ΜΑΝΟΣ ΠΗΛΕΙΔΗΣ
DELOITTE
Ένα προηγούμενο άρθρο, που συντάχθηκε το 2011, είχε θέμα τις στρατηγικές ευκαιρίες που αναδύονται για τις ασφαλιστικές εταιρείες στο πλαίσιο της υιοθέτησης του Solvency II. Το παρόν άρθρο εξετάζει πώς οι ασφαλιστικές εταιρείες ανταποκρίνονται στις ευκαιρίες αυτές, καθώς και τις προκλήσεις που συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν κατά την προετοιμασία τους για τη συμμόρφωση με το νέο κανονιστικό πλαίσιο.
Tα βασικά ευρήματα της έρευνας εστιάζονται στην αλλαγή προσέγγισης και συμπεριφοράς των εταιρειών κατά την περίοδο προετοιμασίας τους για το Solvency II, καθώς και στο χρηματοοικονομικό και επιχειρηματικό αντίκτυπο που προκαλείται από την καθυστέρηση ολοκλήρωσης των σχετικών απαιτήσεων. Επίσης, σημειώθηκε ότι ενώ η πλειονότητα των ασφαλιστικών εταιρειών αναμένει απτά οφέλη από την προετοιμασία για το Solvency II, το αίσθημα που επικρατεί είναι αυτό της αυξανόμενης ανησυχίας σχετικά με το αν ο ασφαλιστικός κλάδος συνολικά θα ανταποκριθεί στην προθεσμία συμμόρφωσης.
Απορροφώντας τον αντίκτυπο
Υπό το νέο πλαίσιο, παρουσιάζεται η ευκαιρία καλύτερης διαχείρισης των κινδύνων και φαίνεται ότι πολλές ασφαλιστικές εταιρείες έχουν ήδη εντοπίσει τον τρόπο αξιοποίησης της συγκεκριμένης ευκαιρίας, καθώς αναγνωρίζουν την ανάγκη εντοπισμού, προσδιορισμού και συνεκτίμησης των κινδύνων προκειμένου να βελτιώσουν τη διαχείρισή τους. Ωστόσο, παρατηρήθηκε μια μικρή αλλαγή στη στρατηγική των ασφαλιστικών εταιρειών. Ενώ τα περισσότερα έργα για το Solvency II στις εταιρείες έχουν ωριμάσει, έχουν εξίσου ωριμάσει και οι συμπεριφορές προς τις στρατηγικές αντιμετώπισης των απαιτήσεων του Solvency II. Η προτίμηση τώρα φαίνεται ότι αφορά περισσότερο άμεσες στρατηγικές, όπως η επανατιμολόγηση των προϊόντων, ο μετριασμός των αναλαμβανόμενων κινδύνων ή η αλλαγή της προϊοντικής σύνθεσης του χαρτοφυλακίου, παρά σε μια άμεση αλλαγή στο σύνολο των διαδικασιών και των εργασιών. Αυτό ίσως δείχνει ότι γίνονται πλέον καλύτερα κατανοητοί οι παράγοντες που επηρεάζουν την φερεγγυότητα υπό το νέο κανονιστικό πλαίσιο.
Μια άλλη βασική εξέλιξη είναι ότι περισσότερες ασφαλιστικές εταιρείες έχουν προχωρήσει στην κατασκευή εσωτερικού μοντέλου για τους υπολογισμούς των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Ενώ πρόσφατα ένα σημαντικό ποσοστό ασφαλιστικών εταιρειών (περίπου 50%) είχε επιλέξει για τους υπολογισμούς μερικό εσωτερικό μοντέλο ή την τυποποιημένη μέθοδο, εντούτοις οι μισοί από αυτούς
στράφηκαν στην υιοθέτηση πλήρους ή μερικού εσωτερικού μοντέλου, ενώ όλο και περισσότεροι από αυτούς που είχαν υιοθετήσει το μερικό μοντέλο κινούνται προς την υιοθέτηση του πλήρους μοντέλου. Η στροφή αυτή αντικατοπτρίζει μια λογική αλλαγή, αφού, εφόσον έχουν χτιστεί οι μηχανισμοί για τη χρησιμοποίηση μερικού εσωτερικού μοντέλου, θα είχε μεγαλύτερο νόημα η μετακίνηση προς ένα πλήρες εσωτερικό μοντέλο. Η στροφή αυτή αναμένεται να επιφέρει μεγαλύτερη πίεση προς τις εποπτικές αρχές, που θα κληθούν να εγκρίνουν όλα τα εσωτερικά μοντέλα.
