• Σήμερα είναι: Σάββατο, 15 Φεβρουαρίου, 2025

Τράπεζα της Ελλάδος, έκθεση για την νομισματική πολιτική

Εύχομαι να μην ξαναπαρουσιαστεί τέτοια περίοδος για τη χώρα», είπε ο απερχόμενος διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γ. Προβόπουλος παραδίδοντας την έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2013-2014 στον Πρόεδρο της Βουλής κ. Ευ. Μεϊμαράκη, σπεύδοντας να επισημάνει ότι «έπραξα απόλυτα το καθήκον μου».

Όπως είπε «η χώρα πέρασε δύσκολη περίοδο», ενώ υπογράμμισε ότι «έχουμε βγει από τη δύσκολη κατάσταση, αλλά η προσπάθεια πρέπει να συνεχιστεί, γιατί η χαλάρωση και ο εφησυχασμός είναι ο χειρότερος εχθρός μας».

Απαντώντας δε σε ερώτηση δημοσιογράφων αν θα ξαναβρεί τον ύπνο του απάντησε χαμογελώντας: «Εγώ θα τον βρω τον ύπνο μου. Άλλοι θα τον χάσουν, όχι όμως για τα ίδια προβλήματα που αντιμετώπισα εγώ». «Τα κακά και τα άσχημα είναι πίσω μας, αλλά δεν χρειάζεται ανεμελιά. Όσα είπα (χθες) ήταν για όλη την εξαετή δύσκολη περίοδο». Ενώ σε ερώτηση πώς σχολιάζει τις δηλώσεις Τσίπρα για την διαδοχή στην ΤτΕ και τον κ. Στουρνάρα είπε: «Μην με βάζετε να σχολιάσω απόψεις των πολιτικών μέσα στο Ναό της Δημοκρατίας».

Επίσης, απέφυγε να σχολιάσει και κάτι ακόμα. Ερωτηθείς εάν η σημερινή πολιτική ηγεσία έχει διδαχθεί από τα λάθη της προηγούμενης περιόδου απάντησε: «Δεν σχολιάζω». Από την πλευρά του ο κ. Μεϊμαράκης είπε στον απερχόμενο διοικητή: «Ακούμε τις συμβουλές σας με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρά το ότι όπως είπατε και εσείς, κάποιοι δεν τις εισάκουσαν όσο θα έπρεπε».

Η έκθεση

Ο διοικητής κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενο μεταρρυθμιστικής κόπωσης, το οποίο μπορεί να ανακόψει την τάση βελτίωσης των αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας.
 
«Οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών ενισχύουν την εμπιστοσύνη και βελτιώνουν το κλίμα»αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Προβόπουλος, υπογραμμίζοντας ότι η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση του Διοικητή, το Φεβρουάριο του 2014, είχε επισημάνει ότι η εξάλειψη των δίδυμων ελλειμμάτων και η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας θα αποκαθιστούσαν σταδιακά την εμπιστοσύνη και θα οδηγούσαν σε περαιτέρω βελτιώσεις όσον αφορά τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας.
Αυτό όντως συνέβη τους μήνες που μεσολάβησαν τονίζει ο κεντρικός τραπεζίτης. Ειδικότερα, σημειώνει τα εξής:
  • Οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των συστημικών τραπεζών (συνολικού ύψους 8,3 δισεκ. ευρώ) υπήρξαν εξαιρετικά επιτυχείς, με μεγάλη συμμετοχή ξένων επενδυτών.
  • Επιτυχής ήταν και η έξοδος του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές, από τις οποίες άντλησε κεφάλαια ύψους 3 δισεκ. ευρώ με έκδοση πενταετών ομολόγων.
  • Επιπλέον, θετική ήταν η ανταπόκριση των αγορών και στην έκδοση εταιρικών ομολόγων. Την περίοδο Δεκεμβρίου 2012-Μαΐου 2014, μεγάλες ελληνικές εταιρίες άντλησαν συνολικά 4,8 δισεκ. ευρώ από τις αγορές εταιρικών ομολόγων του εξωτερικού.
«Όλα τα παραπάνω συνάδουν με την εκτίμηση ότι η εμπιστοσύνη στις προοπτικές  της ελληνικής οικονομίας αποκαθίσταται σταδιακά και ότι οι αγορές προεξοφλούν την έξοδο από την κρίση. Αν διατηρηθεί και ενισχυθεί η δυναμική αυτή, είναι πολύ πιθανή η επάνοδος της οικονομίας στην ανάπτυξη» τονίζει ο κ. Προβόπουλος στο εισαγωγικό σημείωμα της Έκθεσης.
Προσθέτει ωστόσο ότι η πρόβλεψη αυτή υπόκειται σε αβεβαιότητες που συνδέονται αφενός με τις τάσεις που θα επικρατήσουν στις διεθνείς αγορές, οι οποίες τώρα χαρακτηρίζονται από αφθονία ρευστότητας, και αφετέρου με το ενδεχόμενο«μεταρρυθμιστικής κόπωσης» και χαλάρωσης των  προσπαθειών στο εσωτερικό.
«Η βελτίωση του κλίματος ήταν αποτέλεσμα της συνεπούς εφαρμογής του προγράμματος προσαρμογής. Καθοριστική ήταν η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 0,8% του ΑΕΠ το 2013, το οποίο υπερέβη μάλιστα την αρχική πρόβλεψη» υποστηρίζει ο κ. Προβόπουλος.
Σύμφωνα με την ίδιο, ενδείξεις θετικών εξελίξεων παρουσιάζουν και ορισμένα μεγέθη  της πραγματικής οικονομίας. Συγκεκριμένα:
  • Η αποκλιμάκωση της ύφεσης από τις αρχές του 2013 έως σήμερα είναι σημαντική. Αν συνεχιστεί η έως τώρα  τάση μέχρι το τέλος του έτους, το ΑΕΠ το 2014 θα παρουσιάσει αύξηση περί το 0,5%.
  • Η κατανάλωση, που αποτελεί τη σημαντικότερη συνιστώσα του ΑΕΠ, παρουσιάζει ενδείξεις σταθεροποίησης.
  • Θετική αναμένεται να είναι και η συμβολή του εξωτερικού ισοζυγίου, κυρίως λόγω της αύξησης των εισπράξεων από τον τουρισμό, ενώ τα έσοδα από τη ναυτιλία κινούνται θετικά, αντανακλώντας την ανοδική τάση του παγκόσμιου εμπορίου.
  • Επιπλέον παρατηρείται τάση ανάκαμψης της βιομηχανικής παραγωγής ενώ παράλληλα διατυπώνονται πιο αισιόδοξες προοπτικές για τους επόμενους μήνες (έρευνα ΙΟΒΕ, δείκτης ΡΜΙ).
  • Τέλος, υπάρχουν ενθαρρυντικές ενδείξεις και για την απασχόληση, η οποία παρουσιάζει ενδείξεις ανάκαμψης. Ωστόσο, το επίπεδο της ανεργίας παραμένει ιδιαίτερα υψηλό και αναμένεται να αποκλιμακωθεί μόνο σταδιακά.
Η ανάκαμψη το 2014 είναι εφικτή
Όπως αναλύεται στην έκθεση, οι πρόσφατες εξελίξεις στην ελληνική οικονομία ενισχύουν τις προβλέψεις για σταδιακή επάνοδο της οικονομίας σε αναπτυξιακή τροχιά εντός του τρέχοντος έτους.
Όμως η ανάκαμψη προϋποθέτει, πρώτον, την αντιστροφή της αρνητικής πορείας των επενδύσεων και, δεύτερον, την επιτάχυνση της αύξησης των εξαγωγών.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η βελτίωση των επιχειρηματικών προσδοκιών και του κλίματος εμπιστοσύνης ενισχύουν τις προοπτικές ανάκαμψης των επενδύσεων καθώς (
α) οι επιχειρήσεις αποκτούν πρόσβαση σε εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, όπως η έκδοση εταιρικών ομολόγων,
