Κανονικά, η αληθής κατάσταση των εταιρικών υποθέσεων και η πραγματική αποδοτικότητα μιας επιχείρησης δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν έως ότου ολόκληρο αυτό το εγχείρημα περατωθεί (τελειώσει). Για την περίοδο μεταξύ της ίδρυσης και του τέλους1 της επιχείρησης, εκτιμήσεις απαιτούνται προκειμένου να προσδιορίζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα η κερδοφορία – αποδοτικότητα και η χρηματοοικονομική – περιουσιακή κατάσταση. Οι έννοιες της περιοδικότητας και της ορθής αντιπαράθεσης εξόδων (δαπανών) και εσόδων (προσόδων) κατ’ ανάγκη σημαίνει ότι οι λογιστικές καταστάσεις είναι μόνο εκτιμήσεις και, συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να αντανακλούν, εκτός από σύμπτωση, την αληθινή χρηματοοικονομική κατάσταση μιας επιχείρησης. Οι εκτιμήσεις απαιτούν κρίση και εμπειρία και αυτό γίνεται έτσι επειδή πολλές εκτιμήσεις απαιτούνται στην κατάρτιση/σύνταξη ενός συνόλου περιοδικών λογιστικών καταστάσεων όπου πολυάριθμοι τρόποι υφίστανται για να λογιστικοποιεί όποιος θέλει δημιουργικά. Πολλοί τρόποι δημιουργικής λογιστικής υπάρχουν για να διογκώσουν και/ή να «εξομαλύνουν» τις ροές κερδών. Άπειρες επίσης μέθοδοι δημιουργικής λογιστικής υπάρχουν για να μειωθούν και/ή να αναβληθούν φόροι καταβλητέοι.
Ταξινόμηση και παρουσίαση των λογαριασμών
Η νομοθεσία περί εταιρειών, με την ενσωμάτωση της 4ης Κατευθυντήριας Οδηγίας, καθώς επίσης η υιοθέτηση των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (ΔΛΠ), όπως και άλλα νομοθετήματα –π.χ. για τις εισηγμένες στο Χρηματιστήριο εταιρείες– παρέχουν οδηγίες για την παρουσίαση ενός συνόλου, απαιτούμενων κατ’ ελάχιστον, λογιστικών καταστάσεων, προκειμένου αυτές να δείχνουν αληθή και ακριβοδίκαιη εικόνα. Το Ελληνικό Γενικό Λογιστικό Σχέδιο (ΕΓΛΣ) υποδείκνυε συγκεκριμένο τύπο ισολογισμού και λογαριασμού αποτελεσμάτων, ο οποίος συμμορφωνόταν προς τις απαιτήσεις της 4ης Οδηγίας.
Η ελαστικότητα που επέφερε ο συνδυασμός της κατάργησης της υποχρεωτικότητας του ΕΓΛΣ με την παράλληλη υιοθέτηση των ΔΛΠ, σε συνδυασμό, επιπροσθέτως, με την υποκειμενικότητα εννοιών όπως «αληθής και ακριβοδίκαιη εικόνα» (true and fair) ή «εύλογη αξία» (fair value) ή το «ουσιώδες» (materiality), καθώς και η απουσία αποδεκτών ορισμών του τι συνιστά στοιχείο του ενεργητικού, του παθητικού, των ιδίων κεφαλαίων ή των εσόδων, σημαίνει ότι υφίσταται ένας αριθμός εναλλακτικών τρόπων να ταξινομείται και να παρουσιάζεται ένα συγκεκριμένο κονδύλι στις λογιστικές καταστάσεις. Τα όσα ακολουθούν είναι μερικά παραδείγματα μεθόδων ταξινόμησης και παρουσίασης, που είναι δυνατόν να συνεπάγονται μια επιθυμητή περιουσιακή εικόνα ή οικονομικό αποτέλεσμα το οποίο να μην αντιστοιχεί κατ’ ανάγκη στην αληθή κατάσταση των υποθέσεων της εταιρείας.
