Γιάννης Κοττίνης
Director, KPMG
Ένας από τους σημαντικότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας είναι η ναυτιλία και οι ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες απέδειξαν πως αντέχουν στην παγκόσμια οικονομική ύφεση κατασκευάζοντας νέα πλοία και εκσυγχρονίζοντας παράλληλα τον ήδη υπάρχοντα στόλο. Στη δύσκολη αυτή πορεία, στρέφονται για άντληση κεφαλαίων σε μελλοντικούς επενδυτές σε οργανωμένες χρηματιστηριακές αγορές ή τραπεζικούς οργανισμούς οι οποίοι αποτελούν και τους βασικούς χρήστες των Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων των ναυτιλιακών εταιρειών, καθώς αποτελούν τη βασικότερη και συστηματικότερη πηγή χρηματοοικονομικών πληροφοριών για τη σωστή λήψη των σημαντικών οικονομικών τους αποφάσεων. Λόγω της δραστηριότητας των ναυτιλιακών εταιρειών σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι απαραίτητο να ακολουθούνται κοινά αποδεκτά λογιστικά πρότυπα και στο πλαίσιο αυτό οι ναυτιλιακές εταιρείες καλούνται να αποφασίσουν ποια λογιστικά πρότυπα θα υιοθετήσουν για την κατάρτιση των Χρηματοοικονομικών τους Καταστάσεων.
Τα δύο βασικά λογιστικά πλαίσια που χρησιμοποιούνται παγκοσμίως είναι τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (IFRS ) και οι Γενικά Αποδεκτές Λογιστικές Αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (US GAAP). Παρακάτω παραθέτουμε τις βασικότερες διαφορές μεταξύ των δύο λογιστικών πλαισίων, οι οποίες δύναται να έχουν σημαντική επίδραση στις ναυτιλιακές εταιρείες και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στη λήψη της απόφασής τους σχετικά με τα λογιστικά πρότυπα που θα υιοθετήσουν:
Μέθοδος επιμέτρησης της αξίας των πλοίων: Σύμφωνα με τα IFRS, ως μέθοδο επιμέτρησης της αξίας των πλοίων μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε το ιστορικό κόστος είτε η εύλογη αξία, ενώ τα US GAAP ορίζουν ως μόνη μέθοδο επιμέτρησης αξίας των πλοίων το ιστορικό κόστος και συνεπώς δεν υπάρχει δυνατότητα επανεκτίμησης της αξίας τους.
Έλεγχος απομείωσης της αξίας των πλοίων: Γενικά, και στα δύο πρότυπα, ο υπολογισμός ζημίας απομείωσης πρέπει να γίνει εάν υπάρχουν ενδείξεις απομείωσης. Σύμφωνα με τα IFRS, η ζημία απομείωσης υπολογίζεται ως το ποσό κατά το οποίο η λογιστική αξία του πλοίου υπερβαίνει το ανακτήσιμο ποσό του. Το ανακτήσιμο ποσό είναι το υψηλότερο μεταξύ της εύλογης αξίας μείον το κόστος πώλησης και της αξίας χρήσης (η παρούσα αξία των μελλοντικών ταμειακών ροών κατά τη χρήση, συμπεριλαμβανομένης της αξίας πώλησης). Στα US GAAP απαιτούνται δύο βήματα για τον έλεγχο της ύπαρξης απομείωσης. Αρχικά διεξάγεται έλεγχος ανάκτησης της αξίας (λογιστική αξία του περιουσιακού στοιχείου σε σχέση με το άθροισμα των μελλοντικών ταμειακών ροών που παράγονται από τη χρήση και την τελική διάθεση). Στη συνέχεια, αν διαπιστωθεί ότι η αξία του πλοίου δεν είναι ανακτήσιμη, τότε απαιτείται ο υπολογισμός της ζημίας απομείωσης. Η ζημία απομείωσης υπολογίζεται ως το ποσό κατά το οποίο η λογιστική αξία του πλοίου υπερβαίνει την εύλογη αξία του, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με ASC 820, Επιμέτρηση Εύλογης Αξίας.