(β) η απορρόφηση των κοινοτικών πόρων έχει αυξηθεί και (γ) η δημιουργία του Ελληνικού Επενδυτικού Ταμείου θα λειτουργήσει θετικά στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων.
Ο δεύτερος παράγοντας που προβλέπεται ότι θα συμβάλει θετικά στην ανάπτυξη είναι η αύξηση των εξαγωγών. Όπως αναλύεται στην έκθεση, η στενή συσχέτιση μεταξύ εξαγωγικών επιδόσεων και ανταγωνιστικότητας κόστους που ίσχυε στο παρελθόν διακόπηκε απότομα μετά το 2009, κυρίως εξαιτίας της αυξημένης αβεβαιότητας σχετικά με τις προοπτικές της χώρας και της στενότητας χρηματοδότησης των εξαγωγικών επιχειρήσεων.
Εκτιμάται όμως ότι η σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με την άρση της αβεβαιότητας, τη σταδιακή βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης και την άνοδο της παγκόσμιας ζήτησης, θα δώσουν σημαντική ώθηση στις ελληνικές εξαγωγές αγαθών. Θετικές προοπτικές διαμορφώνονται επίσης για τον κλάδο του τουρισμού αλλά και για τη ναυτιλία, η οποία αρχίζει να ανακάμπτει σταδιακά μετά από μια πολυετή κρίση.
Ο κ. Προβόπουλος πάντως τονίζει ότι οι θετικές εξελίξεις δεν επιτρέπουν εφησυχασμό – οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να συνεχιστούν για να διασφαλιστεί η ανάκαμψη.
Όπως αναφέρει σχετικά, εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη αβεβαιότητες και κίνδυνοι που θα μπορούσαν να καθυστερήσουν ή και να αντιστρέψουν την πορεία προς την ανάκαμψη.
«Για αυτό ενδεδειγμένος κεντρικός προσανατολισμός  της οικονομικής πολιτικής σήμερα είναι να διατηρήσει τη θετική δυναμική που ήδη διαγράφεται και να την ενισχύσει»σημειώνει ο ίδιος προσθέτοντας πως για να γίνει αυτό, η προσπάθεια πρέπει να συνεχιστεί, χωρίς αποκλίσεις, με κύριους στόχους:
1. Την ανασυγκρότηση του δημόσιου τομέα. Έως τώρα έχει πραγματοποιηθεί πρόοδος όσον αφορά τη μείωση του μεγέθους και τον εξορθολογισμό του δημόσιου τομέα. Υπάρχουν ωστόσο τομείς στους οποίους έχουν σημειωθεί καθυστερήσεις και υπάρχουν κενά που πρέπει σύντομα να καλυφθούν, για να δημιουργηθεί ένα σύγχρονο κράτος που θα παρέχει υπηρεσίες υψηλής ποιότητας στους πολίτες και δεν θα δημιουργεί εμπόδια στην επιχειρηματική δραστηριότητα.
2. Τη συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής και τα επόμενα χρόνια. Έτσι θα διασφαλιστεί η πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους και η διατηρήσιμη πρόσβαση της χώρας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων. Η δημοσιονομική προσπάθεια την επόμενη πενταετία θα πρέπει να βασιστεί κατά κύριο λόγο στον εξορθολογισμό των δαπανών και στη βελτίωση της φορολογικής διοίκησης. Επιπλέον, η καλύτερη του αναμενόμενου πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής το 2013 ανοίγει το δρόμο και για την υλοποίηση των αποφάσεων του Eurogroup του Νοεμβρίου 2012 ως προς τη διευθέτηση του θέματος του δημόσιου χρέους. Η δέσμευση αυτή των Ευρωπαίων εταίρων επαναδιατυπώθηκε στο ανακοινωθέν του Eurogroup της  5ης Μαΐου 2014.
3. Τον αναπροσανατολισμό του παραγωγικού προτύπου που θα εξασφαλίσει μακροχρόνια ταχεία και βιώσιμη ανάπτυξη. Μετά από έξι χρόνια βαθιάς ύφεσης η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε διαδικασία μετάβασης προς ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο. Προκειμένου να επιτευχθεί ομαλά η μετάβαση της οικονομίας σε αυτό το νέο πρότυπο ανάπτυξης, θα πρέπει η οικονομική πολιτική να διαμορφώσει  προϋποθέσεις  που θα ευνοούν την αναδιάρθρωση της οικονομίας από την πλευρά της προσφοράς. Αυτό απαιτεί την επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη και ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών προϊόντων, εργασίας και κεφαλαίων. Για την ανάκαμψη των επενδύσεων είναι απαραίτητη επίσης η δημιουργία ενός επιχειρηματικού περιβάλλοντος με χαμηλό γραφειοκρατικό κόστος για τις επιχειρήσεις, αποτελεσματικό δημόσιο τομέα και σταθερό φορολογικό πλαίσιο με σαφή προσανατολισμό στη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων.