1. Κονδύλια κεφαλαίου έναντι κονδυλίων εσόδων
Το εάν ένα κονδύλι ταξινομείται ως συστατικό στοιχείο του κεφαλαίου ή ως έσοδο, επιφέρει μία διαφορά στο αναφερόμενο κέρδος για συγκεκριμένο έτος. Π.χ., μία εταιρεία η οποία κάνει λίγα ή καθόλου κέρδη στην τρέχουσα περίοδο, μπορεί να επιλέξει να κεφαλαιοποιήσει ένα κονδύλι εξόδου. Η κεφαλαιοποίηση δαπανών, οι οποίες θα έπρεπε να έχουν δαπανοποιηθεί, αυξάνει το κέρδος της τρέχουσας περιόδου, καθώς αυτές προστίθενται στην αξία του πάγιου ενεργητικού και το παγιοποιημένο έξοδο αποσβαίνεται ή απομειώνεται επί ενός αριθμού περιόδων στο μέλλον. Στην ακραία περίπτωση, η κεφαλαιοποίηση δαπανών ανάπτυξης (development costs)2, γης (γηπέδων, οικοπέδων κ.λπ.) σημαίνει ότι τα κόστη ποτέ δεν πρόκειται να χρεωθούν έναντι προσόδων/εσόδων (εκτός εάν η εν λόγω γη υποτιμηθεί), αφού καμία απόσβεση δεν είναι αναγκαία για τη γη.
Αντιστρόφως, μία εταιρεία η οποία πραγματοποιεί κέρδη στο τρέχον έτος, αλλά που αναμένει ξαφνική πτώση τιμών στα προϊόντα της επιχείρησης, μπορεί να επιλέξει να ταξινομήσει ένα κονδύλι ως συστατικό στοιχείο εσόδων και να το εξοδοποιήσει στην τρέχουσα περίοδο. Η ταξινόμηση κονδυλίων παρουσιάζει ένα παραθυράκι για τον «δημιουργικό» λογιστή, επειδή ό,τι συνιστά ένα κονδύλι κεφαλαίου ή εσόδου μπορεί να είναι διαφορετικό για διαφορετικές εταιρείες εντός και μεταξύ διαφορετικών κλάδων της οικονομίας.
Παρομοίως, η κατανομή γενικών εξόδων σε αποθέματα, παρά στο να τα εξοδοποιούν στην τρέχουσα περίοδο, συνιστά μια μέθοδο κεφαλαιοποίησης και αναβολής μεταφοράς δαπανών σε μια μελλοντική περίοδο. Η Statement of Standard Accounting Practice/SSAP-11 παρέχει κάποιες «οδηγίες» στο κείμενό της με τίτλο «Expenditures Carried Forward to Future Accounting Periods» («Δαπάνες εις μεταφορά σε μελλοντικές λογιστικές περιόδους»): «Δαπάνες οι οποίες αναμένονται με εύλογη βεβαιότητα να παράγουν μελλοντικά εξακριβώσιμα οφέλη, επαρκή να καλύψουν το ποσό που αναβάλλεται, είναι δυνατόν να κατανεμηθούν σε μελλοντικές περιόδους. Οι άλλες δαπάνες θα πρέπει να χρεώνονται στο λογαριασμό κερδοζημιών στην περίοδο στην οποία αυτές συμβαίνουν» (παρ. 4.1).
Εντούτοις, η ασαφής και ελαστική διατύπωση της δήλωσης αυτής αφήνει πολύ χώρο για ελιγμούς από τον «δημιουργικό» λογιστή.
2. Τακτικά, έκτακτα, ανώμαλα και προηγούμενων περιόδων κονδύλια
Προβαίνοντας σε εκτιμήσεις για τις τακτικές επιχειρησιακές δραστηριότητες μιας εταιρείας σε μία περίοδο, σφάλματα είναι δυνατόν να συμβούν λόγω ανεπάρκειας ή από έλλειψη πληροφοριών σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο. Σφάλματα είναι δυνατόν επίσης να συμβούν εξαιτίας αλλαγών στις λογιστικές πολιτικές που μπορεί να συνεπάγονται από μεταβαλλόμενες οικονομικές και επιχειρηματικές συνθήκες.