Επιπρόσθετα, λίγες ήταν οι εταιρείες που κινήθηκαν από ένα εσωτερικό μοντέλο στην τυποποιημένη μέθοδο υπολογισμών. Αυτές ήταν κυρίως μικρότερες εταιρείες Ζωής, που έκριναν ότι η τυποποιημένη μέθοδος αρκούσε για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τους και ότι δεν υπήρχε ανάγκη για περαιτέρω παραμετροποίηση.
Η προσοχή σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο
Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, ωστόσο, τα σημεία που χρήζουν της προσοχής των ασφαλιστικών εταιρειών για το 2012 είναι ο δεύτερος πυλώνας και κυριότερα το Own Risk and Solvency Assessment (ORSA). Πρόκειται για την αποτύπωση και εκτίμηση των κινδύνων που διατρέχει μια ασφαλιστική εταιρεία και η επίπτωσή τους στη φερεγγυότητά της. Το ORSA αποτελεί ένα σημαντικό μέρος του πλαισίου Solvency II, επειδή αποτελεί ευκαιρία για κάθε εταιρεία να δείξει πραγματικά ότι αντιλαμβάνεται τους κινδύνους που διατρέχει, τους ποσοτικοποιεί και χρησιμοποιεί αυτή τη γνώση στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, ώστε να κάνει περισσότερο αποτελεσματική τη λειτουργία της.
Άλλα σημεία που χρήζουν προσοχής για το 2012 είναι η ενσωμάτωση της διαχείρισης κινδύνων στις καθημερινές λειτουργίες της επιχείρησης, ενώ το ύψος του αναλαμβανόμενου κινδύνου παραμένει βασική περιοχή προσοχής, αφού το νέο πλαίσιο θα αναγκάσει τις ασφαλιστικές εταιρείες να αποτυπώσουν τον τρόπο που διαχειρίζονται τους κινδύνους, καθώς και το πώς αυτό μεταφράζεται στην επιχειρησιακή δραστηριότητα.
Επιπλέον, σύμφωνα με τις απαντήσεις των ερωτηθέντων, στο μέλλον αναμένεται να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στη βελτιστοποίηση των μηχανογραφικών συστημάτων και τη διασφάλιση της ποιότητας των δεδομένων. Αν και οι ασφαλιστικές εταιρείες αναγνωρίζουν τη σημαντικότητα της ποιότητας των δεδομένων, όπως αυτή επιτάσσεται από το νέο κανονιστικό πλαίσιο, ωστόσο εξακολουθεί να θεωρείται μεγάλη πρόκληση η χρονική συμμόρφωση λόγω του μεγάλου όγκου των απαιτούμενων πληροφοριών.
Ο φορολογικός σχεδιασμός είναι επίσης μια βασική παράμετρος στους υπολογισμούς του Πυλώνα I, και θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά τον ισολογισμό και συνεπώς τον καθορισμό του κεφαλαίου φερεγγυότητας. Έτσι θα πρέπει κατά τους υπολογισμούς να ληφθούν υπόψη οι φορολογικές επιπτώσεις από όπου και αν αυτές προέρχονται.
Ανησυχίες
Κυρίαρχη ανησυχία ωστόσο είναι η αποσαφήνιση των απαιτήσεων του Solvency II, καθώς και η ομοιόμορφη εφαρμογή τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η πεποίθηση ότι ο ασφαλιστικός κλάδος συνολικά θα αντεπεξέλθει στην προθεσμία συμμόρφωσης συνεχώς μειώνεται, ιδιαιτέρως όσο οι τελικές ρυθμίσεις ακόμη δεν έχουν διευκρινιστεί.
Ο κανονισμός Omnibus II, που επρόκειτο να ψηφιστεί τον Σεπτέμβριο, θα θέσει νέα ημερομηνία επιβολής του Solvency II. Η τρέχουσα εντύπωση είναι ότι οι υποχρεώσεις των εποπτικών αρχών και της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφάλισης και Συντάξεων (EIOPA) θα τεθούν σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2013 και οι απαιτήσεις για το Solvency II για τις ασφαλιστικές εταιρείες θα αρχίσουν από την 1η Ιανου- αρίου 2014.
