφαλαιακές αγορές
Οι ερωτηθέντες, σε ποσοστό 46%, δήλωσαν ότι οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες έχουν χειροτερεύσει συγκριτικά με τους προηγούμενους έξι μήνες. Ωστόσο, όπως δήλωσε το 1/3 των ερωτηθέντων (35%), η πρόσβαση σε κεφάλαια δεν θα αποτελέσει πρόβλημα για τις επιχειρήσεις τους στους επόμενους 12 μήνες. Επίσης, το 48% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι θα χρειαστεί να αναχρηματοδοτήσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις ή τα χρέη τους μέσα στους επόμενους 12 μήνες.
Συγχωνεύσεις και εξαγορές
Η παρατεινόμενη ύφεση επηρεάζει τις προοπτικές των εξαγορών και συγχωνεύσεων. Το 59% των διευθυντικών στελεχών της ελληνικής αγοράς πιστεύει ότι οι προοπτικές για εξαγορές και συγχωνεύσεις θα είναι πιο ευνοϊκές στην παγκόσμια αγορά συγκριτικά με τις αντίστοιχες προοπτικές της εγχώριας αγοράς για τους επόμενους έξι μήνες. Παράλληλα, η πλειοψηφία πλέον των στελεχών (56%) εστιάζει στην οργανική ανάπτυξη αντί στην ανάπτυξη μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων. Επίσης, η επιθυμία τους για εξαγορές υπερβαίνει τη διάθεσή τους για πωλήσεις περιουσιακών τους στοιχείων. Χαρακτηριστικά, το 40% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι είναι πιθανό ή πολύ πιθανό να προβούν σε εξαγορές στους επόμενους έξι μήνες, συγκριτικά με το 14% που δήλωσε ότι αναζητούν ευκαιρίες για πώληση περιουσιακών στοιχείων.
Όσον αφορά δε τους 4 κύριους άξονες που αποτελούν συγκριτικό πλεονέκτημα στην αντιμετώπιση της τρέχουσας ύφεσης, τα αποτελέσματα της έρευνας ανέδειξαν συνοπτικά τα παρακάτω:
Διατήρηση κεφαλαίων
Οι διοικήσεις των εταιρειών επικεντρώνουν την προσοχή τους στην κύρια δρα- στηριότητά τους, η ανθεκτικότητα της οποίας συνιστά παράγοντα επιτυχίας, ειδικά σε περίοδο κρίσης. Στην οργανική ανάπτυξη το 56% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι οι ενέργειες αναδιάρθρωσης στοχεύουν στη βελτίωση της απόδοσης και της λειτουργικής αποτελεσματικότητας, καθώς και στην ενίσχυση των ταμειακών ροών και της ρευστότητας. Σε περίπτωση αναδιάρθρωσης, το 55% δίνει προτεραιότητα στη βελτίωση των αποδόσεων, ενώ ακολουθεί η λειτουργική αποδοτικότητα με ποσοστό 45%.
Βελτιστοποίηση κεφαλαίων
Η ύφεση έχει εντείνει την προσοχή των επιχειρήσεων στην λειτουργική τους αποδοτικότητα. Στο ερώτημα αναφορικά με τις προτεραιότητες των εταιρειών τους επόμενους έξι μήνες και τα σχέδια αναδιάρθρωσης των κεφαλαίων τους, οι περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες απαντούν ότι εστιάζουν στην οργανική ανάπτυξη. Επίσης, το 41% δίνει έμφαση στην βελτιστοποίηση των ταμειακών ροών και της ρευστότητας ως μέσο ενίσχυσης του ισολογισμού τους, ενώ προτεραιότητα παραμένει η εξόφληση δανεισμού με το 37% των επιχειρήσεων να εστιάζουν στην αναδιάρθρωση των κεφαλαίων τους ως μέσο πληρωμής δανείων. Οι περισσότερες επιχειρήσεις θα κληθούν να αναχρηματοδοτήσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις στους επόμενους 12 μήνες και η τάση θα αυξηθεί στο 70% των επιχειρήσεων για τα επόμενα δύο χρόνια.
Αύξηση κεφαλαίων
Όπως προκύπτει από τη μελέτη, δεν αντιμετωπίζουν όλες οι επιχειρήσεις προβλήματα χρηματοδότησής. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η χρήση μετρητών και δανείων για τους επόμενους 12 μήνες μειώνεται μόνο οριακά σε σύγκριση με τους προηγούμενους 12 μήνες. Ο τραπεζικός δανεισμός παραμένει η κύρια πηγή χρηματοδότησης συναλλαγών, με το 54% των ερωτηθέντων να σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει συναλλαγές με τραπεζικό δανεισμό στους επόμενους 12 μήνες (ποσοστό ελαφρώς μειωμένο έναντι των προηγούμενων 12 μηνών, που κυμαινόταν σε 64%). Η χρήση μετρητών για τη χρηματοδότηση συναλλαγών ακολουθεί την ίδια τάση και εμφανίζεται ελαφρώς μειωμένη για τους επόμενους 12 μήνες, από 39% έναντι του 36% των ερωτηθέντων. Τα στοιχεία της έρευνας δείχνουν επίσης ότι οι διοικήσεις των εταιρειών τείνουν στην ανεύρεση μη παραδοσι- ακών πηγών χρηματοδότησης, όπως αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, δάνεια μετόχων ή ιδιωτικά κεφάλαια (private equity).