Η έννοια της κατάλληλης, «ορθής» αντιπαράθεσης (the matching principle)3 απαιτεί έξοδα και έσοδα να αντιπαρατίθενται καταλλήλως. Η έννοια της συνέπειας απαιτεί οι λογιστικές καταστάσεις να είναι συγκρίσιμες από περίοδο σε περίοδο. Αυτές οι δύο έννοιες έχουν ως συνέπεια να δημιουργείται αναγκαιότητα διαχωρισμού των τακτικών (συνηθισμένων) δραστηριοτήτων μιας εταιρείας από αυτές οι οποίες συμβαίνουν έξω από τις συνήθεις επιχειρησιακές δραστηριότητες της εταιρείας (οι έκτακτες –κατ’ εξαίρεση– δραστηριότητες). Οι δύο έννοιες επίσης σημαίνουν ότι υπάρχει ανάγκη να διαχωρίζονται οι τακτικές (συνήθεις/συνήθως επαναλαμβανόμενες) ασυνήθους μεγέθους και επίπτωσης (ανώμαλης) από αυτές οι οποίες συνεπάγονται εξαιτίας αλλαγών σε λογιστικές πολιτικές ή λόγω της διόρθωσης βασικών λαθών σε εκτιμήσεις που απαιτούν προσαρμογές στα αποτελέσματα προηγούμενων περιόδων (prior period adjustments).
Εντούτοις, λόγω του ενδιαφέροντος για την «κατώτερη γραμμή» (bottom line)4 μιας εταιρείας από τους επενδυτές, πού και πώς ένα κονδύλι ταξινομείται καθίσταται σημαντικό, αφού αυτή η ταξινόμηση μπορεί να διογκώσει ή να μειώσει το ποσό της «κατώτερης» ή «τελευταίας γραμμής». Π.χ., κατά την Statement of Standard Accounting Practice/SSAP-7 «Extraordinary Items and Prior Period Adjustments» («Έκτακτα κονδύλια και προσαρμογές προηγούμενων περιόδων»), τα έκτακτα κονδύλια θα πρέπει να αποκαλύπτονται ξεχωριστά μετά τα αποτελέσματα των τακτικών δραστηριοτήτων για το έτος, δηλαδή κάτω από την αποκαλούμενη «bottom line». Ακανόνιστα (μη κανονικά) κονδύλια, από την άλλη μεριά, εφόσον είναι οργανικά, εξακολουθούν να θεωρούνται ότι εμπίπτουν εντός των κανονικών δραστηριοτήτων της επιχείρησης και πρέπει να αποκαλύπτονται πάνω από την ως άνω γραμμή κατά την εξαγωγή των κερδών του έτους. Αφού η «κατώτερη γραμμή» χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό ενός ολόκληρου πλήθους αριθμοδεικτών, οι οποίοι αξιοποιούνται στη λήψη αποφάσεων χρηματοοικονομικής φύσεως, υπάρχει μια τάση για τις ζημιές πάσης φύσεως να ταξινομούνται ως έκτακτες και τα κέρδη ως ακανόνιστα.
Στην περίπτωση κονδυλίων προηγούμενων περιόδων, αυτά λαμβάνονται ότι επηρεάζουν μόνο τα αποτελέσματα προηγούμενης περιόδου. Η SAP-7 απαιτεί μόνο μία προσαρμογή να γίνεται στο ποσό των παρακρατηθέντων κερδών στην αρχή της χρήσης. Αυτό δεν επηρεάζει το κέρδος του τρέχοντος έτους.