Αυτό αφήνει στις ασφαλιστικές εταιρείες περιορισμένο χρόνο για να προετοιμάσουν τα μηχανογραφικά συστήματα και τις διαδικασίες τους για την υποστήριξη των απαιτούμενων υπολογισμών, τη χάραξη στρατηγικής διαχείρισης κινδύνων και την υλοποίηση αναφορών, ενώ εξακολουθεί να επικρατεί αβεβαιότητα ως προς το τελικό πλαίσιο του Solvency II, καθώς και τις τελικές απαιτήσεις.
Για το υπόλοιπο του 2012, αν και αναμένεται να εγκριθούν τα επίπεδα 1 και 2 των απαιτούμενων υπολογισμών, οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν θα έχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα πριν και την ολοκλήρωση του επιπέδου 3.
Το συνεχώς μεταβαλλόμενο χρονοδιάγραμμα υιοθέτησης του Solvency II έχει προκαλέσει ανησυχία σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με το κατά πόσον ο κλάδος συνολικά θα είναι συνεπής στην προθεσμία συμμόρφωσης, με έναν σημαντικό αριθμό ερωτηθέντων να παρουσιάζεται ιδιαίτερα ανήσυχος.
Έτσι, οι ασφαλιστικές εταιρείες, παρά τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν, συνεχίζουν την προετοιμασία και όπου είναι δυνατό έχουν ήδη ξεκινήσει να εφαρμόζουν συστήματα και διαδικασίες. Ωστόσο, ελλοχεύει ο κίνδυνος αναθεώρησης διαδικασιών και συστημάτων, καθώς οι απαιτήσεις δεν έχουν οριστικοποιηθεί.
Συνεργασία
Οι ασφαλιστικές εταιρείες συνεχίζουν τα έργα για την προετοιμασία εφαρμογής του Solvency II παράλληλα με άλλες ρυθμιστικές αλλαγές στην Ευρώπη και διεθνώς. Τα δύο πέμπτα των ερωτηθέντων είπαν ότι αντιμετωπίζουν ως ενιαίο έργο την εφαρμογή του Solvency II και τη μετάβαση στα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (IFRS), συμπεριλαμβανομένων και αυτών των ασφαλιστικών υποχρεώσεων (IFRS 4 Phase II) και επενδύσεων και παραγώγων (IFRS 9), ενώ πάνω από το ένα τρίτο (35%) των ερωτηθέντων σημείωσε ότι το αντιμετωπίζουν ξεχωριστά.
Κεφαλαιοποίηση υπό το νέο καθεστώς
Περισσότεροι από το ήμισυ (53%) των ερωτηθέντων λένε ότι αναμένουν αρκετά ή σημαντικά απτά οφέλη από το Solvency II, με ακόμη ένα ποσοστό 20% να αναμένει κάποια οφέλη εν καιρώ. Ωστόσο, περισσότεροι από το ένα τέταρτο (27%) των ερωτηθέντων είναι πιο απαισιόδοξοι και λένε ότι το νέο πλαίσιο δεν παρουσιάζει απτά επιχειρησιακά οφέλη, ούτε βραχυπρόθεσμα ούτε μακροπρόθεσμα.
Όποια και να είναι τα οφέλη από την υιοθέτηση του Solvency II, η πλειονότητα αναμένει ότι τα κατ’ έτος λειτουργικά κόστη θα επιβαρυνθούν. Τα δύο πέμπτα (47%) των ερωτηθέντων εκτιμούν ότι τα πρόσθετα ετήσια λειτουργικά κόστη θα είναι τουλάχιστον 5% των εξόδων που προέκυψαν κατά τη φάση της υλοποίησης των απαιτήσεων.
Το ενδιαφέρον τώρα στρέφεται στους ευρωπαίους επόπτες, στο κατά πόσο θα τηρήσουν τη δέσμευσή τους να τεθεί σε εφαρμογή το νέο κανονιστικό πλαίσιο στις αρχές του 2014.
Τα συμπεράσματα βασίζονται σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε το Φεβρουάριο του 2012 από το Economic Intelligence Unit (EIU) εκ μέρους της Deloitte (UK), με συνεντεύξεις 60 ασφαλιστικών εταιρειών.