Τίθεται βεβαίως το ερώτημα κατά πόσον αυτό το νέο αναπτυξιακό πρότυπο θα είναι βιώσιμο από την πλευρά της ζήτησης, δηλαδή κατά πόσον η αύξηση των επενδύσεων και των καθαρών εξαγωγών θα μπορέσει να αντισταθμίσει το κενό ζήτησης που θα προκύψει από τη σχετική συρρίκνωση της καταναλωτικής δαπάνης του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Όπως αναλύεται στην έκθεση, αυτό είναι εφικτό μακροπρόθεσμα, ακόμη και με συντηρητικές υποθέσεις σχετικά με τη δυναμική των εξαγωγών και των επενδύσεων.
Ο τραπεζικός κλάδος
Αναφορικά με τον τραπεζικό κλάδο, ο κ. Προβόπουλος χαρακτηρίζει ιδιαίτερα ελπιδοφόρες τους τελευταίους μήνες τις εξελίξεις. Στο τέλος Μαρτίου 2014 δημοσιοποιήθηκαν τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, σύμφωνα με τα οποία οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών για την περίοδο Ιουνίου 2013-Δεκεμβρίου 2016 εκτιμήθηκαν στο ποσό των 6,4 δισεκ. ευρώ υπό το Βασικό Σενάριο και των 9,4 δισεκ. ευρώ υπό το Δυσμενές Σενάριο.
Οι εκτιμήσεις αυτές έλαβαν υπόψη τα αποτελέσματα της διαγνωστικής μελέτης, καθώς επίσης και συντηρητικές προσαρμογές της προβλεπόμενης κερδοφορίας των τραπεζών για το διάστημα Ιουνίου 2013-Δεκεμβρίου 2016.
«Η αξιοπιστία της άσκησης και η εμπιστοσύνη των αγορών στις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών τεκμαίρονται από την επιτυχία των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου συνολικού ύψους 8,3 δισεκ. ευρώ που διενήργησαν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες μέσα σε χρονικό διάστημα δύο μηνών, προσελκύοντας το ενδιαφέρον διεθνών επενδυτών» σημειώνει ο κ. Προβόπουλος.
Και επισημαίνει το γεγονός ότι οι δύο από τις τέσσερις μάλιστα κάλυψαν όχι μόνο τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που προέκυψαν από την άσκηση προσομοίωσης, αλλά και τα κεφάλαια που απαιτούνταν για την επαναγορά των προνομιούχων μετοχών που κατείχε το Ελληνικό Δημόσιο. Την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών καταδεικνύει και η επάνοδος των ελληνικών τραπεζών στις διεθνείς αγορές ομολόγων.
«Οι δυνατότητες του τραπεζικού συστήματος να στηρίξει με χρηματοδότηση την οικονομική δραστηριότητα έχουν διευρυνθεί, καθώς άρχισε να αποκαθίσταται η πρόσβαση των τραπεζών στις διεθνείς αγορές» τονίζει ο κ. Προβόπουλος.
Και προσθέτει πως εκτιμάται ότι η διαφαινόμενη οικονομική ανάκαμψη, σε συνδυασμό με την παγίωση και ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης, θα συμβάλει στην προοδευτική αύξηση των καταθέσεων, ενισχύοντας έτσι τις δυνατότητες των τραπεζών μεσοπρόθεσμα να στηρίξουν με σταθερές πηγές χρηματοδότησης την πραγματική οικονομία.
Η αναδιάταξη της οικονομίας
«Μετά την επιτυχή αναδιάταξη και ανακεφαλαιοποίησή του, ο τραπεζικός κλάδος καλείται τώρα να βελτιστοποιήσει τη διαχείριση των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού, ώστε αφενός να ελαφρυνθούν οι συνεργάσιμοι δανειολήπτες που δυσκολεύονται προσωρινά να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους και αφετέρου να ανακτηθούν σε μακροπρόθεσμη βάση κεφάλαια των τραπεζών που βρίσκονται δεσμευμένα σε προβληματικά δάνεια» σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Όπως εξηγεί, με την ίδρυση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους και την προετοιμασία από την Τράπεζα της Ελλάδος του πλαισίου εποπτικών υποχρεώσεων  των τραπεζών στη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς και του Κώδικα Δεοντολογίας, τέθηκαν οι βάσεις για τη δημιουργία ενός μηχανισμού επίλυσης του μη εξυπηρετούμενου χρέους των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών προς τις τράπεζες.
«Οι τράπεζες οφείλουν τώρα να συμβάλουν στην ανασυγκρότηση του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα και στην εμπέδωση του νέου προτύπου οικονομικής ανάπτυξης»υπογραμμίζει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Οφείλουν δηλαδή να αναλάβουν πρωτοβουλίες που θα στοχεύουν στην ενίσχυση των πραγματικά βιώσιμων επιχειρήσεων, νέων και παλαιών, στην ενθάρρυνση των επιχειρηματικών συμπράξεων και στην υποστήριξη πρωτοβουλιών προς την κατεύθυνση γενναίων κλαδικών αναδιαρθρώσεων.
(πηγή: TOBHMA ONLINE)