Συμφώνως προς την SAP-7, οι προσαρμογές προηγούμενων περιόδων είναι δυνατόν να ανακύψουν στη σπάνια περίπτωση όταν αλλαγές στις λογιστικές πολιτικές γίνονται ή όταν βασικά σφάλματα διορθώνονται (παρ. 4.16). Προσαρμογές προηγούμενων περιόδων γίνονται δυνητικοί στόχοι για τον «δημιουργικό» λογιστή να διατυπώσει «εσφαλμένα» (εκ του πονηρού) τα αποτελέσματα συγκεκριμένου έτους, με την πρόθεση προσαρμογής της «εσφαλμένης» λογιστικής διατύπωσης σε μια μελλοντική περίοδο. Η προσαρμογή αυτή «θάβεται» στα παρακρατηθέντα κέρδη έναρξης χρήσεως και δεν προβάλλεται στα αποτελέσματα του τρέχοντος έτους.
3. Η εξομάλυνση κερδών/προσόδων
Εξομάλυνση κερδών ή προσόδων5 είναι η διεργασία μείωσης των αναφερόμενων κερδών μιας επιχείρησης σε καλές περιόδους και η χρονική μετάθεσή τους σε ζημιογόνες περιόδους, σε μια προσπάθεια να παρουσιαστεί μια «σταθερή» ροή κερδών διαχρονικά. Αυτό είναι δυνατόν λόγω της ελαστικότητας στην εφαρμογή της έννοιας της αντιπαράθεσης και επειδή η διάσπαση χρονικά των αποτελεσμάτων μιας επιχείρησης ως ενιαία λαμβανόμενο εγχείρημα σε λογιστικές περιόδους δεν είναι πάντοτε η κατάλληλη.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για εξομάλυνση. Κατά πρώτον, οι επενδυτές προτιμούν μια εξομαλυμένη ροή κε ρδών, επειδή αυτή έτσι διαμορφούμενη υποτίθεται ότι αντανακλά σταθερότητα, ισχύ και ομαλή ανάπτυξη εντός μιας εταιρείας. Την αντιλαμβάνονται ως καλύτερο δείκτη ορθής διαχείρισης του επιχειρηματικού κινδύνου και της ικανότητας της διοίκησης. Αφού αυτή ευχαριστεί τους επενδυτές ψυχολογικά, αντανακλάται σε υψηλότερη τιμή της μετοχής.
Κατά δεύτερον, σε μια εταιρεία με σχήματα διαμοιρασμού των κερδών6 μεταξύ των ιδιοκτητών και της διοίκησης, ο διευθύνων σύμβουλος ή ο γενικός διευθυντής μπορεί να αποκτήσει το μέγιστο όφελος εάν το κέρδος εξομαλυνθεί διαχρονικά. Αυτή η πρακτική μεγιστοποιεί τη χρησιμότητα του γενικού διευθυντή (ή διευθύνοντα συμβούλου), αφού πρόσθετο εισόδημα στις καλές χρονιές ελκύει υψηλότερους προσωπικούς φόρους, τέτοιους που τα καθαρά οφέλη τα οποία θα εξαχθούν από ένα σχήμα συμμετοχής στα κέρδη είναι δυνατόν να υλοποιηθεί μόνο δια μέσου εξομαλυμένων ροών κερδών για όλα τα συναφή έτη.
Η εξομάλυνση των κερδών μπορεί να διακριθεί σε «πραγματική» (real) και «τεχνήεντη» (artificial) εξομάλυνση. Στην πραγματική εξομάλυνση των κερδών, η εξομάλυνση γίνεται με βάση μια απόφαση να συμβεί ή να μη συμβεί ένα συγκεκριμένο έξοδο/δαπάνη. Ένα παράδειγμα συνιστά η αναβολή του εξόδου της διαφημιστικής εκστρατείας στο επόμενο έτος και να διογκώσει το κέρδος για το τρέχον έτος. Κατά την «τεχνήεντη» εξομάλυνση (artificial smoothing), διαφορετικές πολιτικές χρησιμοποιούνται προκειμένου να «μετατοπιστεί – μετακινηθεί» κέρδος μεταξύ των διαφορετικών λογιστικών περιόδων. Αλλαγές στη μέθοδο απόσβεσης αποσβέσιμων στοιχείων του ενεργητικού είναι ένα μέσο υλοποίησης «τεχνήεντης» εξομάλυνσης κερδών7.