Ως γενικός κανόνας, η πώληση δεν θεωρείται πλέον ως μέσο για αύξηση της ρευστότητας. Οι αποτιμήσεις και ο καθορισμός των τιμών παραμένουν τα κύρια εμπόδια. Έτσι το 42% των ερωτηθέντων δεν θεωρούν την πώληση ως πηγή χρηματοδότησης για τους επόμενους 6 μήνες, ενώ μόνο το 14% θεωρεί πιθανό να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο αυτή.
Κεφαλαιακές επενδύσεις
Υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία ως προς την προοπτική των συγχωνεύσεων και των εξαγορών. Και ενώ δεν υπάρχει καμία προσδοκία το επίπεδο συγχωνεύσεων και εξαγορών να επιστρέψει στα επίπεδα προ κρίσης για αρκετό καιρό, πολλές επιχειρήσεις δηλώνουν ότι είναι πιθανό να πραγματοποιήσουν συναλλαγές στον επόμενο χρόνο (το 40% από αυτές στους επόμενους έξι μήνες, ενώ το 47% στους επόμενους 12-24 μήνες). Υπάρχει καθολική αναγνώριση ότι οι παραδοσιακές μέθοδοι για την επένδυση κεφαλαίων πλέον δεν αρκούν. Πολλές επιχειρήσεις έχουν ήδη προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Εντείνουν τη χρήση μοντελοποίησης σεναρίων και άλλων τεχνικών ως μεθόδων ενίσχυσης της εμπιστοσύνης στην αξία και την ανθεκτικότητα της επένδυσης που έχουν επιλέξει. Επιπλέον, δίνουν ιδιαίτερη προσοχή και έμφαση στο προσεκτικό ειδικό οικονομικό έλεγχο και στην ενοποίηση της εταιρείας μετά από κάθε συναλλαγή. Τέλος, εφαρμόζουν πιο εξειδικευμένες μεθόδους αποτίμησης και λαμβάνουν υπόψη μια ευρεία κλίμακα δομών συναλλαγής. Στην ουσία, οι επενδύσεις που λαμβάνονται υπόψη είναι εκείνες που ενισχύουν τον κύκλο εργασιών και αναπληρώνουν το στρατηγικό κενό, παρέχοντας πρόσβαση ταυτόχρονα σε νέους πελάτες και γεωγραφικές αγορές και αυξάνοντας το μερίδιο αγοράς.
Εν κατακλείδι, το κλίμα οικονομικής αβεβαιότητας, τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στην Ελλάδα, οι αυξημένοι κίνδυνοι, η κεφαλαιακή ανεπάρκεια, καθώς και η επιφυλακτικότητα των επενδυτών, απειλούν το στρατηγικό σχεδιασμό των επιχειρήσεων και έχουν επίπτωση στην απόδοση των μετόχων. Και τελικά η μεγάλη πρόκληση για τα Διοικητικά Συμβούλια των επιχειρήσεων είναι η αποδοτική διαχείριση των κεφαλαίων με την εφαρμογή μιας επικεντρωμένης και αυστηρής χρήσης των κεφαλαίων τους.
Τα αποτελέσματα της έρευνας ενισχύουν την ανάγκη υιοθέτησης από πλευράς επιχειρήσεων ενός πειθαρχημένου προγράμματος χρήσης κεφαλαίων προκειμένου να:
• Χτίσουν και να διατηρήσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών τους.
• Κερδίσουν τον ανταγωνισμό στην απόκτηση δυσεύρετων κεφαλαίων (ίδιων κεφαλαίων ή δανεισμού).
• Προβλέψουν και να προσαρμοστούν στις συνθήκες της αγοράς καθώς εξελίσσονται.
• Εκμεταλλευτούν συγχωνεύσεις και λοιπές ευκαιρίες ανάπτυξης που οι άλλες εταιρείες δεν είναι σε θέση να κάνουν.
Οι εταιρείες οι οποίες θα εστιάσουν την προσοχή τους στο παραπάνω πρόγραμμα θα είναι και εκείνες που θα αναπτύξουν στρατηγικό πλεονέκτημα και θα βγουν νικητές στη μετά κρίση εποχή.
Σχετικά με την έρευνα
Το «Βαρόμετρο κεφαλαιακής εμπιστοσύνης» (Capital Confidence Barometer) της Ernst & Young είναι μία έρευνα που πραγματοποιήθηκε μεταξύ Σεπτεμβρίου – Δεκεμβρίου 2010 και στην οποία συμμετείχαν 49 ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων με έδρα την Ελλάδα, που δραστηριοποιούνται σε 11 διαφορετικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, και οι επιχειρήσεις τους είχαν εισόδημα πάνω από 10 εκατομμύρια ευρώ. Σκοπός του Βαρόμετρου είναι η εκτίμηση της εταιρικής εμπιστοσύνης ως προς τις προοπτικές της οικονομίας, την κατανόηση των προτεραιοτήτων σε επίπεδο διοικητικών συμβουλίων βραχυπρόθεσμα και ο προσδιορισμός των αναδυόμενων πρακτικών σε σχέση με τα κεφάλαια χάρη στις οποίες θα αναδειχθούν οι εταιρείες που θα καταφέρουν να δημιουργήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, καθώς η παγκόσμια οικονομία συνεχίζει να εξελίσσεται.
Ernst & Young