Η διάθεση για αποεπένδυση έφθασε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, καθώς τον Ιανουάριο του 2018 ολοκληρώθηκαν συμφωνίες αξίας 323 δισ. δολαρίων παγκοσμίως, το υψηλότερο ποσό των τελευταίων 18 ετών. Η αύξηση αυτή αποδίδεται στην αυξανόμενη πίεση που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στον δραστικό μετασχηματισμό του οικονομικού περιβάλλοντος και να αναμορφώσουν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα. Αυτό προκύπτει από την έρευνα της EY «Global Corporate Divestment Study 2018», μια ετήσια έρευνα μεταξύ 1.000 στελεχών παγκοσμίως.
Ο αριθμός των στελεχών που σχεδιάζει να προχωρήσει σε μια αποεπένδυση στα επόμενα δύο χρόνια υπερδιπλασιάστηκε σε σχέση με πέρυσι (87% από 43%), γεγονός που καταδεικνύει ότι αυτή η αναπτυξιακή στρατηγική έχει αναρριχηθεί στις εταιρικές προτεραιότητες. Σχεδόν τα τρία τέταρτα (74%) των ερωτηθέντων ανέφεραν ότι οι αποεπενδύσεις τους επηρεάστηκαν άμεσα από το εξελισσόμενο τεχνολογικό τοπίο, έναντι 55% το 2017. Οι μισές επιχειρήσεις (50%) αναφέρουν ότι η ανάγκη χρηματοδότησης νέων επενδύσεων στην τεχνολογία αυξάνει το ενδεχόμενο μιας αποεπένδυσης, ενώ τα έσοδα θα χρησιμοποιηθούν για τη βελτίωση της λειτουργικής αποτελεσματικότητας και την αντιμετώπιση των μεταβαλλόμενων αναγκών των πελατών στις βασικές τους δραστηριότητες.
Ώθηση στις αποεπενδύσεις δίνει, κυρίως, η ανταγωνιστική θέση μιας επιχειρηματικής μονάδας στην αγορά όπου δραστηριοποιείται, σύμφωνα με το 85% των ερωτηθέντων, ποσοστό σημαντικά αυξημένο έναντι του 42% του 2017. Οι επιχειρήσεις ωθούνται στην εκποίηση μη αποδοτικών περιουσιακών στοιχείων, τα οποία έχουν παραμείνει για υπερβολικά μεγάλο διάστημα στα χαρτοφυλάκιά τους, καθώς περισσότερα από τα μισά (56%) στελέχη παραδέχονται ότι κατείχαν αυτά τα περιουσιακά στοιχεία περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε.
Σύμφωνα με την έρευνα, σχεδόν τα τρία τέταρτα (71%) των αποεπενδύσεων προέρχονται από ευκαιριακές, αυτόκλητες προσφορές τρίτων, σημειώνοντας μεγάλη αύξηση από το 20% του 2014. Η έρευνα διαπιστώνει, επίσης, ότι οι επιχειρήσεις που αναθεωρούν τα χαρτοφυλάκιά τους σε ετήσια βάση έχουν διπλάσια πιθανότητα να υπερβούν τις προσδοκίες απόδοσης, αποεπενδύοντας την «κατάλληλη στιγμή». Οι επιχειρήσεις που εξακολουθούν να δημιουργούν αξία πριν από την εκποίηση είναι κατά 27% πιο πιθανό να υπερβούν την προσδοκώμενη τιμή πώλησης.
Το 62% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι οι αποφάσεις αποεπενδύσεων επηρεάζονται από τις μακροοικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις. Οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις προσφέρουν μια νέα ευκαιρία για τον επανασχεδιασμό της επιχειρηματικής στρατηγικής, με το 80% των στελεχών να αναφέρει τις αλλαγές στη φορολογική πολιτική ως μία από τις σημαντικότερες γεωπολιτικές αλλαγές που ενδέχεται να επηρεάσουν τα σχέδια για αποεπενδύσεις.
Ο κ. Τάσος Ιωσηφίδης, επικεφαλής του τμήματος Χρηματοοικονομικών Συμβούλων της ΕΥ Ελλάδος, αναφέρει σχετικά με τα ευρήματα της έρευνας της ΕΥ: «Οι αποεπενδύσεις είναι ένας τρόπος για να γίνουν ή να παραμείνουν οι επιχειρήσεις ανταγωνιστικές. Η έρευνα της ΕΥ φανερώνει πως όλο και περισσότερα στελέχη παγκοσμίως αντιλαμβάνονται την αξία της εκποίησης περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται σε αδράνεια. Μέσα σε ένα οικονομικό περιβάλλον που βρίσκεται συνολικά σε αναδιάρθρωση, οι ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει να ακολουθήσουν αυτό το παράδειγμα, αναθεωρώντας τα χαρτοφυλάκιά τους, ώστε να εκτιμήσουν ποια περιουσιακά στοιχεία πλέον δεν αποδίδουν και να προχωρήσουν σε αποεπενδύσεις. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων βρίσκεται σε πίεση από τις τράπεζες λόγω των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι επιχειρήσεις αυτές έχουν ακόμα ένα λόγο να προχωρήσουν σε αποεπενδύσεις και, στη συνέχεια, σε νέες επενδύσεις σε τομείς που θα μπορούσαν να τις καταστήσουν πιο ανταγωνιστικές».