4. Λογιστικά «κόλπα» για την ωραιοποίηση της κατάστασης μιας εταιρείας και κρυφά αποθεματικά
Ωραιοποίηση λογιστικών μεγεθών (window dressing) είναι η διεργασία προσαρμογής των λογιστικών καταστάσεων μιας εταιρείας προκειμένου να επιτευχθεί η μέγιστη ευμενής επίδραση στη χρηματοοικονομική θέση σε συγκεκριμένη ημερομηνία, π.χ. την ημερομηνία σύνταξης ισολογισμού ή την ημερομηνία λήψης ενός δανείου. Όπως προαναφέρθηκε, πρακτικά οποιοδήποτε κονδύλι στον ισολογισμό και στον λογαριασμό αποτελεσμάτων είναι δυνατόν να προσαρμοστεί προκειμένου να απεικονιστεί μια επιθυμητή εικόνα. Ως παράδειγμα, προσαρμογές είναι δυνατόν να γίνουν στην κατανομή εξόδων (δαπανών) μεταξύ διαφορετικών περιόδων. Έσοδα είναι δυνατόν να αναγνωριστούν σε νωρίτερη ή αργότερη περίοδο και κυκλοφορούν ενεργητικό με βραχυπρόθεσμο παθητικό, όπως χρεώστες (π.χ. πελάτες) και πιστωτές (π.χ. προμηθευτές), είναι δυνατό να δηλωθούν είτε στα μικτά (ακαθάριστα) ποσά είτε στα καθαρά, αφαιρουμένων των εκπτώσεων. Μια εταιρεία που προτίθεται να λάβει δάνειο μπορεί να διογκώσει τα ποσά των πωλήσεών της πωλώντας στις σχετιζόμενες συγγενείς εταιρείες. Παρομοίως, την προσοχή των αναγνωστών λογιστικών καταστάσεων είναι δυνατόν να την απομακρύνουν από χαμηλά περιθώρια κέρδους με τονισμό υψηλών ταμειακών υπολοίπων, δίνοντας την εντύπωση ότι τα μετρητά είναι ισοδύναμο μέτρο μέτρησης της απόδοσης.
Εκτός από τη μονομιάς δημιουργία παράξενων αποθεματικών και κεφαλαιοδοτήσεων, όπως στα προηγούμενα έτη δημιουργικής λογιστικής, τα κρυφά αποθεματικά στις μέρες μας είναι δυνατόν να λάβουν την πιο εγκόσμια μορφή της αύξησης ή μείωσης δαπανών πρόβλεψης για κονδύλια όπως εγγυοδοσίες (του πωλητή για το πωλούμενο) και επισφαλή χρέη (απαιτήσεις κατά πιστοδοτούμενων πελατών). Η επίπτωση της παροχής προβλέψεων για τέτοια ενδεχόμενα είναι ότι η πραγματική επίδραση επί του ποσού των κερδών μειώνεται όταν δημιουργείται ανάγκη, ας πούμε, για απόσβεση ενός επισφαλούς χρέους που καθίσταται ανεπίδεκτο είσπραξης.
5. Χρηματοδότηση που εμφανίζεται σε εκτός ισολογισμού λογαριασμούς
Στην εκτός ισολογισμού χρηματοδότηση (Off-Balance Sheet Financing) το συνολικό χρέος μιας εταιρείας αυξάνει, αλλά ο αυξημένος δανεισμός δεν αντανακλάται στις λογιστικές καταστάσεις της εταιρείας. Αυτό καθιστά ικανή την εταιρεία να εμφανίζει καλύτερους δείκτες χρηματοπιστωτικής μόχλευσης (gearing ratios)8, να αποκτά πρόσθετα δανειακά κεφάλαια και/ή να επιτρέψει στην εταιρεία πρόσβαση σε πρόσθετα κεφάλαια, ενώ διατηρεί ακόμη τα όρια επιτρεπόμενης χρηματοπιστωτικής της μόχλευσης με τους δανειστές της.