Αναστροφή απομείωσης της αξίας των πλοίων: Σύμφωνα με τα IFRS, όταν υπάρχουν οι συνθήκες ώστε μια ζημία απομείωσης να μπορεί να αναστραφεί, τότε η λογιστική αξία της μονάδας δημιουργίας ταμειακών ροών αυξάνεται μέχρι την αναθεωρημένη εκτιμώμενη ανακτήσιμη αξία του, έτσι ώστε η αυξημένη λογιστική αξία να μην υπερβαίνει τη λογιστική αξία που θα είχε προσδιορισθεί αν δεν είχε αναγνωριστεί καμία ζημία απομείωσης τα προηγούμενα έτη. Μια αναστροφή της απομείωσης (έσοδο) αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα. Να σημειωθεί πως στα US GAAP δεν επιτρέπεται η αναστροφή απομειώσεων.
Αποσβέσεις πλοίων: Σύμφωνα με τα IFRS, κάθε ξεχωριστό τμήμα των ενσώματων παγίων ενός πλοίου, το κόστος του οποίου είναι σημαντικό σε σχέση με το συνολικό κόστος του πλοίου, αποσβένεται ξεχωριστά στη διάρκεια της ωφέλιμης ζωής του, ενώ στα US GAAP η παραπάνω προσέγγιση επιτρέπεται αλλά δεν επιβάλλεται.
Υπολειμματική αξία πλοίου: Σύμφωνα με τα IFRS, η υπολειμματική αξία του πλοίου είναι η εκτιμώμενη αξία που η ναυτιλιακή εταιρεία εκτιμά ότι θα λάμβανε από την εκποίηση του πλοίου, μετά την αφαίρεση του κόστους εκποίησης, αν το πλοίο ήταν ήδη στην ηλικία και την κατάσταση που θα αναμενόταν κατά το τέλος της ωφέλιμης ζωής του και αυτή η αξία μπορεί να αναπροσαρμοστεί προς τα πάνω ή προς τα κάτω σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ναυτιλιακής εταιρείας στη διάρκεια της ωφέλιμης ζωής του πλοίου. Στα US GAAP η αξία μπορεί να αναπροσαρμοστεί μόνο προς τα κάτω και αντιπροσωπεύει την παρούσα αξία των αναμενόμενων εσόδων από τη μελλοντική πώληση.
Κόστη επιθεώρησης ή γενικών επισκευών: Σύμφωνα με τα IFRS, σε γενικές γραμμές, κεφαλαιοποιούνται ως μέρος του κόστους του πλοίου και αποσβένονται σύμφωνα με τα παραπάνω, ενώ στα US GAAP είτε εξοδοποιούνται είτε αποσβένονται κατά την περίοδο μέχρι την επόμενη επιθεώρηση, είτε λογίζονται ως μέρος του κόστους του πλοίου.
Οι ναυτιλιακές εταιρείες παγκοσμίως, εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, φαίνεται να δείχνουν μια προτίμηση τα τελευταία χρόνια στα IFRS, είτε γιατί αισθάνονται πιο οικεία προς αυτά, καθώς μπορεί να προσεγγίζουν περισσότερο τα τοπικά τους λογιστικά πρότυπα, είτε γιατί θεωρούν πιο «αυστηρά» τα US GAAP σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στην αναστροφή απομείωσης των πλοίων, η οποία βάσει της εμπειρίας της KPMG είναι επίκαιρη στις μέρες μας, λόγω της σημαντικής ανάκαμψης του ναυτιλιακού κλάδου σε σύγκριση με τα τελευταία χρόνια της παρατεταμένης ύφεσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη διάρκεια των χρόνων υπάρχει μια προσπάθεια σύγκλισης και όχι απόκλισης μεταξύ των δύο λογιστικών προτύπων, παρά τις παραπάνω διαφορές, οι οποίες, όπως γίνεται αντιληπτό, μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικές αποκλίσεις στη λογιστική αξία ενός πλοίου και συνεπώς να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη λήψη οικονομικών αποφάσεων από τους χρήστες των Χρηματοοικονομικών