Η εκτός ισολογισμού χρηματοδότηση είναι δυνατόν να λάβει πολλές μορφές. Σε κάποιες περιπτώσεις, αποκάλυψη απαιτείται μόνο σε υποσημειώσεις, π.χ. εκτελεστέες συμβάσεις9 και, γι’ αυτό τον λόγο, ο αριθμοδείκτης χρηματοπιστωτικής μόχλευσης, υπολογιζόμενος από τις λογιστικές καταστάσεις, παραμένει χαμηλός.
Σε πιο σύνθετες και πλέον εκλεπτυσμένες μεθοδεύσεις, θυγατρικές ή άλλες συγγενείς εταιρείες με χαμηλό δείκτη χρηματοπιστωτικής μόχλευσης είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για να δανειστούν εκ μέρους μιας υπερχρεωμένης μητρικής (ιθύνουσας) εταιρείας. Κατά την ενοποίηση, οι ενδο-ομιλικές (διεταιρικές) χρεαπαιτήσεις απαλείφονται. Η δανειακή επιβάρυνση της μητρικής εταιρείας παραμένει η ίδια, αν και αυτή έχει στη διάθεσή της πρόσθετα δανειακά κεφάλαια.
Κατά παρόμοιο τρόπο, θυγατρικές και συγγενείς εταιρείες είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για δανεισμό και διανομή πρόσθετων δανειακών κεφαλαίων εντός ενός ομίλου. Αλλά, καθώς η εστίαση της προσοχής συνήθως είναι στη μητρική (ιθύνουσα) εταιρεία, η αύξηση του δανεισμού μιας θυγατρικής ή συγγενούς εταιρείας δεν παρουσιάζεται δεόντως τονισμένη.
Για πολλά χρόνια, η κλασική περίπτωση χρηματοδότησης εκτός ισολογισμού ήταν η χρηματοπιστωτική ή χρηματοοικονομική μίσθωση10. Οι χρηματοπιστωτικές μισθώσεις απαιτείται πλέον να κεφαλαιοποιούνται και να παρουσιάζονται λογιστικώς ορθά.
6. Η μέθοδος συνένωσης συμφερόντων έναντι της μεθόδου αγοράς
«Καταχρήσεις» επίσης υπάρχουν στη λογιστική για εξαγορές και συγχωνεύσεις (takeovers & mergers), κυρίως στην καταχώρηση του κόστους των (απο-)κτόμενων επιχειρήσεων. Τα προβλήματα επικεντρώνονται γύρω από τις διαφορές της μεθόδου συνένωσης συμφερόντων (pooling method) της λογιστικής πρακτικής που ακολουθείται επί κτήσεως επιχειρήσεων όταν υιοθετείται εναλλακτικά η μέθοδος της αγοράς (purchase method).
Η «συνένωση» είναι μια μέθοδος της λογιστικής για τη συγχώνευση δύο ή περισσοτέρων εταιρειών. Αυτή είναι ελκυστική επειδή δεν «δημιουργείται» υπεραξία στα βιβλία των συνδυαζόμενων εταιρειών. Αυτή αυξάνει τις ροές μελλοντικών κερδών, καθώς δεν είναι αναγκαία απόσβεση/απομείωση υπεραξίας. Επιπλέον, με εφαρμογή της μεθόδου συνένωσης, όλα τα υφιστάμενα πριν και μετά την απόκτηση αποθεματικά και κέρδη των συνδυασμένων εταιρειών είναι διανεμήσιμα στους μετόχους των συνδυασμένων εταιρειών. Οφειλόμενη σε αυτά τα πλεονεκτήματα, η τεχνική της συνένωσης έγινε ένα χρήσιμο εργαλείο στον «δημιουργικό» λογιστή, με το οποίο να αναφέρει λογιστικά όλα τα είδη εξαγορών, εκτός από τις ισότιμες (ισοσθενείς) συγχωνεύσεις εταιρειών.
Η λογιστική μέθοδος της αγοράς για εξαγορές επιχειρήσεων εκλήφθηκε ως μη ελκυστική – ευνοϊκή, επειδή η υπεραξία μπορεί να αναδειχθεί – «δημιουργηθεί» στην ημερομηνία της (από-)κτήσης. Η απόσβεση της υπεραξίας θα μειώνει τα κέρδη σε μελλοντικά έτη. Επιπλέον, με τη μέθοδο αγοράς μόνο κέρδη μετά την κτήση είναι διανεμήσιμα στους μετόχους των συνδυασμένων εταιρειών.
Παρά τις τεχνολογιστικές βελτιώσεις της μεθόδου αγοράς, προβλήματα με την υιοθέτησή της εξακολουθούν να υπάρχουν. Ως παράδειγμα αναφέρουμε τη χρήση «εύλογων τιμών της αγοράς» (fair market values) στην αποτίμηση των εξαγοραζόμενων περιουσιακών στοιχείων, διεργασία η οποία είναι υποκειμενική και είναι δυνατόν να γίνει αντικείμενο υστερόβουλων χειρισμών προς υποτίμηση στοιχείων του ενεργητικού. Αυτή μειώνει μελλοντικές χρεώσεις δαπανών απόσβεσης και αυξάνει τις ροές μελλοντικών κερδών, αυξάνοντας τοιουτοτρόπως τα «οφέλη» της αγοράς.
7. Άλλες μέθοδοι
Μεταβολές στις λογιστικές πολιτικές, οι οποίες συνιστούν απομάκρυνση από πρακτικές στο πλαίσιο των γενικά αποδεκτών λογιστικών αρχών, συχνά γίνονται. Αυτές οι αλλαγές και οι επιδράσεις τους στις δραστηριότητες της εκμετάλλευσης και στην οικονομική κατάσταση της εταιρείας υπό θεώρηση δεν είναι πρόδηλες από την εξέταση των δημοσιοποιούμενων λογιστικών καταστάσεων. Ο αναγνώστης τους θα χρειάζεται να διαβάσει με προσοχή τις αναφερόμενες μεταβολές στις λογιστικές πολιτικές, καθώς επίσης τις διευκρινιστικές σημειώσεις επί των ετήσιων –«τελικών»– λογαριασμών, προκειμένου να προσδιορίσει την έκταση των αλλαγών που έχουν γίνει. Η συνολική καθαρή επίδραση στα κέρδη και στη χρηματοοικονομική κατάσταση, ως αποτέλεσμα των αλλαγών αυτών, αφήνεται στην ερμηνευτική δεινότητα του αναγνώστη.
Ένα ολόκληρο πλήθος μεθόδων/τεχνικών ψυχολογικής φύσεως είναι δυνατόν επίσης να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να επηρεάσει τη συμπεριφορά της αγοράς. Κάποια τέτοια παραδείγματα περιλαμβάνουν την καθυστέρηση κοινοποίησης δυσάρεστων νέων και την επιτάχυνση της δημοσιοποίησης καλών νέων, την επιλεκτική αναφορά ειδήσεων και επιχειρησιακών μεγεθών, καθώς επίσης την εθελοντική αποκάλυψη πληροφοριών ποιοτικής φύσεως προκειμένου να τονωθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς στην εταιρεία (αυτές παρουσιάζονται διεξοδικά στο Β. Φίλιος, Δημιουργική Λογιστική, Σύγχρονη Εκδοτική, Αθήνα 2003).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
.1. Οριστικής διακοπής των πάσης φύσεως επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της εταιρείας.
2. Π.χ. με έρευνα για δημιουργία νέων προϊόντων κ.ο.κ., όπως επί πειραματικών φυτειών για νέα είδη καρποφόρων δένδρων. Επίσης η χάραξη δρόμων εκτός χώρων ιδιοκτησίας της εταιρείας προς διευκόλυνση της πρόσβασης σε χώρους παραγωγής.
3. Αυτή η αρχή υποστηρίζει ότι κύριος σκοπός της λογιστικής είναι ο προσδιορισμός του περιοδικού καθαρού κέρδους διά της αντιπαράθεσης κατάλληλων δαπανών έναντι εσόδων, δηλαδή των δαπανών που δημιούργησαν τα έσοδα μιας περιόδου. Η αρχή αυτή αναγνωρίζει ότι ροές εσόδων συνεχώς ρέουν εντός και προς μία επιχείρηση, και αυτή απαιτεί: (i) Ότι θα γίνεται μία ακριβής «διακοπή» (cut off) σε αυτές τις ροές στο τέλος κάθε λογιστικής περιόδου. (ii) Ότι οι εισροές της περιόδου θα αποτιμώνται. (iii) Ότι τα κόστη που συνέβησαν για τη διασφάλιση των εισροών θα προσδιορίζονται, και (iv) Ότι το άθροισμα των δαπανών θα αφαιρείται από το άθροισμα των εισροών για να προσδιοριστεί το καθαρό κέρδος της περιόδου.
4. Ο όρος αφορά το καθαρό κέρδος μιας επιχείρησης (μετά την αφαίρεση των τόκων και των φόρων), συνήθως σε λογαριασμό αποτελέσματος πινακοειδούς (κάθετης) μορφής.
5. Income smoothing σε ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία. Η εξομάλυνση κερδών/προσόδων έχει υπαχθεί εννοιολογικά στη διαχείριση κερδών (earnings management).
6. Profit sharing scheme: Σχήμα συμμετοχής των εργαζόμενων στα κέρδη.
7. Βλ. περαιτέρω ανάλυση σε Β. Φίλιος, Χρηματοοικονομική ανάλυση, τόμ. Α’, Β’ έκδοση, Σύγχρονη Εκδοτική, Αθήνα 1996, σελ. 55, 113-114. Επίσης σε Β. Φίλιος, Ανάλυση Λογιστικών Καταστάσεων και Αποτιμητική (Εκτιμητική). Ειδικά (προχωρημένα) θέματα και σύστημα ασκήσεων, Σύγχρονη Εκδοτική, Αθήνα, σελ. 203-204, 208-210, 224-228, 234-235.
8. Ο βασικός από αυτούς τους αριθμοδείκτες απεικονίζει τη σχέση των ιδίων κεφαλαίων προς το σύνολο των στοιχείων του Παθητικού, γι’ αυτό καλείται συντελεστής δανειακής επιβάρυνσης του Παθητικού (Ε.Ε.) Ο συντελεστής αυτός χρησιμοποιείται στον προσδιορισμό του βαθμού της φερεγγυότητας των τραπεζών και προβλέπεται από την Κοινοτική Οδηγία 77/80. Ως όρος είναι συναφής με τον uniform risk assets ratio, τον κατά την Ε.Ε. συντελεστή φερεγγυότητας, ο οποίος εκφράζει τον λόγο (δηλαδή την αναλογία) μεταξύ των ιδίων κεφαλαίων ενός χρηματοπιστωτικού οργανισμού και του σταθμισμένου Ενεργητικού του.
9. Executory contract είναι ο αγγλικός όρος που αφορά μια σύμβαση που έχει υπογραφεί αλλά δεν έχει ακόμα εκτελεστεί. Ο όρος περιλαμβάνει και τη σύμβαση εκείνη η οποία έχει υπογραφεί, είναι σε ισχύ, αλλά δεν έχουν εκπληρωθεί ακόμη εξολοκλήρου όλοι οι όροι.
10. Financial lease: Πρόκειται για μια μίσθωση που δεν απαιτεί συνήθως υπηρεσίες συντήρησης (του εκμισθούμενου εξοπλισμού), δεν ακυρώνεται και δεν αποσβένεται πλήρως μέσα στη διάρκειά της.
* Το άρθρο αυτό αποτελεί απόσπασμα εκτενέστερης μελέτης
Τρόποι δημιουργικής λογιστικής
Βασίλειος Φ. Φίλιος
Πανεπιστημιακός
«Δεν είμαι αρκετά νέος ώστε να γνωρίζω τα πάντα»
Όσκαρ Ουάιλντ